Μια νέα σελίδα στις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη και τη ∆ύση ανοίγει έπειτα από δύο, σχεδόν ταυτόχρονες κινήσεις υψηλού συμβολισμού: την υπογραφή της συμφωνίας Αγκυρας – Λονδίνου για την αγορά των Eurofighter Typhoon από την Τουρκία και την επίσημη επίσκεψη του Γερμανού καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς στην τουρκική πρωτεύουσα λίγες ημέρες αργότερα. Οι εξελίξεις αυτές, πέρα από τη στενή διμερή διάσταση, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό και την ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική, μέσα από το φιλόδοξο πρόγραμμα SAFE (Security Action for Europe), καθώς και την ευρωπαϊκή ενότητα και συνοχή.
Η συμφωνία Στάρμερ – Ερντογάν
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ επισκέφθηκε την Αγκυρα στις 27 Οκτωβρίου και υπέγραψε με τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τη μεγαλύτερη βρετανική εξαγωγική αμυντική συμφωνία της τελευταίας δεκαετίας, που προβλέπει την πώληση 20 μαχητικών Eurofighter Typhoon, αξίας περίπου 8 δισ. λιρών (10,7 δισ. δολαρίων).
Πρόκειται για μια εξέλιξη που επαναφέρει την Τουρκία στον πυρήνα των ευρωπαϊκών αμυντικών συνεργασιών, μετά την αποπομπή της από το αμερικανικό πρόγραμμα F-35, λόγω της αγοράς των ρωσικών S-400.
Η Τουρκία, που δεν έμεινε ικανοποιημένη με τις περιορισμένες επιλογές της στον τομέα της αεροπορικής ισχύος, μετά τον αποκλεισμό της από το πρόγραμμα των F-35 στράφηκε στην αγορά ευρωπαϊκών μαχητικών αεροσκαφών. Τον Ιούλιο του 2025 η γερμανική κυβέρνηση εξέφρασε μια θετική στάση, χαρακτηρίζοντας «καλή απόφαση» μια πιθανή πώληση των Eurofighter στην Τουρκία.
Η υπογραφή τον περασμένο Ιούλιο ενός προσυμφώνου (memorandum of understanding), μεταξύ Τουρκίας και Βρετανίας για την αγορά των Eurofighter, αποτέλεσε το «θεμέλιο» της πρόσφατης τελικής υπογραφής. Με βάση τη συμφωνία, η Τουρκία δεν περιορίζεται στα 20 αεροσκάφη, καθώς υπάρχει σχέδιο για απόκτηση επιπλέον Eurofighter, 12 μεταχειρισμένων από Κατάρ και 12 από Ομάν.
Για το Λονδίνο, η συμφωνία διασφαλίζει χιλιάδες θέσεις εργασίας στη βρετανική αεροπορική βιομηχανία, ενισχύει την οικονομία και επιβεβαιώνει τον ρόλο του Ηνωμένου Βασιλείου ως πυλώνα αμυντικής τεχνολογίας στην Ευρώπη μετά το Brexit. Οπως δήλωσε ο Στάρμερ, «είναι μια συμφωνία-ορόσημο για τους εργαζόμενους, για τη βιομηχανία μας και για την ασφάλεια του ΝΑΤΟ».
Από την πλευρά της Τουρκίας, η προμήθεια των Eurofighter συμβάλλει στην ενίσχυση της αεροπορικής της ισχύος και της στρατηγικής ανεξαρτησίας. Η Αγκυρα επιδιώκει να καλύψει τα επιχειρησιακά κενά που προέκυψαν από την απώλεια πρόσβασης στα αμερικανικά F-35 και να επιβεβαιώσει τον ρόλο της ως περιφερειακής δύναμης με σύγχρονα μέσα αποτροπής. Παράλληλα, η συμφωνία δίνει στην Τουρκία πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αμυντική τεχνολογία, με δυνατότητες συμπαραγωγής με ευρωπαϊκές βιομηχανίες.
