Παλαιοημερολογίτες: Οι άκυροι γάµοι και το χάος µε τους 4 «αρχιεπισκόπους»

Τι συµβαίνει στην Ελλάδα µε τους «ρασοφόρους» που τελούν ανυπόστατα µυστήρια, εγείροντας πλήθος αστικών διαφορών – Ποιες είναι οι οργανώσεις και από πού πληρώνονται
08:05 - 17 Νοεμβρίου 2025
Παλαιοημερολογίτες: Οι άκυροι γάµοι και το χάος µε τους 4 «αρχιεπισκόπους»

«Οποιος με πρόθεση αντιποιείται δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για την αντιποίηση άσκησης υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή άλλης θρησκείας γνωστής στην Ελλάδα…».

Το άρ. 175 του Ποινικού Κώδικα, υπό τη σκέπη του άρ. 3 του Συντάγματος, που ορίζει ότι η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού ως επικρατούσα θρησκεία διοικείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και τη Συνοδική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, περιγράφει τι θα έπρεπε να είχε συμβεί πριν από τη σύλληψη των κατηγορουμένων ρασοφόρων και των συνεργών τους.

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 7 του νόμου 5224/2025, οι θρησκευτικές κοινότητες και οι θρησκευτικοί λειτουργοί υποχρεούνται, όταν απευθύνονται στο κοινό ή επικοινωνούν μέσω εντύπων, ραδιοτηλεοπτικών ή διαδικτυακών μέσων, να δηλώνουν με τρόπο ρητό και σαφή τη θρησκευτική κοινότητα στην οποία ανήκουν, προκειμένου να αποτρέπεται η σύγχυση ή η παραπλανητική προβολή ιδιότητας που δεν αντιστοιχεί στην πραγματική τους εκκλησιαστική υπόσταση.

Και σε αυτή την περίπτωση ο νόμος παραμένει ανεφάρμοστος. Ουδείς φέρει τίτλο μοναχού ή ιερέα ούτε ακολουθούν το ιερολογικό της Θείας Λειτουργίας και τους εκκλησιαστικούς κανόνες. Δηλώνουν ότι δεν λαμβάνουν μισθό, αλλά δεν λένε πώς ζουν – προφανώς με τον οβολό των πιστών. Και μόνο που αποκαλούνται παλαιοημερολογίτες φορώντας άμφια διαπράττουν αδικήματα. Οι «ιερείς» υπολογίζονται σε 700-1.000 πανελλαδικώς και οι οπαδοί τους σε 80.000. Οι κοινότητές τους βρίσκονται κυρίως σε Αττική, Βοιωτία, Νότια Εύβοια, Θεσσαλονίκη, Βόλο, Καλαμάτα, Κορινθία, ενώ το παλαιό ημερολόγιο ακολουθούν επίσης Πόντιοι προερχόμενοι από χώρες της τέως Σοβιετικής Ένωσης στην Κομοτηνή, στις Σάπες και αλλού.

Η πιο γνωστή οργάνωσή τους —που ελέγχει και αρκετά μοναστήρια— είναι οι Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (ΓΟΧ), με «αρχιεπίσκοπο» τον Καλλίνικο και περίπου τριάντα μητροπολίτες ανά την Ελλάδα. Από τις άλλες 12-13 παρατάξεις ξεχωρίζουν η «Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος των Παλαιοημερολογιτών», με αρχιεπίσκοπο τον προφυλακισθέντα «Παλαιοηρτολογίτη Παρθένιο Α’», ο οποίος συμπεριλαμβάνει και το επώνυμό του (Βεζυρέας) στον τίτλο, η «Ιερά Μητροπολιτική Σύνοδος Αυλώνος και Βοιωτίας», με επικεφαλής τον «μητροπολίτη Βιθυνίας και Παμφυλίας» Χερουβείμ (κάποιον δηλαδή που… διακονεί σε τουρκικό έδαφος), ενώ την προσοχή συγκεντρώνει παρακλάδι των ΓΟΧ, με «αρχιεπίσκοπο Αττικής και Μεγαρίδος» τον Κοσμά. Ο καθένας όπως θέλει αποκαλείται, αλλά δεν αναγνωρίζεται από καμία επίσημη αρχή.

