Στις φλόγες η Μέση Ανατολή για περισσότερο από 30 χρόνια

Η «Απογευµατινή» µέσα από το ιστορικό της αρχείο θυµάται τις συρράξεις που σηµειώθηκαν στην ευρύτερη περιοχή τις δεκαετίες του 1990 και του 2000
11:17 - 2 Ιουλίου 2025

Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή τα τελευταία 24ωρα κλιµακώνεται επικίνδυνα, µε τις ΗΠΑ να βοµβαρδίζουν τις προηγούµενες µέρες στόχους ακόµα και µέσα στην Τεχεράνη και το Ιράν να απαντά µε χτυπήµατα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, βάλλοντας και αµερικανικούς στόχους. Χαρακτηριστικό, µάλιστα, παράδειγµα οι επιθέσεις που σηµειώθηκαν το βράδυ της προηγούµενης ∆ευτέρας σε Σαουδική Αραβία, Ντόχα, Κατάρ και Ιράκ.

Είναι ενδεικτικό ότι οι Ιρανοί έβαλαν στο στόχαστρο την αµερικανική βάση Al Udeid, η οποία ωστόσο είχε εκκενωθεί από τους Αµερικανούς. Επιπρόσθετα, η βάση Qasrak στη βορειοανατολική Συρία τέθηκε σε επιφυλακή λόγω ενδεχόµενου ιρανικού χτυπήµατος. Tην ίδια ώρα, υπό τον φόβο γενικευµένης κλιµάκωσης που θα οδηγήσει ακόµα περισσότερο σε αχαρτογράφητα νερά, Σαουδική Αραβία, Μπαχρέιν και άλλες χώρες του Κόλπου έκλεισαν τους εναέριους χώρους τους. Με αφορµή τα όσα διαδραµατίζονται στη Μέση Ανατολή, η «Κυριακάτικη Απογευµατινή» µέσα από το ιστορικό αρχείο της θυµάται τις συρράξεις που αναστάτωσαν τη συγκεκριµένη περιοχή στα ’90s και στα ’00s.

Α’ Πόλεµος του Κόλπου

Στις 2.8.1990 το Ιράκ, αφού εισέβαλε στο Κουβέιτ, το κατέλαβε. Αµέσως σχηµατίστηκε µία συµµαχική δύναµη αποτελούµενη από 35 κράτη, µε πρωτοβουλία των ΗΠΑ και υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Οι συµµαχικές δυνάµεις στις 27 Φεβρουαρίου 1991 κατάφεραν να απελευθερώσουν τη χώρα. Ηταν ο πρώτος τηλεοπτικός πόλεµος στην ιστορία, καθώς µέσω του CNN µπήκε σε όλα τα σπίτια παγκοσµίως. Πήρε την ονοµασία «Καταιγίδα της Ερήµου». Η σύρραξη ξεκίνησε όταν το Κουβέιτ αποφάσισε να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου κατά 40%. Τότε το Ιράκ αντέδρασε και εισέβαλε στη χώρα, καθώς πάντα θεωρούσε ότι ανήκε στην επικράτειά του. Ο Σαντάµ Χουσεΐν πίστεψε ότι θα είχε την ανοχή των Αµερικανών, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ. Οι ΗΠΑ κατέφυγαν στο Συµβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο επέβαλε κυρώσεις στη Βαγδάτη.

Η Ουάσινγκτον, παράλληλα µε τις διπλωµατικές προσπάθειες, άρχισε να αναπτύσσει στρατιωτικές δυνάµεις στη Σαουδική Αραβία, φοβούµενη νέα εισβολή του Ιράκ στην πρώτη πετρελαιοπαραγωγό χώρα του κόσµου, µε την οποία είχε διαφορές. Στις 29.11 το Σ.Α. άναψε το «πράσινο φως» για στρατιωτική επέµβαση. Μάλιστα είχε δώσει προθεσµία έως τις 15 Ιανουαρίου 1991 στο Ιράκ να αποσύρει τις δυνάµεις του από το εµιράτο. Ανάµεσα στις 35 χώρες βρισκόταν και η Ελλάδα, η οποία έστειλε µία φρεγάτα στον Κόλπο και παρείχε στρατιωτικές διευκολύνσεις κυρίως µε τη βάση της Σούδας.

