«Έφυγε» μόνος του στο σπίτι του, στου Παπάγου… Ο Νίκος Γαλανός, δημοφιλής ηθοποιός και ζεν πρεμιέ των 70s -ένας από τους πιο γοητευτικούς πρωταγωνιστές του ελληνικού κινηματογράφου, με στόφα αληθινού σταρ, καθώς πάντα ήταν ευγενής-, νικήθηκε από τον καρκίνο. Όμως, κανείς δεν ήταν κοντά του στις τελευταίες του στιγμές. Στο κατώφλι των ογδόντα ετών, έφυγε αθόρυβα από τα εγκόσμια. Όσο αθόρυβος, όσο low profile υπήρξε σε όλη του τη ζωή. «Δεν σκέφτομαι τι θα συμβεί έπειτα από δέκα ή πενήντα χρόνια, ζω το τώρα. Είμαι ενεργός παρά τα χρονάκια μου. Προσπαθώ να είμαι σε καλές δουλειές, να το ευχαριστιέται ο κόσμος που θα το βλέπει, αλλά να το ευχαριστιέμαι και προσωπικά», δήλωνε το 2024 στην εφημερίδα «ON time».
Τελευταία τον είδαμε στη «Γη της ελιάς» στο Mega. Από τον Δεκέμβριο και έπειτα η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε. Τον Απρίλιο τα πράγματα σοβάρεψαν επικίνδυνα: αποχώρησε από τα γυρίσματα για την τέταρτη σεζόν του σίριαλ. Παρά τη θεραπευτική αγωγή στην οποία υποβλήθηκε, ο καρκίνος, που του είχε χτυπήσει χρόνια νωρίτερα την πόρτα, τον νίκησε. Ήταν μεταστατικός και ο γεροντικός οργανισμός του δεν βοηθούσε να ανακάμψει – μόνο ένα θαύμα θα τον έσωζε.
Παντρεύτηκε δύο φορές, την πρώτη στα 18 και τη δεύτερη στα 35, με την Κατερίνα Μαραγκού, με την οποία ερωτεύτηκαν ενώ συμπρωταγωνιστούσαν στη «Μενεξεδένια πολιτεία». Αλλά όπως τακτικά επεσήμαινε: «Ο γάμος δεν μου πάει καθόλου. Δεν μου έλειψε ένα παιδί. Πάντα μου άρεσε να είμαι ελεύθερος, να λειτουργώ χωρίς υποχρεώσεις». Αρραβωνιάστηκε επίσης με την Κάτια Δανδουλάκη, αλλά γνωστοποιήθηκε δεκαετίες αργότερα… Πολύ κοντά στον γάμο έφτασε και με την τελευταία σύντροφό του, τριάντα χρόνια μικρότερή του, Έλενα Σαγανά, με την οποία επί μακρόν υπήρξαν ζευγάρι.

Ντεμπούτο με «οργή»
Τον προσεχή Δεκέμβριο ο βαφτισμένος Νίκος Σουπιωνάς θα έκλεινε τα 80, αλλά δεν πρόλαβε. Η απώλειά του προκάλεσε θλίψη στην ομήγυρή του όσο και στον κόσμο, καθώς ανέκαθεν έχαιρε δημοφιλίας. Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο -άλλωστε από το σινεμά καθιερώθηκε- έγινε το 1962, με μικρό ρόλο στην ταινία «Οργή». Παράλληλα, σπούδαζε υποκριτική στη δραματική σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη, ενώ έκανε το θεατρικό του ντεμπούτο δίπλα στην Τζένη Καρέζη στα τέλη των 60s – όπως έχει πει, ήταν εκείνη που τον ανακάλυψε. Αρχικά συμμετείχε στις ταινίες «Κραυγή», «Τα δάκρυά μου είναι καυτά», «Ο ουρανοκατέβατος», «Η λεωφόρος του μίσους», «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα». Στα 70s καθιερώθηκε δίπλα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη στις ταινίες «Ένα αστείο κορίτσι» και «Η Αλίκη δικτάτωρ», ενώ συνεργάστηκαν και στο θέατρο. Έπαιξε στη μεγάλη εμπορική επιτυχία «Ορατότης μηδέν» και πρωταγωνίστησε στην επίσης εμπορικότατη «Αμαρτία της ομορφιάς» το 1972, με την καλλονή τότε Μπέτυ Λιβανού και την αξέχαστη Τασσώ Καββαδία.
Το 1974 πραγματοποίησε το τηλεοπτικό του ντεμπούτο στους «Δικαίους» και πρωταγωνίστησε στην πορεία σε σίριαλ όπως «Το ταξίδι», «Η μάχη των πελαργών», «Οι φρουροί της Αχαΐας»…
Διατήρησε μέχρι τέλους φιλία με τη Δανδουλάκη και με την «εθνική σταρ». «Έμπαινα στο νοσοκομείο από την πίσω πόρτα», έλεγε, προκειμένου να μη γίνει αντιληπτός, το διάστημα που η Βουγιουκλάκη έδινε τη δική της μάχη με τον καρκίνο. Στην Καρέζη για πολλά χρόνια μιλούσε στον πληθυντικό. Αλλά με την Αλίκη, παρότι εξαρχής ένιωσε μεγαλύτερη οικειότητα, τσακώνονταν. Όπως στο «Ένα αστείο κορίτσι», όπως είχε αποκαλύψει στον Νίκο Χατζηνικολάου. Μέχρι τέλους παρέμεινε μάχιμος. Στις αρχές Απριλίου του 2024 πραγματοποίησε την τελευταία κοσμική έξοδο στο θεατρικό «Βίρα τις άγκυρες» στο «Παλλάς». Βίρα τις άγκυρες για τον ουρανό πια…
Εφημερίδα Απογευματινή