Τρεις ημέρες αργότερα, στις 30 Οκτωβρίου, ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς ταξίδεψε στην Αγκυρα, μεταφέροντας στις αποσκευές του την πολιτική έγκριση για τη γερμανική συμμετοχή στη συμφωνία των Eurofighter, καθώς η χώρα του είναι μέλος της τετραμερούς κοινοπραξίας, μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία και την Ισπανία.
Η ατζέντα της πρώτης επίσημης συνάντησης Μερτς και Ερντογάν περιελάμβανε τους αμυντικούς εξοπλισμούς, το Μεταναστευτικό και, κυρίως, την πιθανή ένταξη της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα SAFE.
Σύμφωνα με τον Μερτς, η Τουρκία «είναι χώρα ύψιστης στρατηγικής σημασίας για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και η συμμετοχή της στο SAFE θα ενισχύσει την κοινή αμυντική αρχιτεκτονική της Ευρώπης».
Η άποψη αυτή συναντά την έντονη αντίδραση της Ελλάδας και της Κύπρου, οι οποίες ασκούν βέτο, με τη στήριξη της Γαλλίας. Αθήνα και Λευκωσία επισημαίνουν ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η συμμετοχή μιας χώρας που απειλεί με «casus belli» και κατέχει έδαφος κράτους-μέλους της Ε.Ε. Παρά ταύτα, η γερμανική διπλωματία επιδιώκει να παρακάμψει τις αντιρρήσεις, υποστηρίζοντας πως η ενσωμάτωση της Τουρκίας στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς θα λειτουργήσει εξισορροπητικά, περιορίζοντας την επιρροή της Μόσχας.
Στο επίκεντρο
Η υπογραφή της συμφωνίας για τα Eurofighter ενισχύει τη θέση της Τουρκίας που διεκδικεί συμμετοχή στο πρόγραμμα SAFE, όχι απλώς ως αγοραστή ευρωπαϊκών εξοπλισμών, αλλά και ως ενεργό βιομηχανικό εταίρο, ικανό να συνεισφέρει στην ευρωπαϊκή άμυνα σε ισότιμη βάση με τις χώρες-μέλη της Ε.Ε.
Η Τουρκία έχει ήδη καταθέσει αίτηση συμμετοχής στο πρόγραμμα, επιχειρηματολογώντας ότι διαθέτει αναπτυγμένη αμυντική βιομηχανία και σημαντική τεχνογνωσία, ιδίως στα drones και στα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου. Η ένταξη, ωστόσο, προϋποθέτει ομοφωνία μεταξύ των 27 κρατών-μελών. Εάν η Γερμανία καταφέρει να υπερβεί το ελληνοκυπριακό βέτο, θα πρόκειται για πολιτική τομή με σημαντικές συνέπειες, καθώς θα προκληθεί ρήγμα στην εσωτερική συνοχή της Ε.Ε.
Ανάμεσα σε ρεαλισμό και αξίες
Οι κινήσεις Λονδίνου και Βερολίνου αποτυπώνουν μια ευρύτερη στροφή της Ευρώπης προς τον στρατηγικό ρεαλισμό. Ιδιαίτερα μετά τη δεύτερη εκλογή Τραμπ, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δείχνουν να συνειδητοποιούν ότι η ασφάλεια της Ε.Ε. δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στις ΗΠΑ. Για τον λόγο αυτόν αναζητούν νέες συμμαχίες. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία προβάλλει ως απαραίτητος, αλλά και δύσκολος εταίρος.
Οι επισκέψεις Στάρμερ και Μερτς στην Αγκυρα, με φόντο τη συμφωνία των Eurofighter και το SAFE, σηματοδοτούν την επιστροφή της Τουρκίας στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Ωστόσο, η επιλογή αυτή γεννά το κρίσιμο ερώτημα κατά πόσο η Ε.Ε. μπορεί να συνεργάζεται στενά με μια χώρα που αμφισβητεί την κυριαρχία κράτους-μέλους της και καταπατά τα δημοκρατικά δικαιώματα.
Κυριακάτικη Απογευματινή






                            