Ο Μπους ο πρεσβύτερος πήρε το «Ο.Κ.» από το Κογκρέσο και έτσι οι ΗΠΑ µπήκαν στη µάχη. Με αρχηγό τον Αµερικανό στρατηγό Νόρµαν Σβάρτσκοπφ, η συµµαχική δύναµη αριθµούσε 1.000.000 στρατιώτες, 1.820 αεροσκάφη, 3.318 τανκς, 8 αεροπλανοφόρα και µεγάλο αριθµό πολεµικών πλοίων. Στην αντίπερα όχθη, ο Σαντάµ είχε στη διάθεσή του 260.000 µάχιµους άνδρες και άλλους 800.000 σε εφεδρεία, 649 αεροσκάφη και 5.000 τανκς. Η υπεροχή των συµµαχικών δυνάµεων υπερτερούσε ποσοτικά, αλλά κυρίως ποιοτικά. Στις 17.1.91 τα «Απάτσι» κατέστρεψαν ραντάρ των Ιρακινών. Ακολούθησαν συνεχείς έξοδοι πολεµικών αεροσκαφών, που βοµβάρδισαν αεροδρόµια και στρατηγικούς στόχους, ενώ η Βαγδάτη βοµβαρδιζόταν µε πυραύλους «Τόµαχοκ» και η εικόνα αυτή έκανε τον γύρο του κόσµου µέσω του CNN.

Πέντε ώρες µετά την πρώτη συµµαχική επίθεση, ο Σαντάµ Χουσεΐν σε ραδιοφωνικό µήνυµά του διακήρυττε ότι «η µεγάλη µάχη, η µητέρα όλων των µαχών ξεκίνησε. Η αυγή της νίκης πλησιάζει». Μέσα σε λίγες µέρες η στρατιωτική υποδοµή του Ιράκ είχε καταστραφεί. Μέχρι τις 27.2.91, όταν κηρύχθηκε κατάπαυση πυρός, οι χερσαίες δυνάµεις των Συµµάχων απελευθέρωσαν το Κουβέιτ και έφθασαν 240 χιλιόµετρα από τη Βαγδάτη.  Οι απώλειες για τους Συµµάχους ήταν µικρές (358 νεκροί, 776 τραυµατίες και 41 αιχµάλωτοι) και πολύ µεγάλες για τους Ιρακινούς (25.000 νεκροί στρατιωτικοί, 100.000 άµαχοι, 75.000 τραυµατίες και 63.000 αιχµάλωτοι).

Στο Αφγανιστάν

Ο Πόλεµος στο Αφγανιστάν (2001-2021) ήταν η µακροβιότερη ένοπλη σύρραξη των αρχών του 21ου αιώνα (19 χρόνια και 10 µήνες) αλλά και ο πιο µακροχρόνιος πόλεµος στη στρατιωτική ιστορία των ΗΠΑ. ∆ιεξήχθη ανάµεσα στους Αµερικανούς και τους Ταλιµπάν και έληξε µε την απόσυρση των αµερικανικών στρατευµάτων από το Αφγανιστάν και την επανίδρυση του Ισλαµικού Εµιράτου. Ο πόλεµος ξεκίνησε µετά την άρνηση των Ταλιµπάν, οι οποίοι ήταν στην εξουσία του Αφγανιστάν, τότε, να εκδώσουν τον Οσάµα Μπιν Λάντεν, ιθύνοντα νου των τροµοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεµβρίου, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος το 2004, και ηγέτη της Αλ Κάιντα. Οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Αφγανιστάν έχοντας τη στήριξη της Βρετανίας και του Καναδά και αργότερα ακόµη 40 χωρών, ανάµεσα στις οποίες βρίσκονταν η πλειονότητα των Συµµάχων του ΝΑΤΟ.

Οι Αµερικανοί, αν και δεν κατάφεραν να συλλάβουν τον Μπιν Λάντεν, που διέφυγε στα βουνά του Ινδικού Καυκάσου, εν τούτοις παρέµειναν στη χώρα και δηµιούργησαν υπό την αιγίδα του Συµβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ τη ∆ιεθνή ∆ύναµη Αρωγής για την Ασφάλεια, εκδιώκοντας τους Ταλιµπάν από την εξουσία και εγκαθιδρύοντας το Μεταβατικό Ισλαµικό Κράτος του Αφγανιστάν (2002) στην αρχή, και την Ισλαµική ∆ηναµη, φτάνοντας το 2011 να διατηρούν 140.000 στρατιώτες στη χώρα. Εν τέλει το 2011 ο Μπιν Λάντεν εξουδετερώθηκε και ξεκίνησαν οι διεργασίες για τον τερµατισµό του πολέµου. Το 2020 φτάσαµε στη Συµφωνία της Ντόχα, όπου οι εµπλεκόµενες πλευρές υπέγραψαν συµφωνία ανακωχής. Μέχρι το 2021 οι ΗΠΑ απέσυραν τα στρατεύµατά τους και οι Ταλιµπάν απείχαν από οποιαδήποτε ένοπλη ενέργεια εναντίον των αµερικανικών και αφγανικών δυνάµεων. Ο πόλεµος έληξε και τυπικά στις 30 Αυγούστου 2021. Οταν άρχισε η αποχώρηση των αµερικανικών στρατευµάτων, οι Ταλιµπάν σταδιακά κατέλαβαν και πάλι και το Αφγανιστάν και την εξουσία.

