ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΒΕΛΕΝΤΖΑ
Ντόναλντ Τραµπ και Σι Τζινπίνγκ συµφώνησαν να κατεβάσουν τους τόνους σε ακόµη µία προσωρινή εµπορική εκεχειρία µεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, η οποία όµως δεν αλλάζει τις ισορροπίες και τις σχέσεις αλληλεξάρτησης στο παγκόσµιο εµπόριο. Ο Αµερικανός πρόεδρος και ο Κινέζος οµόλογός του κατέληξαν σε µια ετήσια εµπορική συµφωνία, που προβλέπει την αναστολή των ελέγχων στις εξαγωγές σπάνιων γαιών και ηµιαγωγών (τσιπ). Επίσης, βρέθηκε κοινή γραµµή στη µείωση ή αναστολή διαφόρων δασµών και αντιποίνων, που είχαν προκαλέσει σοβαρή κλιµάκωση στις σχέσεις τους και αρκετά σκαµπανεβάσµατα στα διεθνή χρηµατιστήρια.
Σηµειώνεται ότι στη συµφωνία Τραµπ και Σι Τζινπίνγκ περιλαµβάνεται και η δέσµευση για συνεργασία σε ζητήµατα, όπως ο περιορισµός της φαιντανύλης. Στο παρελθόν τόσο ο Ντόναλντ Τραµπ όσο και ο προκάτοχός του, Τζο Μπάιντεν, είχαν κατηγορήσει την Κίνα πως κάνει τα… στραβά µάτια στο εµπόριο δραστικών ουσιών, οι οποίες χρησιµοποιούνται για την παρασκευή της φαιντανύλης. Το συγκεκριµένο συνθετικό ναρκωτικό είναι δεκάδες φορές πιο ισχυρό από την ηρωίνη και µόνο στις ΗΠΑ ευθύνεται για πάνω από 70.000 θανάτους. Σύµφωνα µε την DEA, την οµοσπονδιακή υπηρεσία κατά των ναρκωτικών, από το 2019 και µετά η Κίνα έχει επιβάλει αυστηρούς ελέγχους και περιορισµούς στις εξαγωγές αυτών των δραστικών ουσιών προς τις ΗΠΑ. Ωστόσο, δεν κάνει το ίδιο µε τις εξαγωγές σε άλλα κράτη, τα οποία συνορεύουν µε τις ΗΠΑ (όπως το Μεξικό). Το αποτέλεσµα είναι η φαιντανύλη, αντί να µειώνεται, να αυξάνεται στην αµερικανική αγορά.
Τραµπ και Σι Τζινπίνγκ συµφώνησαν επίσης να συνεργαστούν οι δύο χώρες στο αγροτικό εµπόριο και στις τεχνολογικές επενδύσεις. Ωστόσο, άφησαν εκτός συζήτησης πολιτικά ευαίσθητα θέµατα, όπως η Ταϊβάν. Ενώ ο Τζο Μπάιντεν, την περίοδο που ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ, είχε αναφέρει ρητά πως σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης, η Αµερική θα πολεµήσει στο πλευρό της Ταϊβάν, ο Τραµπ έχει αποφύγει να πάρει ξεκάθαρη θέση, την ώρα που στρατιωτικοί αναλυτές δεν αποκλείουν µια κίνηση του Πεκίνου ακόµα και µέσα στην επόµενη 10ετία.
Προσωρινό βήµα
Σε κάθε περίπτωση, η συµφωνία Τραµπ και Τζινπίνγκ θεωρείται ένα προσωρινό βήµα σταθεροποίησης, µε προοπτική να οδηγήσει σ’ ένα πιο µόνιµο πλαίσιο συνεργασίας, εφόσον υπάρξει πρόοδος στις επόµενες διαπραγµατεύσεις. Αν και ο Τραµπ παρουσίασε τη συνάντηση ως µεγάλη επιτυχία (της έβαλε βαθµό 12 στην κλίµακα από το 1 έως το 10, χαρακτηρίζοντάς την εξαιρετική), η κινεζική πλευρά ακολούθησε την παραδοσιακή γραµµή στην εξωτερική της πολιτική, υιοθετώντας µια πιο συγκρατηµένη στάση και υπογραµµίζοντας την ανάγκη εφαρµογής των συµφωνηθέντων.
