Οι αρχηγοί των γενικών επιτελείων των 32 κρατών-μελών του ΝΑΤΟ πραγματοποίησαν σήμερα τηλεδιάσκεψη με βασικό αντικείμενο το μέλλον της Ουκρανίας και τις πιθανές διαστάσεις μιας μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής ασφαλείας. Η συζήτηση αυτή έρχεται σε συνέχεια της δέσμευσης του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ότι η Ουάσινγκτον θα συμβάλει στην προστασία της Ουκρανίας, όχι όμως μέσω ένταξής της στη Συμμαχία.
Το όριο της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ
Η ουκρανική ηγεσία επιδιώκει σταθερά την ένταξη στο ΝΑΤΟ, αλλά η προοπτική αυτή έχει αποκλειστεί σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Ο ίδιος ο Τραμπ το ξεκαθάρισε δημοσίως, ενώ και αρκετά κράτη-μέλη –όπως η Σλοβακία– σιωπηρά αντιτίθενται, εκφράζοντας φόβους για κλιμάκωση που θα έθετε σε άμεσο κίνδυνο την ευρωπαϊκή ασφάλεια, δεδομένου του τεράστιου ρωσικού πυρηνικού οπλοστασίου. Έτσι, το ερώτημα μετατίθεται από την «ολοκληρωμένη προστασία μέσω ΝΑΤΟ» σε ένα «υβριδικό σχήμα εγγυήσεων».
Στο κενό που αφήνει η μη διεύρυνση, αναδύεται ο λεγόμενος «Συνασπισμός των Προθύμων», με ηγετικό ρόλο από τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Πρόκειται για μια άτυπη συμμαχία άνω των 30 κρατών που συζητά τρόπους στήριξης της Ουκρανίας μετά από πιθανή ειρηνευτική συμφωνία. Η πολιτική βαρύτητα του σχήματος είναι μεγάλη, αλλά το ζήτημα παραμένει αν μπορεί να μετουσιωθεί σε αξιόπιστο μηχανισμό αποτροπής έναντι της Ρωσίας.
Επιλογές και περιορισμοί
Οι προτάσεις που συζητούνται περιλαμβάνουν διαφορετικά επίπεδα εμπλοκής:
- Αστυνόμευση εναέριου χώρου: ανάπτυξη αεροσκαφών από βάσεις στην Πολωνία ή τη Ρουμανία, με συμμετοχή των ΗΠΑ. Ωστόσο, χωρίς σαφείς κανόνες εμπλοκής, η αποστολή κινδυνεύει να μείνει σε επίπεδο συμβολισμού.
- Ναυτικές περιπολίες στη Μαύρη Θάλασσα: για τον περιορισμό του ρωσικού στόλου και τη διασφάλιση των θαλάσσιων διαδρόμων εμπορίου από λιμάνια όπως η Οδησσός.
- Ανάπτυξη χερσαίων δυνάμεων: η πλέον περίπλοκη και αμφιλεγόμενη επιλογή. Με μέτωπο που εκτείνεται σε πάνω από 1.000 χλμ., θα απαιτούνταν χιλιάδες στρατιώτες. Ο στρατηγός ε.α. Μπεν Χότζες υποστηρίζει ότι μόνο μεγάλης κλίμακας ευρωπαϊκή δύναμη θα μπορούσε να προσφέρει αποτελεσματική αποτροπή – κάτι που θεωρείται μη ρεαλιστικό πολιτικά και επιχειρησιακά.
Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στο δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι δυτικές δυνάμεις: πώς να εγγυηθούν την ασφάλεια της Ουκρανίας με τρόπο αξιόπιστο και αποτρεπτικό, χωρίς όμως να προκαλέσουν την άμεση αντίδραση της Μόσχας και χωρίς να δεσμευτούν σε μια μακροχρόνια και δαπανηρή στρατιωτική παρουσία. Η ισορροπία ανάμεσα στην αποτροπή και την αποφυγή άμεσης σύγκρουσης με τη Ρωσία θα καθορίσει το τελικό πλαίσιο.
Γιατί ο Πούτιν διστάζει να συναντήσει τον Ζελένσκι
Η άρνηση Πούτιν να συναντήσει τον Ζελένσκι δεν είναι απλώς τακτική, αλλά στρατηγική: προκύπτει από την ανάγκη να διαφυλάξει το αφήγημα περί «ανύπαρκτης ουκρανικής κρατικής υπόστασης» και να αποφύγει πολιτικό κόστος στο εσωτερικό. Στο μεταξύ, η Μόσχα ποντάρει στον ρόλο Τραμπ ως μοχλού πίεσης προς το Κίεβο και επιλέγει μορφές διαλόγου που διατηρούν το πλεονέκτημα στο δικό της γήπεδο.