Η εγκύκλιος της ΔΙΣ

Οι χειροτονίες των παλαιοημερολογιτών «κληρικών» φυσικά δεν αναγνωρίζονται, ενώ και τα μυστήρια, όπως του γάμου, της βάπτισης και της κηδείας, είναι νομικά είτε άκυρα είτε ανυπόστατα, εγείροντας ως εκ τούτου πλήθος αστικών διαφορών. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (ΔΙΣ) στις 11 Δεκεμβρίου 2024 εξέδωσε σχετική εγκύκλιο, κάνοντας λόγο «για φαινόμενα εξαπάτησης όσον αφορά γάμους που τελούνται σε “ιδιωτικούς ναούς”, όπως στα κτήματα διοργάνωσης γάμων».

Προϋπόθεση για να θεωρείται έγκυρος ένας γάμος είναι να εκδοθούν άδειες από την ενορία όπου ανήκει κάποιος και αν θέλει να τελέσει σε άλλη ενορία τον γάμο του, άδειες και από την άλλη ενορία. Οι εκδηλώσεις σε «κτήματα», επειδή δεν αναγνωρίζεται ορθόδοξο τελετουργικό εκτός Ιερού Ναού, γίνονται κατά βάση από παλαιοημερολογίτες, που είτε δεν έχουν χειροτονηθεί είτε είναι δόκιμοι (διάκοι) και δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα. Η ΔΙΣ υπογραμμίζει ότι «οι ενδιαφερόμενοι νεόνυμφοι ή γονείς συνήθως μαθαίνουν την αλήθεια κατά την καταχώριση της τέλεσης του “μυστηρίου” στο Ληξιαρχείο, δηλαδή ότι αυτό θα καταχωρισθεί στο Μητρώο Πολιτών ως γάμος ή βάπτισμα άλλης θρησκευτικής κοινότητας που δεν έχει εκκλησιολογική σχέση (κοινωνία) με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος».

Στο ζήτημα υπάρχουν πολύ μεγάλες παγίδες. Μπορεί οι φορείς της επίσημης Εκκλησίας να αναζητήσουν «παράθυρο» θρησκευτικής εγκυρότητας του μυστηρίου σε «ιδιωτικές εκκλησίες», όμως εάν ασκηθούν ένδικα μέσα κατά του γάμου ή της βάπτισης, το δικαστήριο, κρίνοντας με γνώμονα τη νομολογία, ενδέχεται να το απορρίψει, όπως άλλωστε έχει συμβεί.

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, παρεμβαίνοντας στην όζουσα υπόθεση των χειροτονιών, εξέφραζε την πλήρη αντίθεσή του για τους παλαιοημερολογίτες, αναφέροντας: «Αι αρχιερατικαί χειροτονίαι αμφοτέρων των παρατάξεων είναι αντικανονικαί, αι δε γενόμεναι ανορθόδοξοι απόπειραι υπερβάσεως της κανονικής αταξίας μάλλον επέτειναν ταύτην και περιέπλεξαν το όλον ζήτημα, δημιουργήσασαι πλειάδα παλαιοημερολογιτών “Αρχιερέων”, αμφιβόλου, ως καταγγέλλεται, υποστάσεως, οίτινες εκμεταλλεύονται την ευπιστίαν του ακολουθούντος αυτούς πληρώματος και αποκρούουν πάσαν προσπάθειαν επιλύσεως του προβλήματος, διότι ευνοεί τούτους η παρούσα αυθαίρετος, ανεξέλεγκτος και απαράδεκτος κατάστασις παρά το γεγονός ότι ήρξαντο ήδη ακουόμεναι φωναί τινες διαμαρτυρίας εναντίον των υπό ευσεβών λαϊκών και κληρικών ανησυχούντων διά το μέλλον του “ιερού αγώνος” των».