Η εισβολή στο Ιράκ

Τόσο ο Πόλεµος του Κόλπου όσο και η αµερικανική εισβολή είχαν έναν κοινό παρονοµαστή. Ο πρώτος έγινε επί προεδρίας του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου, ενώ ο δεύτερος υπό τη διακυβέρνηση του νεότερου Μπους. Στις 19 Μαρτίου 2003 ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ µέσω διαγγέλµατός του ενηµέρωνε τους Αµερικανούς πολίτες αλλά και τον πλανήτη πως: «Οι δυνάµεις του συνασπισµού των Ηνωµένων Πολιτειών βρίσκονται στο πρώτο στάδιο στρατιωτικών επιχειρήσεων προκειµένου να αφοπλιστεί το Ιράκ, να ελευθερωθούν οι πολίτες του και να υπερασπιστούµε τον πλανήτη από θανάσιµο κίνδυνο». Ο δεύτερος Πόλεµος του Κόλπου, όπως έµεινε στην ιστορία, είχε µόλις αρχίσει. Αρχικά Αµερικανοί και Βρετανοί βοµβάρδισαν στρατιωτικούς και στρατηγικούς στόχους κυρίως στη Βαγδάτη και αµέσως µετά µε χερσαίες επιχειρήσεις κατάφεραν να κάµψουν την αντίσταση των ιρακινών δυνάµεων στο πεδίο. Μέσα σε 20 µέρες η επιχείρηση είχε πετύχει, µε τις ΗΠΑ να καταγράφουν ελάχιστες απώλειες. Ο Χουσεΐν είχε καταφέρει να διαφύγει από τη Βαγδάτη, ενώ οι µάχες συνεχίζονταν ανάµεσα σε δυνάµεις των Συµµάχων και αντάρτες.

Ο απαγχονισµός του Σαντάµ

Την Πρωτοµαγιά του 2003 ο Μπους έκανε γνωστό ότι τερµατίζεται η επιχείρηση. Παρ’ όλ’ αυτά οι έρευνες για τον εντοπισµό του Χουσεΐν συνεχίζονταν. Εν τέλει στις 13 ∆εκεµβρίου 2003 ο Χουσεΐν εντοπίστηκε από Αµερικανούς κοµάντος µέσα σε µία τρύπα που χωρούσε µόλις έναν άνθρωπο λίγο έξω από την πόλη Τικρίτ, στα βόρεια του Ιράκ. Ο Χουσεΐν οδηγήθηκε σε κρησφύγετο της CIA, όπου πράκτορες της µυστικής υπηρεσίας τον ανέκριναν χωρίς αποτέλεσµα. Ακολούθως ανέλαβε δράση το FBI. Πιο συγκεκριµένα, καθήκοντα ανακριτή ανέλαβε ο Τζορτζ Πίρο, ο οποίος επί επτά µήνες έγινε ο άνθρωπος στον οποίο θα του ανοιγόταν ο Σαντάµ. Μάλιστα του είπε ότι η Βαγδάτη δεν είχε όπλα µαζικής καταστροφής λόγω της κακής οικονοµικής κατάστασης.

Επίσης είχε προσθέσει ότι ήθελε να επιτεθεί στο Ιράν και όχι στις ΗΠΑ. Ακόµη παραδέχθηκε ότι κατά τη διακυβέρνησή του χιλιάδες πολίτες δολοφονήθηκαν και βασανίστηκαν. Το τέλος του ήταν µαρτυρικό, καθώς καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισµού. Οσον αφορά τις αµερικανικές απώλειες, αυτές ξεπέρασαν τις 5.000, ενώ ανυπολόγιστος παραµένει ο θάνατος αµάχων.

Κυριακάτικη Απογευματινή