Την εποχή που ο Ιορδάνης, παιδί ακόµη, προσπαθούσε να καθιερωθεί ως σολίστας του µπουζουκιού, η Κοκκινιά ήταν µία συνοικία µε έντονη πολιτιστική ζωή: κινηµατογράφοι, συγκροτήµατα ελαφράς και λαϊκής µουσικής, θέατρο (µε θιάσους-µπουλούκια), ωδεία, χοροδιδασκαλεία, λατέρνες, οργανοποιεία. Το πολιτιστικό κλίµα που είχε διαµορφωθεί στα τέλη του ’20, µε τον ερχοµό σηµαντικών καλλιτεχνών µετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, αναβιώνει µε ιδιαίτερη ένταση µετά την Κατοχή και τον Εµφύλιο.
Θυµόταν τα περίφηµα µουσικά πρωινά στους κινηµατογράφους «Εσπερος», «Εκλαίρ», «Αλκαζάρ»: «Θυµάµαι που έπιανα πρώτη θέση σ’ εκείνες τις εκδηλώσεις για να παρακολουθήσω µουσικές παραστάσεις µε τον Νίκο Γούναρη, τον Τώνη Μαρούδα, την Μπελίντα, την Κούλα Νικολαΐδου, καθώς και µε κωµικούς ηθοποιούς, όπως τον Βασίλη Αυλωνίτη, τον Αγκόπ (Φιλιππίδης) κ.ά. Στην Κοκκινιά κατέβαιναν τότε όλοι οι σπουδαίοι καλλιτέχνες. Κάθε Τρίτη γινόταν και διαγωνισµός νέων ταλέντων, που αναδεικνύονταν µε την ένταση των χειροκροτηµάτων. Ετσι βγήκα κι εγώ ένα βράδυ πρώτος, τον Μάιο του 1951. Τραγουδούσαµε τότε στο κινηµατοθέατρο “Αλέα”, εγώ, ο Παναγιώτης Νικολαΐδης και µια κοπέλα (δεν συγκρατώ ούτε το µικρό της όνοµα). O κόσµος µάς αποθέωσε. Μόνο που δεν µας σήκωσε στα χέρια. H βραδιά εκείνη ήταν σηµαδιακή για µένα, η µεγάλη αφετηρία που µου άνοιξε τους δρόµους για το λαϊκό τραγούδι. Μετά τη βράβευσή µας ήρθε και µας συνεχάρη ο Μίµης ∆ασκαλάκης, ένας από το “Ντούο ∆ασκαλάκη”, που εµφανιζόταν τότε στην Αθήνα και την επαρχία. Μου έκανε πρόταση να γίνουµε “Τρίο”.
Εγώ του απάντησα: “Θέλω, αλλά δεν µπορώ. Να έρθεις να µιλήσεις στον πατέρα µου. Είµαι µικρός ακόµη και δεν θα µε αφήσει”. »Εγινε λοιπόν η πρόταση στον πατέρα µου και ο ∆ασκαλάκης κατάφερε να κάµψει τις αντιρρήσεις του. Τότε ο πατέρας µου µε ρώτησε: “Πού θα πάτε;”, “Στη Χαλκίδα”, του απαντήσαµε. Ηταν ψέµα όµως. Το µεγάλο ψέµα που είπα στους γονείς µου. Φύγαµε για τον Βόλο. Το “Ντούο ∆ασκαλάκη”, που µε εµένα έγινε “Τρίο”, µαζί µε ένα µπουλούκι, τον θίασο “Μίλλερ”, φτάσαµε στον Βόλο και αρχίσαµε εµφανίσεις στο θέατρο “Κύµατα”. Εγώ έπαιζα τα πρώτα µου κοµµάτια µε ένα µπουζούκι δανεικό και σκεβρωµένο. ∆εν κράτησε για πολύ αυτή η δουλειά. O θίασος “Μίλλερ” διαλύθηκε. Εµάς όµως µας έκανε πρόταση να συνεχίσουµε εµφανίσεις στον Βόλο ο Νιόνιος, ιδιοκτήτης µιας µεγάλης λαϊκής ταβέρνας που είχε και το όνοµά του. Σε σύγκριση µε το θέατρο, όπου παίρναµε µόνον κάποιο χαρτζιλίκι, αυτός πλήρωνε καλά».

