Η Γαλλία βιώνει μια κρίση που δεν είναι πια συγκυριακή είναι συστημική. Οι αλλεπάλληλες παραιτήσεις πρωθυπουργών, η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης και η κατάρρευση κάθε προσπάθειας συνεννόησης στο Κοινοβούλιο συνθέτουν το πορτρέτο μιας χώρας που έχει χάσει τον πολιτικό της προσανατολισμό. Οι πέντε παραιτήσεις πρωθυπουργών μέσα σε δύο χρόνια, με τελευταία την παραίτηση του Σεμπαστιάν Λεκορνί σε λιγότερο από 24 ώρες μετά τη συγκρότηση κυβέρνησης, δεν είναι απλώς ένα ρεκόρ πολιτικής αστάθειας, αλλά ένδειξη της θεσμικής κόπωσης που απειλεί τη Γαλλική Δημοκρατία.
Γιατί το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο πρόσωπο του πρωθυπουργού, αλλά στη δομή της εξουσίας στη Γαλλία σήμερα.
Eτσι, με όποια κριτήρια κι αν επιλέγει πρωθυπουργό ο Εμ. Μακρόν, το αποτέλεσμα καταλήγει και πάλι στο μηδέν και
στην παραίτηση του πρωθυπουργού.
Το συνταγματικό πλαίσιο
Το γαλλικό Σύνταγμα δίνει στον πρόεδρο διευρυμένες εξουσίες, μία από τις οποίες είναι να διορίζει και πρωθυπουργό. Ο Μακρόν μπορεί να επιλέξει όποιον θεωρεί ικανό να ηγηθεί της κυβέρνησης, όμως κανένας πρωθυπουργός δεν μπορεί να κυβερνήσει χωρίς πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση.
Αυτό ακριβώς είναι το σημείο στο οποίο σκοντάφτει το Παρίσι εδώ και μήνες, καθώς το Κοινοβούλιο είναι κατακερματισμένο σε τρία μπλοκ: το κεντροδεξιό του Μακρόν, τη συμμαχία της Αριστεράς με το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, και το ακροδεξιό με τον Εθνικό Συναγερμό της Λεπέν. Κανείς δεν διαθέτει πλειοψηφία και κανείς δεν δείχνει πρόθυμος να συνεργαστεί.
Ετσι, κάθε νέος πρωθυπουργός ξεκινά τη θητεία του γνωρίζοντας ότι η κυβέρνησή του είναι καταδικασμένη σε θεσμική ομηρία. Δεν μπορεί να ψηφίσει προϋπολογισμό, δεν μπορεί να νομοθετήσει και δεν μπορεί να σταθεί πολιτικά. Η πολιτική κατάσταση στη Γαλλία προσομοιάζει πλέον με «γόρδιο δεσμό», που δεν λύνεται, αλλά κόβεται με πολύ συγκεκριμένο και οριστικό τρόπο: την παραίτηση του προέδρου Μακρόν και την προκήρυξη πρόωρων προεδρικών εκλογών, περίπου δύο χρόνια πριν από τη λήξη της συνταγματικής θητείας.
Ο Μακρόν είναι πολιτικός του ρίσκου και του στοιχήματος. Ομως αυτή τη φορά ο τζόγος τού γύρισε μπούμερανγκ. Μετά τη συντριβή του κόμματός του στις ευρωεκλογές του 2024, αποφάσισε να διαλύσει τη Βουλή, πιστεύοντας πως θα ανανεώσει τη νομιμοποίησή του, σβήνοντας από τον χάρτη τη Λεπέν. Το αποτέλεσμα ήταν το ακριβώς αντίθετο: ένα Κοινοβούλιο βαθύτερα διχασμένο, ένας πρόεδρος ακόμα πιο απομονωμένος και μια Ακροδεξιά ακόμα πιο ενισχυμένη.
