Βουτιά στον χρόνο. Και προσγειώνουµε το χρονοσκάφος ένα τέταρτο αιώνα πριν. Φεβρουάριος του 2000, στα στούντιο του ΑΝΤ1. Ο Κύριος Θόδωρος, το µπουζούκι του, η Νάντια Καραγιάννη στα µικρόφωνα και οδοιπορικό στη ζωή του Θόδωρου Πολυκανδριώτη, του δασκάλου. Και ήταν ο Κύριος Θόδωρος δάσκαλος σε όλα: αυστηρότης, σοβαρότης και συνέπεια. ∆εν χαριζόταν πουθενά. Και το χέρι του, σίδερο. Μάρτυρες τα ίδια του τα παιδιά, µεγαλωµένα µε σιδερένια πειθαρχία. Κι αυτό το διάβαζες σε κάθε του δρώµενο. Εγώ το βίωνα κάθε φορά πουπήγαινα µε τον αγαπηµένο Θόδωρο Βαρδινογιάννη στο στέκι του, την «Αρχόντισσα», σ’ έναν παράδροµο της οδού Φιλελλήνων.
Εκεί ένα βράδυ του Κουτσοφλέβαρου έγινε και η κουβέντα µας. Είκοσι πέντε χρόνια µετά τη ζωντανεύω, για να µπούµε σε λογικές και τρόπο ζωής µιας εποχής που φαντάζει πολύ µακρινή:
«Oι εργάτες του λιµανιού, οι µαουνιέρηδες, την ώρα που σχόλαγαν από τη δουλειά τους, µε χέρια µουντζουρωµένα και τα σακάκια αναριχτά, σχεδόν κάθε µεσηµέρι έδιναν το παρών στην ταβέρνα του “Ζηλάκου’’, στο Ξαβέρι. Ακριβώς ένα µέτρο από τη θάλασσα.
∆ηλαδή µια θάλασσα-διαµάντι, που πραγµατικά µύριζε ιώδιο και σου άνοιγε την όρεξη για ούζο. Σου άνοιγε την καρδιά, αν και κατάκοπος από τη σκληρή δουλειά, v’ ακούσεις καµιά πενιά από τους µπουζουξήδες που βρίσκονταν εκεί για να κάνουν πρόγραµµα το βράδυ.»O Ζηλάκος, ένας χοντρός ταβερνιάρης, οµορφάντρας, σερβίριζε ο ίδιος στην πελατεία του αχνιστό φαΐ, ρετσίνα κεχριµπαρένια και όποιος ήθελε έπαιρνε δύο γαρίδες κι ένα πενηνταράκι ούζο. Αυτά όλα γίνονταν τα µεσηµέρια. Το βράδυ η εικόνα άλλαζε. H ταβέρνα δούλευε µε πάλκο. Εκεί έπαιζα µπουζούκι τα πρώτα µου χρόνια. Προπολεµικά. Ηταν καλοκαίρι του 1939. Κοντά στον Μάρκο Βαµβακάρη και τον Στράτο Παγιουµτζή, µαζί µε έναν µεγάλο σολίστα του µπουζουκιού, που πιστεύω δεύτερος δεν έχει περάσει µέχρι σήµερα. Ηταν ο ∆ηµήτρης Στεργίου ή “Μπέµπης”. Αλλο να το λέω κι άλλο να τον ακούς».
Αυτά µας έλεγε ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης, ένας από τους πιο παλιούς µα τόσο γνήσιος, τόσο αληθινός λαϊκός καλλιτέχνης. Σολίστας του µπουζουκιού και γενικά οργανοπαίκτης (µπαγλαµάς, τζουράς κ.ά.), συνθέτης και κάπου κάπου ερµηνευτής. Αρχηγός της µουσικής οικογένειας Πολυκανδριώτη. Πατέρας του Γιάννη, του Θανάση και του Σπύρου Πολυκανδριώτη και παππούς της Μαρίας Πολυκανδριώτη (κόρης του Θανάση, που γράφει στίχους, συνθέτει και τραγουδά) και του Γιώργου Παχή (γιου της κόρης του Ροδάνθης, που παίζει µπουζούκι).
Η φλέβα των Πολυκανδριώτηδων κρατά από παλιά. H µουσική αυτή οικογένεια έχει τις ρίζες της στη Νάξο από τον περασµένο αιώνα.
O παππούς του Θόδωρου Πολυκανδριώτη έπαιζε λαούτο και βιολί. Ηταν επαγγελµατίας µουσικάντης. Κι έτσι το σόι πήγε βασίλειο -που λένε- αφού τρεις γενιές Πολυκανδριώτη ασχολούνται µε τη µουσική και διακρίνονται τόσο για τις επιδόσεις τους και τις επιτυχίες τους όσο και για τον καλό χαρακτήρα και τη σεµνότητά τους, πράγµα κάπως δύσκολο (ιδιαίτερα στη σηµερινή εποχή) σ’ αυτόν τον χώρο.

