Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο τον Νοέμβριο του 2024 έφερε μια βαθιά κρίση στις ευρωατλαντικές σχέσεις, καθώς πρώτη φορά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο οι ΗΠΑ έπαψαν να αντιμετωπίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως στρατηγικό εταίρο, αλλά ως οικονομικό και γεωπολιτικό ανταγωνιστή. Από τις πρώτες εβδομάδες της νέας θητείας του, ο Ντόναλντ Τραμπ ακολούθησε μια ωμή, συναλλακτική αντίληψη ισχύος, όπου το δόγμα «America First» μεταφράστηκε σε μονομερείς αποφάσεις, πιέσεις και τετελεσμένα εις βάρος των ευρωπαϊκών συμφερόντων. Η Ε.Ε., που αρχικά βρέθηκε σε θέση αμυνομένου, γρήγορα αναγκάστηκε να υποκύψει στους όρους της Ουάσινγκτον. Το αποτέλεσμα, μέχρι σήμερα, είναι μια συσσώρευση πολιτικών ήττων για την Ευρώπη, που φωτίζουν με ρεαλιστικό τρόπο τα δομικά της ελλείμματα και την αδυναμία της να λειτουργήσει ως αυτόνομη γεωπολιτική οντότητα.
Η οικονομία
Πρώτο και πιο εμφανές πεδίο σύγκρουσης υπήρξε η οικονομία. Η εφαρμογή πολιτικών οικονομικού προστατευτισμού από τις ΗΠΑ, με επιδοτήσεις και φορολογικά κίνητρα υπέρ των εγχώριων επιχειρήσεων, έθεσε την Ε.Ε. μπροστά σε ένα σκληρό δίλημμα: είτε να αποδεχθεί τη μεταφορά επενδύσεων από το έδαφός της προς τις ΗΠΑ είτε να παραβιάσει τους κανόνες της περί κρατικών ενισχύσεων. Η απάντηση των Βρυξελλών υπήρξε αργή και κατακερματισμένη, με τα ισχυρά κράτη-μέλη να ασκούν εθνικές πολιτικές, προστατεύοντας τις εταιρείες τους και αφήνοντας εκτεθειμένα τα μικρότερα. Στην πράξη, η Ουάσινγκτον πέτυχε να επιβάλει τους όρους της, αποδυναμώνοντας το ευρωπαϊκό αφήγημα περί «ίσων όρων ανταγωνισμού».
Παράλληλα, και στις εμπορικές σχέσεις οι ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας τους δασμούς ως εργαλείο πίεσης, ανέτρεψαν το εις βάρος τους εμπορικό ισοζύγιο, υποχρεώνοντας την Ε.Ε. σε δυσβάσταχτους οικονομικούς συμβιβασμούς, που παρουσιάστηκαν ως «αναγκαίος ρεαλισμός». Η αδυναμία συγκρότησης ενός ενιαίου ευρωπαϊκού μετώπου υπονόμευσε εκ νέου την αξιοπιστία της Ένωσης ως παγκόσμιου εμπορικού παίκτη.
Δαπάνες
Στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας η πίεση υπήρξε ακόμη πιο έντονη. Ο Τραμπ πέτυχε να επιβάλει αυξημένες αμυντικές δαπάνες ύψους 5% του ΑΕΠ στους Ευρωπαίους συμμάχους στο ΝΑΤΟ, απειλώντας τους με μείωση της αμερικανικής συμμετοχής στη Συμμαχία. Αντί η Ε.Ε. να αξιοποιήσει αυτή την πίεση για να δημιουργήσει μια κοινή αμυντική πολιτική, κατέφυγε σε αποσπασματικές αυξήσεις αμυντικών προϋπολογισμών και διμερείς συμφωνίες με τις ΗΠΑ. Έτσι, η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία έχει μετατραπεί περισσότερο σε σύνθημα παρά σε πραγματικότητα.
Στο ενεργειακό πεδίο, ο πόλεμος στην Ουκρανία οδήγησε σε αυξημένη εξάρτηση της Ευρώπης από τις αμερικανικές εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου με πολύ υψηλό κόστος και πολιτικά ανταλλάγματα. Παρά τις διακηρύξεις περί πράσινης μετάβασης και ενεργειακής ανεξαρτησίας, η Ε.Ε. βρέθηκε εγκλωβισμένη σε βραχυπρόθεσμες λύσεις που ενίσχυσαν τη διαπραγματευτική ισχύ της Ουάσινγκτον. Η αδυναμία συντονισμού μιας ενιαίας ευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής αποτέλεσε ακόμη μια σιωπηρή ήττα.
Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, η δεύτερη θητεία Τραμπ έφερε στην επιφάνεια τις εσωτερικές αντιφάσεις της Ε.Ε. Σε κρίσιμα διεθνή ζητήματα, από τις σχέσεις με την Κίνα και τη Μέση Ανατολή μέχρι τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας, οι ΗΠΑ κινήθηκαν μονομερώς ή απαίτησαν ευθυγράμμιση, γνωρίζοντας ότι η Ευρώπη δυσκολεύεται να μιλήσει με μία φωνή. Οι ευρωπαϊκές προσπάθειες για «ίσες αποστάσεις» συχνά εξελήφθησαν ως αδυναμία, επιτρέποντας στην Ουάσινγκτον να καθορίζει την ατζέντα.
Ακόμη και στο πεδίο των θεσμών και των αξιών, όπου η Ε.Ε. παραδοσιακά προέβαλλε τον εαυτό της ως θεματοφύλακα της διεθνούς τάξης, η στάση της υπήρξε παθητική. Η συστηματική υπονόμευση πολυμερών οργανισμών, όπως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και η Παγκόσμια Τράπεζα, από την πλευρά των ΗΠΑ δεν συνάντησε ουσιαστική ευρωπαϊκή αντίδραση. Αντίθετα, περιορίστηκε σε ρητορικές εκκλήσεις υπέρ της πολυμέρειας, αποφεύγοντας τη σύγκρουση με την Ουάσινγκτον, επιβεβαιώνοντας ότι αδυνατεί να υπερασπιστεί στην πράξη τους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους στηρίχθηκε η μεταπολεμική τάξη.
Η κοινή συνισταμένη όλων αυτών των εξελίξεων είναι η θεσμική και πολιτική αδυναμία της Ε.Ε., με τη δεύτερη εκλογή Τραμπ να λειτουργεί ως μεγεθυντικός φακός για προβλήματα που προϋπήρχαν, όπως η έλλειψη ενιαίας στρατηγικής, οι διαφορετικές εθνικές προτεραιότητες και οι αργές διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Αντίθετα, οι ΗΠΑ, με μια πιο συγκεντρωτική και αποφασιστική εκτελεστική εξουσία, εκμεταλλεύτηκαν αυτά τα κενά.
Κυριαρχία
Η μεγάλη πρόκληση για την Ευρώπη σήμερα δεν είναι απλώς να περιορίσει τις απώλειες απέναντι στην Ουάσινγκτον, αλλά να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της σε έναν κόσμο σκληρού ανταγωνισμού. Η αμερικανική υπεροχή σε κρίσιμους τομείς – από την τεχνητή νοημοσύνη μέχρι τις πλατφόρμες και τα δίκτυα υπολογιστικού νέφους – ενισχύθηκε περαιτέρω κατά τη δεύτερη θητεία Τραμπ. Παρά τις φιλόδοξες ευρωπαϊκές νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας συνεχίζουν να κυριαρχούν, ενώ οι Βρυξέλλες παραμένουν ουραγός.
Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι οι πολιτικές αυτές ήττες δεν αποτελούν απλώς ένα συγκυριακό φαινόμενο, αλλά εντάσσονται σε μια βαθύτερη, δομική κρίση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Χωρίς γενναίες πολιτικές αποφάσεις και χωρίς παραχώρηση κυριαρχίας σε κοινό ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ε.Ε. θα συνεχίσει να υστερεί απέναντι σε κράτη που μπορούν να δρουν ταχύτερα και πιο αποφασιστικά. Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, η δεύτερη εκλογή Τραμπ δεν δημιούργησε τα προβλήματα της Ε.Ε., απλώς τα ανέδειξε. Και όσο η Ένωση δεν απαντά με ενότητα, στρατηγική και πολιτικό θάρρος, τόσο η διατλαντική σχέση θα παραμένει άνιση, με την Ευρώπη να πληρώνει το κόστος των δικών της αναβολών.
Κυριακάτικη Απογευματινή











