Η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) είναι σήμερα ο πιο ισχυρός πολιτικός σχηματισμός της αντιπολίτευσης στη χώρα, κατακτώντας μάλιστα την κορυφή κάποιων δημοσκοπήσεων – λίγο μπροστά από το κεντροδεξιό κόμμα του νυν καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς – τις εβδομάδες μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές του περασμένου Φεβρουαρίου.
Την ίδια στιγμή όμως το AfD αντιμετωπίζει αυξανόμενες εκκλήσεις για πλήρη απαγόρευση. Τον Μάιο, η εσωτερική υπηρεσία πληροφοριών της χώρας χαρακτήρισε επίσημα το AfD ως εξτρεμιστική οργάνωση που απειλεί τη δημοκρατία. Σε μια έκθεση 1.100 σελίδων, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία για την Προστασία του Συντάγματος (BfV) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κόμμα είναι ρατσιστικό, αντιμουσουλμανικό και θεωρεί κατώτερα ολόκληρα τμήματα του πληθυσμού της Γερμανίας.
Αυτή η έρευνα, η οποία επιτρέπει στην BfV να παρακολουθεί καλύτερα τον σχηματισμό, έχει αναζωπυρώσει τις προσπάθειες απαγόρευσης του κόμματος, παρά το γεγονός ότι προσέλκυσε ένα σημαντικό 20,8% των ψήφων στις εθνικές εκλογές του Φεβρουαρίου – την καλύτερη επίδοση ακροδεξιού κόμματος στη χώρα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επίσης, το AfD έχει τύχει ένθερμης υποστήριξης από την αμερικανική κυβέρνηση, με τον Ίλον Μασκ – όταν ακόμη υποστήριζε τον Ντόναλντ Τραμπ – να προτρέπει τους Γερμανούς να ψηφίσουν το κόμμα ενόψει των εκλογών του Φεβρουαρίου. Πιο πρόσφατα, τόσο ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζ. Ντ. Βανς, όσο και ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο επέκριναν την απόφαση της Γερμανίας να χαρακτηρίσει το AfD ως εξτρεμιστικό.
Η διαδικασία
Για να ξεκινήσει η διαδικασία απαγόρευσης ενός κόμματος, πρέπει να υποβληθεί επίσημο αίτημα στο ομοσπονδιακό δικαστήριο. Αυτό το αίτημα μπορεί να υποβληθεί μόνο από την την κυβέρνηση, την κάτω βουλή του γερμανικού κοινοβουλίου (Bundestag), ή το νομοθετικό σώμα που εκπροσωπεί τα 16 περιφερειακά κρατίδια της χώρας (Bundesrat).
Στη συνέχεια, το δικαστήριο αποφασίζει εάν θα κινήσει τη διαδικασία ή θα απορρίψει την αίτηση ως αβάσιμη.Η διεξαγωγή μιας τέτοιας δίκης απαιτεί την εξέταση χιλιάδων σελίδων αποδεικτικών στοιχείων και ακροάσεις μαρτύρων, ώστε να διαπιστωθεί αν το κόμμα παραβιάζει το σύνταγμα στην πράξη, εξηγεί ο Χόλτερχους.
Το δικαστήριο στη συνέχεια, με πλειοψηφία δύο τρίτων, μπορεί να κηρύξει ένα κόμμα αντισυνταγματικό. Σε αυτήν την περίπτωση, το κόμμα διαλύεται και απαγορεύεται να συμμετέχει σε οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα. Του απαγορεύεται επίσης να δημιουργήσει υποκατάστατες οργανώσεις.
Στην πράξη, εάν το AfD απαγορευόταν, οι εν ενεργεία βουλευτές του θα έχαναν αυτόματα την έδρα τους σε περιφερειακό και ομοσπονδιακό επίπεδο, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Από τις 152 έδρες που διαθέτει σήμερα το AfD στην Ομοσπονδιακή Βουλή , οι 42 είναι άμεσες έδρες, όπου οι αντίστοιχοι υποψήφιοι κέρδισαν ξεχωριστά στις περιφέρειές τους με πλειοψηφία. Σε αυτές τις περιφέρειες οι πολίτες θα πρέπει να ψηφίσουν ξανά για να καλυφθούν οι έδρες με υποψηφίους από άλλα κόμματα. Οι υπόλοιπες 110 έδρες του AfD, οι οποίες κατανέμονται με σύστημα κομματικής λίστας, θα παραμείνουν κενές μέχρι τις επόμενες εκλογές. Ομοίως, οι έδρες του AfD στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα παραμείνουν κενές. Καθίσταται προφανές, ότι μια τέτοια εξέλιξη θα είχε ως αποτέλεσμα μια αναδιαμόρφωση των κομματικών αναλογιών στην Bundestag.
Κατά το παρελθόν, το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έχει απαγορεύσει μόνο δύο κόμματα στην ιστορία της χώρας – και τα δύο ήταν στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ράιχ, το διάδοχο σχήμα του Ναζιστικού Κόμματος, τέθηκε εκτός νόμου το 1952 και τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1956, το ακροαριστερό Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας (KPD) τέθηκε επίσης εκτός νόμου.
Οι επανειλημμένες προσπάθειες – το 2003, το 2016 και το 2021 – για την απαγόρευση του νεοναζιστικού Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (NPD) απέτυχαν. Παρόλο που το δικαστήριο το 2017 αναγνώρισε ανοιχτά ότι το κόμμα ήταν αντισυνταγματικό, διαπίστωσε ότι δεν αποτελούσε σημαντική απειλή για τη συνταγματική τάξη. Τον Ιανουάριο του 2024, το δικαστήριο ενέκρινε το πάγωμα της κρατικής χρηματοδότησης του NPD για έξι χρόνια.