H γνώµη του για το λαϊκό τραγούδι: «Εχει βαθιές ρίζες και δεν βγαίνει µε καµιά δύναµη από τη συνείδηση του λαού». Εχει γράψει δεκάδες τραγούδια που έγιναν επιτυχίες και τα τραγούδησαν γνωστοί και καταξιωµένοι λαϊκοί τραγουδιστές, όπως ο Τσαουσάκης, η Αλιφραγκή, ο ∆ιονυσίου, η ∆ιαµάντη, ο Αναγνωστάκης και ο Νίκος Γιουλάκης, ένας µελωδικός ερµηνευτής της δεκαετίας του ’60.
Με τους νέους
O Θόδωρος Πολυκανδριώτης έβρισκε πάντα το κουράγιο, τη δύναµη, το κέφι και το µεράκι να βγαίνει στο πάλκο. Χαίρεται ιδιαίτερα όταν βγαίνει µαζί µε νέους καλλιτέχνες (µουσικούς και τραγουδιστές). «Αυτά που έζησε και τραγούδησε η γενιά µου», µας επεσήµανε, «θέλω να ακούγονται κι από τους νεότερους. Είναι πολύ πλούσιο και µεστό το ρεπερτόριο της παλιάς εποχής. Αλλά όλοι φωνάζουν σήµερα ότι µας κατέκλυσαν τα ξένα ή τα µοντέρνα ελληνικά.
Ολοι διαµαρτύρονται ότι οι νέοι µας δεν ακούνε λαϊκό τραγούδι. Οτι χάνεται η µουσική µας παράδοση. Κι αυτοί που διαµαρτύρονται δεν κάνουν κάποια πρόταση, δεν δίνουν κάποια λύση, πώς να περάσει το καλό λαϊκό τραγούδι σήµερα στη νέα γενιά. Χωρίς να θέλω να παινέψω τον εαυτό µου, λέω ότι εγώ κάνω στην πράξη µια τέτοια προσπάθεια. Να περάσω στους νέους ό,τι προφτάσω. Γιατί, βρε αδελφέ, αύριο-µεθαύριο φεύγω κι εγώ από τη ζωή. Γιατί να µην ακούγονται κι αυτά τα
ελάχιστα που µπορώ να δώσω τώρα ακόµη;»

Αλλη µία σηµαντική προσπάθεια του Θόδωρου Πολυκανδριώτη ήταν η επιστροφή στον φυσικό ήχο. Σε µια συνέντευξή του ανέφερε πως «κάποια εποχή καθιέρωσα ένα άλλο στιλ διασκέδασης. Παίζαµε και τραγουδούσαµε χωρίς µεγάφωνα. Κι ο κόσµος το εκτίµησε αυτό».
Αν και ήταν πολύ κουρασµένος από τη σκληρή και άχαρη δουλειά του, ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης αγωνιζόταν µε τον δικό του τρόπο, έβρισκε διεξόδους να περάσει στον κόσµο (έστω κι αν οι συνθήκες δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές για κάτι τέτοιο) την ποιότητα, τη γνησιότητα και την
οµορφιά του κλασικού τραγουδιού. ∆ίχως υπερβολή, µια ολόκληρη ζωή ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης την αφιέρωσε στο τραγούδι, το λαϊκό. Πιστός υπηρέτης του για 50 ολόκληρα χρόνια. Ξενύχτι στο πάλκο, διπλοπενιές, τραγούδι.
Οταν πρωτοβγήκε
Εντυπωσιακό ξεκίνηµα, πλάι στους µεγάλους, στους παλιούς, τον Μάρκο Βαµβακάρη, τον Στέλιο Κηροµύτη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου. Ηταν φθινόπωρο του 1937, όταν ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης πρωτοβγήκε µαζί τους παίζοντας µπουζούκι στην ταβέρνα του «Μαυροµµάτη» στα Σίδερα (Κωνσταντινουπόλεως). Εναν χρόνο αργότερα µε τον Μάρκο (πάλι), τον Τσαουσάκη και τον Στεργίου στη «Φωλιά του Χρόνη», στην Πέτρου Ράλλη. Για τον ∆ηµήτρη Στεργίου ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης µίλησε µε πολύ θαυµασµό: «Υπήρξε αυτό που λέµε λαϊκός καλλιτέχνης ο “Μπέµπης”, όπως ήταν γνωστός στον κόσµο τον δικό µας ο ∆ηµήτρης Στεργίου. “Κεντούσε” πραγµατικά µε το περίφηµο τρίχορδο µπουζούκι του. Οταν έπαιζε ήταν σαν να παίζει ολόκληρη ορχήστρα. Τον ζήλευε ακόµη και ο Μανώλης Χιώτης, πολύ φίλος του και συνεργάτης του. Αλλά δεν υπήρχε συνάδελφός µας που να αµφισβητούσε την αξία και την ποιότητα του Μήτσου του Στεργίου».
Αναπολώντας τα παλιά, o Θόδωρος Πολυκανδριώτης µίλησε ακόµη για τις οµορφιές του Πειραιά, τα προπολεµικά χρόνια. Θυµόταν το Χατζηκυριάκειο µε τον Αγιο Νείλο, τα Πευκάκια, τα λιγοστά σπίτια της περιοχής εκείνης, όπου σε ένα από αυτά έµενε ένας άλλος µεγάλος λαϊκός δηµιουργός της εποχής: ο Μήτσος Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας. «Λαϊκοί, γνήσιοι λαϊκοί, όχι ρεµπέτες», τόνισε o ΘόδωροςΠολυκανδριώτης. «Ρεµπέτης είναι τούρκικη λέξη. Πιστεύω πως έµεινε από τότε που έρχονταν και µας άκουγαν (αλλά και πολύ παλαιότερα στις αρχές του αιώνα µας) οι γλεντζέδες της εποχής. Τους έλεγαν ρεµπέτ-ασκέρι. Κι από τότε έµεινε ρεµπέτικο.
Για µένα το τραγούδι είναι γνήσιο λαϊκό. Αλλά οι άνθρωποι εκείνη την εποχή ήταν τίµιοι, ειλικρινείς, γνήσιοι. Πάνω απ’ όλα υπήρχε ανθρωπιά. Αίσθηµα φιλίας. Αλληλεγγύη. Ούτε συµβόλαια κάναµε τότε που δουλεύαµε ούτε µπαµπεσιές υπήρχαν. Ολες τις δουλειές τις κλείναµε “διά λόγου”.
Ετσι κι εγώ πιστεύω ότι σφυρηλατήθηκα απ’ αυτό το πνεύµα. Και δεν άλλαξα ποτέ µου χαρακτήρα. Αυτές τις αρχές επιδίωξα να µεταφέρω στους νέους καλλιτέχνες». Στην πορεία του στο λαϊκό τραγούδι -σχεδόν µισό αιώνα- ο «δάσκαλος» Θόδωρος Πολυκανδριώτης θυµόταν ακόµη τις κοινές εµφανίσεις του µε τον Στεργίου στου «Βλάχου», στο Αιγάλεω. Κοντά τους είχαν την Ανθούλα Αλιφραγκή και τον Ορφέα Κρεούζη, έναν υπέροχο λαϊκό τραγουδιστή, που βρήκε την τύχη του στο Παρίσι ως ιδιοκτήτης µαγαζιού που πουλούσε κάστανα.
Στον «Κήπο του Αλλάχ», επίσης στο Αιγάλεω, εµφανίστηκε για δύο περιόδους µε τον Γιώργο Λαύκα και τον Πάνο Γαβαλά, στα πρώτα του χρόνια, όταν έπαιζε µπουζούκι. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 µε αρχές του ’60, δηλαδή τη «χρυσή εποχή» του κλασικού λαϊκού τραγουδιού, ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης ήταν επικεφαλής λαϊκής ορχήστρας στο γνωστό κέντρο της οδού Θηβών, µε ιδιοκτήτες τους αδελφούς Γιγουρτάκη. Είχε δύο επωνυµίες το µαγαζί αυτό.
Πρώτα ήταν γνωστό ως «Μαντουµπάλα» και αργότερα ως «Εξι αδέλφια». Εκεί έπαιξε 3 χρόνια συνέχεια. Λίγα χρόνια πριν από τις εµφανίσεις του σ’ αυτό το κέντρο, ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης εµφανιζόταν στα κέντρα-ουζερί (έτσι λειτουργούσαν τότε, 1955-1957) «Κεφάλας» και «Περιβόλας» στη Νίκαια. Εκεί έπαιζε και τραγουδούσε µε τον Πρόδροµο Τσαουσάκη, τον Γεράσιµο Κλουβάτο και τον Φώτη Μιχαλόπουλο (αδελφό του Παναγιώτη Μιχαλόπουλου). Επίσης, για µεγάλο διάστηµα συνεργάστηκε στο πάλκο µε τους Θανάση Ευγενικό, Γιάννη Σαµιωτάκη, Βούλα Γκίκα, Μπέµπα Μπλανς, Νίτσα Αντωνάτου κ.ά.
Σκληρή δουλειά
Οταν συχνά αναφερόταν στα παιδιά του, o Θόδωρος Πολυκανδριώτης έλεγε µε παράπονο ότι δεν επιθυµούσε ποτέ να ακολουθήσουν το επάγγελµά του, γιατί είναι σκληρό. Πολύ άσχηµες συνθήκες, µε ξενύχτια, ορθοστασία, ιδιοτροπίες του κοινού, των καταστηµαταρχών, των συναδέλφων κ.λπ. «Ηθελα τα παιδιά µου να ακολουθήσουν άλλο επάγγελµα, να κάνουν µια καλύτερη ζωή από τη δική µου. Οµως αυτοί, και οι τρεις, από τα σχολικά θρανία έπιασαν το µπουζούκι και την κιθάρα. Αυτή ήταν η επιθυµία τους. Και ο Γιάννης και ο Θανάσης και ο Σπύρος βγήκαν σολίστες. O Θανάσης βέβαια προχώρησε πολύ περισσότερο, γιατί είχε ταλέντο στη σύνθεση. Και οι τρεις είναι πολύ καλοί και δεν τους ξεχωρίζω».
Κυριακάτικη Απογευματινή