ΗΠΑ και Βρετανία υπέγραψαν ιστορική συμφωνία συνεργασίας 170 δισ. ευρώ

Μαζικές επενδύσεις από αμερικανικούς κολοσσούς, αλλά και επικρίσεις για εξάρτηση από τη Σίλικον Βάλεϊ
17:52 - 18 Σεπτεμβρίου 2025
ΗΠΑ και Βρετανία

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ υπέγραψαν τη «Συμφωνία Τεχνολογικής Ευημερίας», με στόχο τη στρατηγική συνεργασία σε τομείς αιχμής, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, οι κβαντικοί υπολογιστές και η πυρηνική ενέργεια.

Η συμφωνία συνοδεύεται από δέσμευση επενδύσεων ύψους 150 δισ. λιρών (173 δισ. ευρώ), με την κυβέρνηση να προβλέπει τη δημιουργία 7.600 θέσεων εργασίας.

Microsoft, Google και Nvidia στην πρώτη γραμμή

Η Microsoft σχεδιάζει επενδύσεις 30 δισ. δολαρίων σε διάστημα τεσσάρων ετών – το μεγαλύτερο πακέτο εκτός ΗΠΑ στην ιστορία της.

Η Google θα διαθέσει 5 δισ. λίρες για έρευνα στην τεχνητή νοημοσύνη και νέες υποδομές, ενώ η Nvidia σε συνεργασία με CoreWeave και Nscale θα δημιουργήσει υπερυπολογιστή αξίας 11 δισ. λιρών, τον μεγαλύτερο στην Ευρώπη.

Παράλληλα, η Blackstone προγραμματίζει επενδύσεις 90 δισ. λιρών σε data centers, ενώ η Prologis θα κατευθύνει 3,9 δισ. στη βιοεπιστήμη και στην προηγμένη μεταποίηση.

Νέες θέσεις εργασίας

Η Palantir ετοιμάζει επενδύσεις 1,5 δισ. λιρών στον τομέα της άμυνας, με 350 νέες θέσεις εργασίας, ενώ η Amentum προγραμματίζει 3.000 θέσεις από τη Γλασκώβη έως τα Μίντλαντς.

Η Boeing, από την πλευρά της, θα μετασκευάσει δύο αεροσκάφη 737 στο Μπέρμιγχαμ για την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ – η πρώτη τέτοια παραγωγή στη Βρετανία εδώ και 50 χρόνια.

Η συμφωνία υπογράφηκε στο Τσέκερς, με τον Τραμπ να μιλά για «άθραυστο δεσμό» και τον Στάρμερ να χαρακτηρίζει τη συμφωνία «ιστορική και ζωτικής σημασίας». Το κλίμα υπογράμμισε και το δείπνο στο Κάστρο του Γουίνδσορ παρουσία του βασιλιά Καρόλου.

Οι πρώτες αντιδράσεις και οι επιφυλάξεις

Παρά το κλίμα αισιοδοξίας, δεν έλειψαν οι επικριτικές φωνές. Ο σερ Νικ Κλεγκ χαρακτήρισε το πακέτο «ψίχουλα από το τραπέζι της Σίλικον Βάλεϊ», επισημαίνοντας τον κίνδυνο υπερβολικής εξάρτησης από τις ΗΠΑ.

Την ίδια ώρα, μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες όπως η Merck και η AstraZeneca παγώνουν επενδύσεις λόγω δυσκολιών στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου.