Η Γερμανία βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο μιας βαθιάς πολιτικής και στρατηγικής μεταστροφής. Η χώρα που για δεκαετίες στήριξε την ευρωπαϊκή της ισχύ στην οικονομία, στο εμπόριο και στη διπλωματία, εγκαταλείπει σταδιακά την πολιτική του ιδεαλισμού και στρέφεται προς τη Realpolitik, τον ωμό ρεαλισμό των συμφερόντων και της ισχύος. Αυτή η μετάβαση, ωστόσο, εμπεριέχει σημαντικούς κινδύνους, τόσο για την ίδια όσο και για την Ευρώπη συνολικά. Για δεκαετίες, η γερμανική εξωτερική πολιτική καθοριζόταν από το δόγμα «μετασχηματισμός μέσω του εμπορίου». Αυτή η στρατηγική, που εφαρμόστηκε για χρόνια, επέτρεψε στη Γερμανία να γίνει η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, χωρίς να απειλήσει κανέναν στρατιωτικά.
Ισορροπίες
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ανέτρεψε αυτή την ισορροπία. Η εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, η αδυναμία της στρατιωτικής μηχανής της (Bundeswehr) και η απουσία σαφούς στρατηγικής άμυνας δοκίμασε τα όρια του μεταπολεμικού ιδεαλισμού. Η Γερμανία συνειδητοποίησε ότι η ισχύς της δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στην οικονομία, αλλά χρειάζεται και στρατιωτικά μέσα. Ετσι, η χώρα άλλαξε δόγμα προσχωρώντας στη Realpolitik, στην πολιτική δηλαδή που καθορίζεται από τα συμφέροντα των ισχυρών και τις ισορροπίες δυνάμεων.
Η αλλαγή αυτή δεν περιορίζεται στο στρατηγικό επίπεδο, αλλά επεκτείνεται και στην οικονομική ταυτότητα της χώρας. Με το Ταμείο Ειδικής Αμυνας ύψους 100 δισ. ευρώ, η κυβέρνηση Σολτς σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας εποχής, όπου η άμυνα και η βιομηχανία όπλων καθίστανται πλέον κινητήριοι μοχλοί της ανάπτυξης, παίρνοντας τη θέση της δοκιμαζόμενης αυτοκινητοβιομηχανίας και της πράσινης μετάβασης.
Οι επενδύσεις στην αμυντική τεχνολογία, από άρματα και μαχητικά έως την κυβερνοασφάλεια και την Τεχνητή Νοημοσύνη, αποτελεί διέξοδο από τη βιομηχανική κόπωση και την ύφεση. Με τη γερμανική οικονομία να πιέζεται από την ενεργειακή κρίση, τη μείωση των εξαγωγών και τη μερική αποβιομηχάνιση, οι εξοπλισμοί αποτελούν την ιδανική λύση, καθώς ενισχύουν την ασφάλεια και τονώνουν την παραγωγή.
Ωστόσο, η «στρατιωτικοποίηση» της οικονομίας κρύβει κινδύνους. Η ιστορία διδάσκει ότι η συμμαχία βιομηχανίας και στρατού, όσο αποτελεσματική κι αν φαίνεται, μακροπρόθεσμα μπορεί να αποσταθεροποιήσει την πολιτική ισορροπία στο εσωτερικό και την εμπιστοσύνη των εταίρων στο εξωτερικό. Η «στροφή» της Γερμανίας συνοδεύεται επίσης από την επιδίωξη να αναδειχθεί σε ηγετική δύναμη της Ευρώπης στην άμυνα και την ασφάλεια, χτίζοντας νέους άξονες συνεργασίας με χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Πολωνία, η Τσεχία και η Λιθουανία, αλλά και με σκανδιναβικές χώρες, όπως η Σουηδία.