Η προσπάθεια του Μακρόν να κυβερνήσει μέσα από έναν κύκλο αναλώσιμων πρωθυπουργών τον έχει ρίξει στα
τάρταρα, με την αποδοχή του στην κοινωνία να φθάνει μόλις στο 14%. Ακόμα και οι πολιτικοί του φίλοι παίρνουν
ανοιχτά αποστάσεις από την πολιτική που ασκεί. Ο πρώην συνεργάτης του και πρωθυπουργός, Εντουάρ Φιλίπ, του ζήτησε ανοιχτά να παραιτηθεί, ενώ και ο Γκαμπριέλ Ατάλ, επικεφαλής του προεδρικού κόμματος, δήλωσε ότι «δεν καταλαβαίνει πλέον τις αποφάσεις» του προέδρου. Η μόνη που δείχνει να επωφελείται από το παρατεταμένο χάος είναι η Μαρίν Λεπέν, η οποία έχει κάθε λόγο να αφήνει τον Μακρόν να «αιμορραγεί» πολιτικά, καθώς το κόμμα της, ο Εθνικός Συναγερμός, προηγείται σταθερά στις δημοσκοπήσεις, με τα ποσοστά να φθάνουν στο 39%.
Η απόφαση της Λεπέν, να μη στηρίξει καμία κυβέρνηση που θα διορίσει ο πρόεδρος, έχει στόχο να τον εξαναγκάσει σε
πρόωρες εκλογές, τις οποίες θα κέρδιζε με ευκολία.
Προειδοποίηση για την Ευρώπη
Η πολιτική αστάθεια στο Παρίσι δεν είναι απλώς εσωτερική υπόθεση. Οσο η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης παραμένει ακυβέρνητη, το ντόμινο πλήττει ολόκληρη την Ε.Ε. Οι αγορές ανησυχούν, καθώς το Παρίσι δυσκολεύεται να ψηφίσει τον προϋπολογισμό λιτότητας του 2026 και να τηρήσει τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ενωσης, θέτοντας σε δοκιμασία το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Ακόμη χειρότερα, μια πιθανή ανάληψη της εξουσίας από την Ακροδεξιά θα έφερνε τη Γαλλία σε τροχιά σύγκρουσης με τις Βρυξέλλες, ιδίως σε ζητήματα άμυνας, μεταναστευτικής πολιτικής και στήριξης της Ουκρανίας.
Η αβεβαιότητα γύρω από τον ρόλο του Μακρόν και η απουσία σταθερής κυβέρνησης αποδυναμώνουν περαιτέρω τον
γαλλογερμανικό άξονα, δημιουργώντας κενό ισχύος που το Βερολίνο επιχειρεί να καλύψει μέσω νέων συμμαχιών, με χώρες όπως η Ολλανδία, η Αυστρία, η Πολωνία και οι βαλτικές δημοκρατίες. Με τον τρόπο αυτό η Ε.Ε. κινδυνεύει να διολισθήσει σε μια «γερμανική πρωτοκαθεδρία», αυξάνοντας τις ανισότητες εις βάρος του ευρωπαϊκού Νότου.
Η κρίση αυτή δεν είναι άσχετη και με τις πρόσφατες προτάσεις μομφής κατά της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Πολλοί ευρωβουλευτές, κυρίως από τις αριστερές και λαϊκιστικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, βλέπουν την αστάθεια στη Γαλλία ως μια ευκαιρία γενικότερης αμφισβήτησης της ευρωπαϊκής ηγεσίας, η οποία σε μεγάλο βαθμό έχει χάσει την επιρροή της στις κοινωνίες των κρατώνμελών.
Η Γαλλία, όπως και η Ευρώπη που την παρακολουθεί με αγωνία, εισέρχεται σε μια εποχή παρατεταμένης αβεβαιότητας. Και ίσως, όπως λένε πολλοί στο Παρίσι, «το πρόβλημα δεν είναι ποιος θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός, αλλά αν υπάρχει ακόμη τρόπος να κυβερνηθεί η Γαλλία».
Κυριακάτικη Απογευματινή