Σύμφωνα με το άρθρο 1368 του Αστικού Κώδικα, ο θρησκευτικός γάμος τελείται με ιερολογία από ιερέα της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ή από λειτουργό άλλου δόγματος ή θρησκεύματος γνωστού στην Ελλάδα, σύμφωνα με το τυπικό και τους κανόνες της Εκκλησίας, εφόσον αυτοί οι κανόνες δεν αντίκεινται στην ελληνική έννομη τάξη. Η νομολογία έχει κρίνει ότι αν ο ιερέας ήταν απλώς τιμωρημένος ή σε αργία, αλλά δεν είχε αποβληθεί της ιεροσύνης του, τότε ο γάμος είναι έγκυρος. Επίσης αν ο ιερέας ήταν παλαιοημερολογίτης και τέλεσε τον γάμο κατά το τυπικό της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και πάλι ο γάμος έχει κριθεί έγκυρος.

Όμως αν ο ιερέας δεν είχε χειροτονηθεί ποτέ ή είχε καθαιρεθεί ή δεν είχε δικαίωμα να τελεί γάμους, π.χ. επειδή ήταν απλός διάκονος που δεν είχε την ικανότητα τέλεσης μυστηρίων και όχι επίσκοπος ή πρεσβύτερος, τότε ο γάμος είναι ανυπόστατος.

Ο νομικός Στέφανος Οικονόμου εξηγεί: «Όταν ο γάμος είναι ανυπόστατος τότε δεν παράγει καμία έννομη συνέπεια, είναι δηλαδή σαν να μην έλαβε χώρα ποτέ. Όταν, αντίθετα, ο γάμος δεν είναι ανυπόστατος, αλλά άκυρος ή ακυρώσιμος, τότε παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματα μέχρι να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση».

Πρώτη συνέπεια είναι ότι τα παιδιά που έχουν γεννηθεί από έναν τέτοιο γάμο θεωρούνται παιδιά εκτός γάμου. Αυτό έχει ως επακόλουθο ότι δεν έχουν δικαίωμα διατροφής από τον πατέρα ούτε κληρονομικά δικαιώματα έναντι αυτού, εκτός αν τα αναγνωρίσει ως τέκνα του εκ των υστέρων είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με δικαστική απόφαση.

Δεύτερη επίπτωση —συνεχίζει ο κ. Οικονόμου— είναι ότι οι σύζυγοι δεν θεωρούνται σύζυγοι και δεν έχουν ο ένας έναντι του άλλου δικαίωμα και υποχρέωση διατροφής και συμβίωσης ούτε κληρονομεί ο ένας σύζυγος τον άλλο σε περίπτωση θανάτου. Τρίτη επίπτωση είναι ότι προκύπτουν και φορολογικά θέματα.

Το Γρηγοριανό και το Σχίσμα

Όπως αναφέρεται στα θεολογικά εγχειρίδια, το 1896 εκφράστηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Άνθιμο Γ’ η ανάγκη ύπαρξης ενός κοινού ημερολογίου για τις χριστιανικές χώρες, και το 1902 ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ ζήτησε από τις Ορθόδοξες χώρες να το εξετάσουν σοβαρά. Η συζήτηση στην Ελλάδα ξεκίνησε το 1918 και το 1923 υιοθετήθηκε το Γρηγοριανό ημερολόγιο (νέο ημερολόγιο) ως παραλλαγή του Ιουλιανού. Από το 1924 οι φανατικοί του παλαιού ημερολογίου υποστήριξαν ότι η Εκκλησία της Ελλάδος υπέκυψε στις παπικές πιέσεις, υιοθέτησε τον οικουμενισμό, άγεται από σκοτεινές δυνάμεις, κατέστη μασονική κ.λπ. Έτσι, σχηματίστηκαν παλαιοημερολογίτικες ομάδες, οι οποίες από το 1937 άρχισαν να διαιρούνται μεταξύ τους και σήμερα δεν είναι απολύτως γνωστός ο αριθμός τους.

Εφημερίδα Κυριακάτικη Απογευματινή