Η Γερμανία θέλει να καταστεί κεντρικός πυλώνας μιας Ευρώπης που δεν θα εξαρτάται πλήρως από τις ΗΠΑ. Ωστόσο, αυτή η στρατηγική ενέχει τον κίνδυνο να αναβιώσει τις παλαιές ευρωπαϊκές έριδες, καθώς μια πανίσχυρη Γερμανία που ηγείται της Ευρώπης θα μπορούσε να τη διχάσει, αντί να τη θωρακίσει. Η ρωσική επιθετικότητα αποτελεί τον καταλύτη αυτής της αλλαγής. Η Μόσχα δεν είναι πλέον εταίρος, αλλά απειλή. Ο τρόπος με τον οποίον η Γερμανία αντιδρά σε αυτήν την απειλή συνδέεται άμεσα με τη δύναμη και την αποτροπή.
Ο… σύμμαχος
Μέρος της νέας πολιτικής είναι και η επαναπροσέγγιση της Γερμανίας με την Τουρκία, έναν παλαιό, αλλά αμφιλεγόμενο σύμμαχο. Οι δύο χώρες διατηρούν ισχυρούς δεσμούς, οικονομικούς, ενεργειακούς και στρατιωτικούς. Η Αγκυρα, αν και αυταρχική και συχνά συγκρουσιακή με την Ε.Ε., παραμένει για το Βερολίνο ένας απαραίτητος εταίρος που ελέγχει τις μεταναστευτικές ροές και αναπτύσσει αμυντική βιομηχανία που θα μπορούσε να συνεργαστεί με την αντίστοιχη γερμανική.
Η συνεργασία αυτή, όμως, γεννά αντιφάσεις, καθώς τη στιγμή που χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος βρίσκονται αντιμέτωπες με τον τουρκικό επεκτατισμό, το Βερολίνο συνάπτει μαζί της συμφωνίες εξοπλισμών και κοινά αμυντικά προγράμματα.
Ηθική φθορά
Η γερμανική πολιτική στο Μεταναστευτικό ακολουθεί την ίδια λογική: ρεαλισμός, αντί για ιδεαλισμό. Η προσπάθεια συνεργασίας με τρίτες χώρες, κυρίως της Αφρικής, αλλά και με καθεστώτα όπως οι Ταλιμπάν για τον περιορισμό των ροών, είναι επίσης ενδεικτική αυτής της στροφής.
Αυτή η αλλαγή, αν και προσφέρει βραχυπρόθεσμα σταθερότητα, εγκυμονεί μακροπρόθεσμη απειλή. Αν η Γερμανία επιβάλει τη στρατηγική της ως «ευρωπαϊκή γραμμή», η συνοχή της Ε.Ε. θα κινδυνεύσει. Η Ευρώπη κινδυνεύει, επίσης, να γίνει ένας ψυχρός γεωπολιτικός παίκτης χωρίς αξιακό υπόβαθρο, ενώ και η γερμανική κοινωνία μπορεί να αντιδράσει σε μια πολιτική υπερεξοπλισμού. Τέλος, η μετατροπή της στρατιωτικής βιομηχανίας σε πυλώνα ανάπτυξης ενδέχεται να στρεβλώσει το οικονομικό μοντέλο, προκαλώντας νέες κρίσεις.
Αυτή η αλλαγή πολιτικής είναι, έως έναν βαθμό, αναπόφευκτη. Ωστόσο, η επιτυχία της θα εξαρτηθεί από την ικανότητα του Βερολίνου να συνδυάσει τον ρεαλισμό με την ευθύνη. Αν η νέα Γερμανία επιδιώξει την ισχύ χωρίς μέτρο, η Ευρώπη κινδυνεύει να διχαστεί. Αν, αντίθετα, χρησιμοποιήσει τη δύναμή της για να οικοδομήσει μια ισορροπημένη Ευρώπη της ασφάλειας, τότε η Realpolitik μπορεί να αποδειχθεί ευκαιρία.
Εφημερίδα «Κυριακάτικη Απογευματινή»