Η συζήτηση για μια πιθανή απευθείας συνάντηση ανάμεσα στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν και τον Ουκρανό ομόλογό του Βολοντίμιρ Ζελένσκι αναζωπυρώθηκε μετά τις επαφές του Ντόναλντ Τραμπ με Ευρωπαίους αξιωματούχους στην Ουάσινγκτον. Ωστόσο, όπως επισημαίνει το CNN, η Μόσχα δεν έχει κανέναν λόγο να συναινέσει σε αυτό το στάδιο, με αποτέλεσμα η «αισιόδοξη εικόνα» που δημιουργήθηκε αρχικά να καταρρεύσει μέσα σε λίγες ώρες.
Η γλώσσα του Κρεμλίνου
Η επίσημη τοποθέτηση του συμβούλου Γιούρι Ουσακόφ περί «αναβάθμισης του επιπέδου των εκπροσώπων» και η δήλωση του Σεργκέι Λαβρόφ ότι οι συνομιλίες «απαιτούν ιδιαίτερη προετοιμασία» ερμηνεύονται ως σαφές μήνυμα αποστασιοποίησης. Στην πρακτική του Κρεμλίνου, η φράση αυτή συνιστά άρνηση χωρίς ρήξη: μια επιλογή που αφήνει περιθώριο για μελλοντικούς ελιγμούς αλλά απορρίπτει το ενδεχόμενο ηγετικών επαφών στο άμεσο μέλλον.
Η απροθυμία του Πούτιν έχει και εγχώρια ρίζα. Όπως εξηγεί η Ορύσια Λούτσεβιτς (Chatham House), η παρουσία του στο ίδιο τραπέζι με τον Ζελένσκι θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση ενός προέδρου που η ρωσική προπαγάνδα χαρακτηρίζει «παράνομο», «μαριονέτα της Δύσης» και «ναζί». Έπειτα από χρόνια συστηματικής δαιμονοποίησης μέσω κρατικών ΜΜΕ, μια τέτοια εικόνα θα συνιστούσε ρήγμα στο αφήγημα που στηρίζει την εσωτερική νομιμοποίηση του πολέμου.
Ζήτημα νομιμότητας και «εκλογικού όρου»
Το Κρεμλίνο αμφισβητεί συστηματικά τη νομιμότητα του Ουκρανού ηγέτη, εστιάζοντας στην αναβολή των εκλογών λόγω στρατιωτικού νόμου. Στα τελευταία ρωσικά «ειρηνευτικά μνημόνια» τίθεται ως προϋπόθεση η διεξαγωγή εκλογών πριν από οποιαδήποτε τελική συμφωνία. Αυτή η θέση επιτρέπει στη Μόσχα να εμφανίζεται ως θεματοφύλακας της «δημοκρατικής κανονικότητας», ενώ στην πραγματικότητα λειτουργεί ως εργαλείο απονομιμοποίησης του Ζελένσκι.
Η Τατιάνα Στανόβαγια (Carnegie, R.Politik) υπογραμμίζει ότι για τον Πούτιν η Ουκρανία αποτελεί δευτερεύουσα διάσταση ενός πολέμου που εστιάζει κυρίως στην αντιπαράθεση με τη Δύση. Μια συνάντηση με τον Ζελένσκι δεν έχει ουσιαστικό στρατηγικό κίνητρο, εκτός αν προεξοφλείται επιτυχία – δηλαδή αν το Κίεβο έδειχνε προθυμία να συζητήσει τις ρωσικές απαιτήσεις περί εδαφικών παραχωρήσεων.
Ο ρόλος Τραμπ ως «διευκολυντή»
Σύμφωνα με την ίδια αναλύτρια, η μόνη περίπτωση που θα μπορούσε να αλλάξει η στάση του Πούτιν είναι αν ο Τραμπ λειτουργούσε ως «διευκολυντής» των ρωσικών αιτημάτων, πιέζοντας το Κίεβο για ευελιξία. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει ήδη αφήσει να εννοηθεί ότι «κανόνισε κάπως» μια συνάντηση, αλλά οι επόμενες δηλώσεις του έδειξαν επίγνωση ότι το εγχείρημα δεν εξαρτάται από τον ίδιο.
Η Μόσχα, σύμφωνα με το CNN, μπορεί να επιλέξει ενδιάμεσες μορφές διαλόγου – όπως συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη με αντιπροσωπείες υψηλού επιπέδου (Ουσακόφ, Λαβρόφ) – αποφεύγοντας όμως το συμβολικό βάρος μιας συνάντησης κορυφής. Παράλληλα, διατηρεί την πίεση στο πεδίο με επιθέσεις drones και πυραύλων, υπενθυμίζοντας ότι η στρατιωτική ισχύς αποτελεί πάντα την εναλλακτική.