Η εξέλιξη αυτή σηµατοδοτεί µια προσπάθεια αποκατάστασης των εµπορικών δεσµών έπειτα από µια χρονιά συνεχιζόµενης έντασης και µπαράζ δασµών. Το ερώτηµα, όµως, παραµένει: Μπορεί ο Τραµπ να ανατρέψει την παγκόσµια κυριαρχία της Κίνας στις σπάνιες γαίες;
Η Κίνα, η οποία κυριαρχεί στην παγκόσµια αγορά σπάνιων γαιών, έχει ενισχύσει τα τελευταία χρόνια τον έλεγχο στις εξαγωγές αυτών των κρίσιµων ορυκτών, προκαλώντας µεγάλη ανησυχία τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε άλλες χώρες της ∆ύσης (σ.σ. κυρίως στην Ευρώπη).
Οι σπάνιες γαίες, µια οµάδα 17 χηµικών στοιχείων, είναι απαραίτητες για την κατασκευή ηλεκτρικών οχηµάτων, κινητών τηλεφώνων, ηλεκτρονικών ειδών, αλλά και στρατιωτικών συστηµάτων, από κινητήρες τζετ µέχρι κατευθυνόµενους πυραύλους. Παρά το όνοµά τους, δεν είναι εξαιρετικά δυσεύρετες, ωστόσο η εξόρυξη και ο διαχωρισµός τους είναι πολύπλοκα και µε βαρύ περιβαλλοντικό αποτύπωµα, γεγονός που αποθαρρύνει πολλές χώρες από την παραγωγή τους.
Μονοπώλιο
Η Κίνα ελέγχει σήµερα περίπου το 61% της παγκόσµιας εξόρυξης και το 92% της επεξεργασίας σπάνιων γαιών, έχοντας χτίσει αυτό το µονοπώλιο µέσα από δεκαετίες στρατηγικών επενδύσεων. Το Πεκίνο επιβάλλει πλέον αυστηρή αδειοδότηση στις εταιρείες που εξάγουν τα ορυκτά, απαιτώντας κυβερνητική έγκριση και λεπτοµέρειες για τη χρήση τους.
Οι περιορισµοί αυτοί, που επεκτάθηκαν πρόσφατα, έχουν πλήξει σοβαρά τις ΗΠΑ, οι οποίες εξαρτώνται κατά 70% απότις κινεζικές εισαγωγές σπάνιων γαιών. Η Ουάσινγκτον κατηγορεί το Πεκίνο για «οικονοµικό καταναγκασµό», καθώς οι αµερικανικές βιοµηχανίες υψηλής τεχνολογίας και άµυνας απειλούνται από ελλείψεις σε κρίσιµες πρώτες ύλες. Ορισµένες από τις πιο προηγµένες τεχνολογίες των ΗΠΑ, όπως τα µαχητικά F-35 και οι πύραυλοι Tomahawk, βασίζονται σε αυτά τα υλικά, καθιστώντας την αµερικανική άµυνα ευάλωτη. Παράλληλα, οι περιορισµοί πλήττουν και τον τοµέα της µεταποίησης, προκαλώντας καθυστερήσεις στην παραγωγή ηλεκτρονικών και οχηµάτων.
Αναλυτές επισηµαίνουν ότι η µακροπρόθεσµη λύση για τις ΗΠΑ βρίσκεται στη διαφοροποίηση των εφοδιαστικών αλυσίδων και στην ανάπτυξη εγχώριων δυνατοτήτων εξόρυξης και επεξεργασίας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο απαιτεί µεγάλες επενδύσεις, χρόνο και τεχνολογική καινοτοµία. Επί του παρόντος, οι ΗΠΑ διαθέτουν µόνο ένα λειτουργικό ορυχείο σπάνιων γαιών, χωρίς όµως δυνατότητα επεξεργασίας βαριών στοιχείων, τα οποία εξακολουθούν να αποστέλλονται στην Κίνα για καθαρισµό.
Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί ο Ντόναλντ Τραµπ επεδίωξε µε τόση επιµονή µια εµπορική συµφωνία όχι µόνο µε την Κίνα, αλλά και µε Αυστραλία, Ιαπωνία και Νότια Κορέα, χώρες που ο Αµερικανός πρόεδρος επισκέφθηκε πριν από τη συνάντηση µε τον Σι Τζινπίνγκ. Σε κάθε περίπτωση, η αναστολή των κινεζικών περιορισµών στις εξαγωγές προσφέρει προσωρινή ανάσα στις αµερικανικές βιοµηχανίες, ενώ ταυτόχρονα δείχνει ότι, παρά τον οικονοµικό ανταγωνισµό, οι δύο µεγαλύτερες οικονοµίες του κόσµου παραµένουν αλληλένδετες σε κρίσιµους τοµείς στρατηγικής σηµασίας
Εφημερίδα «Κυριακάτικη Απογευματινή»










