Ο δολοφόνος που τεµάχισε τη σύντροφό του

Ο Γιώργος Σκιαδόπουλος, αφού στραγγάλισε το 29χρονο µοντέλο Τζούλι Μαρί Σκάλι και εν συνεχεία διαµέλισε το πτώµα της, δεν δίστασε να την «αναζητά» σε τηλεοπτικές εκποµπές
17:43 - 23 Απριλίου 2025
Γιώργος Σκιαδόπουλος

«Τη σκότωσα γιατί την αγαπούσα, γιατί δεν µπορούσα να την αποχωριστώ ούτε για µια ώρα» ισχυριζόταν µε περίσσιο θράσος και κυνικότητα ο Γιώργος Σκιαδόπουλος, ο οποίος τον Ιανουάριο του 1999 δολοφόνησε την Αµερικανίδα µνηστή του, Τζούλι Μαρί Σκάλι, σε παράδροµο της εθνικής οδού.

Ο 22χρονος Γιώργος Σκιαδόπουλος, που ήταν αξιωµατικός του Εµπορικού Ναυτικού και εργαζόταν ως τρίτος µηχανικός στο κρουαζιερόπλοιο «Galaxy», γνώρισε τον Νοέµβριο του 1997, στη διάρκεια ενός ταξιδιού του, την 29χρονη Τζούλι Μαρί Σκάλι, πρώην µοντέλο, παντρεµένη επτά χρόνια µε τον δεύτερο σύζυγό της και µητέρα ενός 3χρονου κοριτσιού.

Ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος και παράφορος. Μάλιστα, η Τζούλι µέσα σε διάστηµα λίγων µηνών πήρε διαζύγιο, παραχώρησε την κηδεµονία της κόρης της στον πρώην σύζυγό της, άφησε την Αµερική όπου ζούσε και ήρθε στην Ελλάδα, και συγκεκριµένα στην Καβάλα, προκειµένου να ζήσει µε τον Σκιαδόπουλο, ο οποίος αποφάσισε να αφήσει το ναυτικό και να εργαστεί ως ταξιτζής, προκειµένου να είναι συνέχεια κοντά στη γυναίκα που «αγαπούσε».

Σηµειώνεται πως η µητέρα της Τζούλι δεν συµπάθησε τον Σκιαδόπουλο από την πρώτη στιγµή που τον γνώρισε, καθώς πίστευε ότι ο απώτερος στόχος του ήταν να χωρίσει την κοπέλα από τον σύζυγό της, ώστε να «τρώνε» µαζί τη µεγάλη διατροφή που θα της έδινε. Σύντοµα η Τζούλι άρχισε να έχει τύψεις που άφησε την κόρη της κι έτσι σχεδίαζε να πραγµατοποιήσει ταξίδι στην Αµερική, για να τη συναντήσει. Ωστόσο, ο Σκιαδόπουλος δεν έβλεπε µε καλό µάτι αυτή την επιθυµία της «αγαπηµένης» του, καθώς φοβόταν ότι, αν εκείνη πήγαινε στην Αµερική, µπορεί να µην επέστρεφε ποτέ ξανά στην Ελλάδα. Σηµειώνεται ότι το ζευγάρι, το οποίο όσο περνούσε ο καιρός καβγάδιζε και πιο συχνά, δεν µπορούσε να µετακοµίσει µαζί στην Αµερική, γιατί ο Σκιαδόπουλος δεν είχε ολοκληρώσει τη στρατιωτική του θητεία.

Το έγκληµα

Η τελευταία διαµάχη µεταξύ του Σκιαδόπουλου και της Τζούλι έλαβε χώρα στις 8 Ιανουαρίου του 1999, την ώρα που το ζευγάρι ταξίδευε οδικώς από την Καβάλα προς την Αθήνα και µιλούσε για τα µελλοντικά του σχέδια. Πάνω στον τσακωµό, ο Σκιαδόπουλος βγήκε απότοµα µε το αµάξι του από την εθνική οδό σε έναν χωµατόδροµο κοντά σε µια λίµνη. Αµέσως µετά, έσφιξε τον λαιµό της Τζούλι που φώναζε και τη στραγγάλισε. Αρχικά, ο δράστης επιχείρησε να κάψει το πτώµα της, αλλά δεν τα κατάφερε. Στη συνέχεια, πήγε στο σπίτι της γιαγιάς του, πήρε µια µεγάλη βαλίτσα και έβαλε µέσα τη σορό του άτυχου µοντέλου. Επειδή, όµως, το κεφάλι εξείχε, το έκοψε µε σιδεροπρίονο. Επειτα, επέστρεψε στην εθνική οδό, πέταξε τη βαλίτσα µε το ακέφαλο πτώµα στη λίµνη και το κεφάλι της κοπέλας στη θάλασσα.

Επί 18 ηµέρες ο Σκιαδόπουλος προσπαθούσε να κρύψει το έγκληµά του. Κατασκεύασε την ιστορία µε την εξαφάνιση της Τζούλι στην Οµόνοια, άλλαξε τις ηµεροµηνίες λέγοντας ότι το ταξίδι τους στην Αθήνα έγινε στις 10 Ιανουαρίου και την αναζητούσε εναγωνίως στην τηλεόραση. Συγκεκριµένα, έβγαινε σε τηλεοπτικά παράθυρα και εκποµπές και «συντετριµµένος» εκλιπαρούσε τον κόσµο να δώσει όσα στοιχεία γνώριζε για την εξαφάνιση της συντρόφου του. Κάποια στιγµή, όµως, στις καταθέσεις του άρχισε και έπεφτε σε αντιφάσεις, µέχρι που τελικά οµολόγησε ότι ο ίδιος τη σκότωσε.«Ναι, τη σκότωσα γιατί δεν άντεχα να την αποχωριστώ ούτε για µία ώρα», είπε στους αστυνοµικούς.

Στη συνέχεια, υπέδειξε πού πέταξε το πτώµα της Τζούλι, µε το κεφάλι της κοπέλας να µην εντοπίζεται ποτέ και τον πρώην σύζυγό της να φτάνει στην Ελλάδα για να παραλάβει τη σορό της. Πρωτοδίκως ο Σκιαδόπουλος καταδικάστηκε το 1999 σε ισόβια κάθειρξη. Το 2002 στο Εφετείο η ποινή του µειώθηκε σε 23 χρόνια λόγω προτέρου εντίµου βίου και καλής διαγωγής µετά την πράξη. Τελικά, αποφυλακίστηκε το 2009 µε περιοριστικούς όρους και πλέον έχει παντρευτεί και δηµιουργήσει τη δική του επιχείρηση, η οποία διακρίθηκε το 2020 σε πανελλήνιο επίπεδο.

Ο Τύπος της εποχής

Η δολοφονία της Τζούλι Μαρί Σκάλι χαρακτηρίστηκε «φρικτή» από τα έντυπα της εποχής, κυρίως εξαιτίας των όσων ακολούθησαν µετά το έγκληµα µε τη σορό της άτυχης κοπέλας.

Μάλιστα, σύµφωνα µε ρεπορτάζ της εφηµερίδας «Απογευµατινή», ο Σκιαδόπουλος «είχε αδυναµία…στους λαιµούς», αφού είχε αποπειραθεί και στο παρελθόν να πνίξει Ολλανδή φίλη του στο κρουαζιερόπλοιο όπου εργαζόταν, η οποία σώθηκε χάρη στην άµεση επέµβαση µελών του πληρώµατος. Με το ειδεχθές έγκληµα, πέρα από τον ελληνικό Τύπο, ασχολήθηκε και ο ξένος, λόγω της καταγωγής του θύµατος.