Την επιβολή δασμού 30% στα προϊόντα που εισάγονται την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Μεξικό από την 1η Αυγούστου, ανακοίνωσε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ σε δύο ξεχωριστές επιστολές που ανάρτησε στην πλατφόρμα του, Truth Social.
Επιπλέον, επέκρινε τόσο τους δασμολογικούς όσο και τους μη δασμολογικούς εμπορικούς φραγμούς ως πρόσθετους λόγους για την επιβολή δασμών. Για να εξετάσει το ενδεχόμενο μείωσής τους, ζήτησε από την ΕΕ να προσφέρει «πλήρη, ανοιχτή πρόσβαση στην αγορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, χωρίς να μας επιβάλλονται δασμοί». Οι νέες εξελίξεις έφεραν και νέες διαφωνίες στο εσωτερικό της Ένωσης.
Στην πρώτη αντίδρασή της, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, σημείωσε την ετοιμότητα της ΕΕ να συνεχίσει να εργάζεται για μια συμφωνία έως την 1η Αυγούστου. Αν και έκανε λόγο για λήψη αντίμετρων, εντούτοις δήλωσε πως μέχρι στιγμής αυτά αναστέλλονται και η Ένωση επικεντρώνεται στην προσπάθεια σύναψης μίας νέας συμφωνίας με τις ΗΠΑ.
Η ίδια ξεκαθάρισε ότι, προς το παρόν, δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού «μηχανισμού κατά του εξαναγκασμού», ενός εργαλείου που επιτρέπει στην ΕΕ να απαντά με μέτρα πέραν των παραδοσιακών δασμών (όπως περιορισμούς στο εμπόριο ή τις υπηρεσίες) σε περιπτώσεις εμπορικής πίεσης από τρίτες χώρες.
Άλλωστε ουκ ολίγοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι σχολιάζουν τις τελευταίες ημέρες πως τα μέτρα του Τραμπ αποτελούν περισσότερο μία «τακτική διαπραγματεύσεων» παρά μία μόνιμη απόφαση.
Αποφασιστικά
Πάντως, οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών αντιδρούν με διαφορετική ένταση στις πρωτοβουλίες των ΗΠΑ. Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, άσκησε έντονη κριτική στον Τραμπ και κάλεσε την Κομισιόν να αντιδράσει σθεναρά θεσμοθετώντας αντίμετρα, ενώ πρόσθεσε πως «πλέον περισσότερο από ποτέ εναπόκειται στην Επιτροπή να επιβεβαιώσει τη δέσμευση της Ένωσης να υπερασπιστεί αποφασιστικά τα ευρωπαϊκά συμφέροντα».
Σε ανάλογο πνεύμα κινήθηκαν και οι δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, Λαρς Κλινγκμπάιλ, που είπε πως η ΕΕ πρέπει να λάβει «αποφασιστικά» μέτρα κατά των ΗΠΑ στην περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων για τους δασμούς.
«Αν δεν επιτευχθεί μία δίκαιη διαπραγματευτική λύση, τότε θα πρέπει να λάβουμε αποφασιστικά αντίμετρα για την προστασία των θέσεων εργασίας και των εταιρειών στην Ευρώπη», δήλωσε ο Κλινγκμπάιλ στη γερμανική εφημερίδα «Sueddeutsche Zeitung». «Τα χέρια μας παραμένουν απλωμένα, αλλά δεν θα δεχθούμε ό,τι μας προτείνουν», πρόσθεσε ο ίδιος.
Σε πιο ήπιους τόνους κινήθηκε η ακροδεξιά κυβέρνηση της Ιταλίας: «Είναι αποφασιστικής σημασίας να παραμείνουμε προσηλωμένοι στις εμπορικές διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ, προκειμένου να αποφύγουμε περαιτέρω πόλωση», ανέφερε το γραφείο της Ιταλίδας πρωθυπουργού, Τζόρτζια Μελόνι.
Επιπτώσεις
Η Γερμανία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των επιπτώσεων της εμπορικής επίθεσης των ΗΠΑ, καθώς η οικονομία της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως στη βιομηχανία, τη χημική, τη φαρμακευτική, την αυτοκινητοβιομηχανία, τη χαλυβουργία και την κατασκευή εργαλειομηχανών.
Στην Ιταλία ο σύνδεσμος Coldiretti υπολόγισε πως τα νέα μέτρα θα έχουν αντίκτυπο ύψους 2,3 δισ. ευρώ και θα πλήξουν όχι μόνο τους Ιταλούς εργαζόμενους αλλά και τους Αμερικανούς καταναλωτές.
«Η μείωση της κατανάλωσης μεταφράζεται αναπόφευκτα σε απούλητα προϊόντα για τις ιταλικές επιχειρήσεις, που θα αναγκαστούν να αναζητήσουν νέες αγορές», εξήγησε, υπογραμμίζοντας «τον κίνδυνο απομιμήσεων» και το ότι οι ΗΠΑ «είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως τροφίμων με ψευδή ετικέτα ”Made in Italy”».
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Coldiretti, με τους δασμούς 30%, οι τιμές ορισμένων εμβληματικών προϊόντων που παράγονται στην Ιταλία, όπως τα τυριά, τα κρασιά, οι επεξεργασμένες τομάτες, τα γεμιστά ζυμαρικά, γλυκά όπως οι μαρμελάδες σε κονσέρβες και άλλα, θα αυξηθούν δραματικά.
Τηλέμαχος Σεβαστάκης
Εφημερίδα Απογευματινή