Καριέρα
Στου «Νιόνιου» ο Ιορδάνης µε το «Ντούο ∆ασκαλάκη» έπαιξαν ενάµιση µήνα: «Εγώ, λοιπόν, τότε έχω ξεχάσει πατέρα, µάνα, οικογένεια. Ούτε τηλέφωνο ούτε γράµµα. O πατέρας µου µε έψαξε στη Χαλκίδα. ∆εν µε βρήκε. Σκέφτεται έναν εξάδελφο που είχε στον Βόλο και τον ειδοποιεί να µε ψάξει εκείνος. Και ενώ όλα είχαν έρθει όπως τα φανταζόµουνα, ένα βράδυ µπαίνει στο µαγαζί του “Νιόνιου” ένας ηλικιωµένος -ανατολίτικη φάτσακαι κάθεται ήσυχα ήσυχα. Τον κόβω και αρχίζω να την ψυλλιάζοµαι τη δουλειά. Σε λίγο µου λέει: “Μπορώ να σου µιλήσω;”. Με κερνάει ένα ποτό και αρχίζει:
“Καλά, βρε παιδάκι µου, έφυγες από το σπίτι σου και ούτε ένα τηλέφωνο ούτε ένα γράµµα για να µην ανησυχεί ο πατέρας σου;”. Την άλλη µέρα πήγα τον βρήκα, τα ξαναείπαµε και την Κυριακή το βράδυ µπαίνει µέσα στο µαγαζί ο πατέρας µου. Ερχεται και ο Νιόνιος και αρχίζει την πλάκα, µπας και τον µεταπείσει. Αδύνατον. Την άλλη µέρα βρίσκοµαι πάλι στο τσαγκαράδικο. Περνάει λίγος καιρός και ξανάρχεται ο Νιόνιος. Το παίρνω απόφαση και λέω: “Ακουσε, πατέρα, αφού την ξέρεις τη δουλειά, δεν γίνοµαι τσαγκάρης. Λοιπόν, στη θέση µου θα πάρεις κάποιον άλλον κι εγώ θα σου ξηγιέµαι ό,τι περισσεύει’’. Και µου έδωσε το Ο.Κ. Γράφτηκα λοιπόν στον Πανελλήνιο Μουσικό Σύλλογο, όπου ήταν τότε σύµβουλος ο Στελλάκης Περπινιάδης». Ετσι ξεκινά η καριέρα του στον Βόλο και συνεχίζεται στις µεγάλες λαϊκές εκδηλώσεις, στα πανηγύρια της Αττικής, αλλά και της επαρχίας. Κοντά 10 χρόνια κράτησε η ελληνική περιπλάνησή του. Στο διάστηµα αυτό αρχίζουν να φεύγουν οι πρώτοι ρεµπέτες στην Αµερική, µουσικοί και τραγουδιστές: Παπαϊωάννου, Χαλκιάς, Καπλάνης, Νίνου, Τζουανάκος, Σταµατίου, «Μπέµπης», Χρυσάφη, και αργότερα Χιώτης, Λίντα, Πάνου και τόσοι άλλοι.
Θητεία
Μετά τα πανηγύρια και µέχρι να καταταγεί στον στρατό, ο Ιορδάνης Τσοµίδης εργάστηκε στα γνωστά κέντρα-στέκια της Κοκκινιάς «Περιβόλας» και «Κεφάλας». Υπηρέτησε τη θητεία του ως οδηγός-εκπαιδευτής στο Γουδή (ΣΕΜ). Αφού απολύθηκε, δούλεψε για ένα χρόνο στην «Πίνδο» του Αλεξανδριανού, στη Νέα Φιλαδέλφεια. Εναν χρόνο µετά, το 1957, αρχίζει η καινούργια µεγάλη περιπλάνησή του. Φεύγει για την Αµερική. Μια ολόκληρη ζωή παίζει και τραγουδά εκεί για τον Ελληνισµό. Γυρίζει δίσκους, εµφανίζεται στο Χόλιγουντ, σε κρουαζιερόπλοια, σε καζίνα, σε µαγαζιά. Κάνει γνωριµίες µε διασηµότητες της τέχνης. Ανάµεσα στους στενούς του φίλους είναι και ένας «σταρ», νέος ακόµη τότε -στα µέσα του ’60-, ο ηθοποιός Τζακ Νίκολσον. Η ζωή του στην Αµερική -και αργότερα σε άλλες χώρες- είναι µια διαρκής περιπέτεια. Κάτι που άλλωστε και ο ίδιος επιδιώκει. Κάποιες επισκέψεις µερικών µόνο ηµερών ή και λίγων µηνών στην Ελλάδα διακόπτουν τα ανά τον κόσµο ταξίδια του. Οι αφηγήσεις του διάσηµου δεξιοτέχνη του µπουζουκιού είναι πολύ ζωντανές:
«Οταν απολύθηκα από τον στρατό, πέταξα µε τον φίλο µου τον Σοφόπουλο για τη Νέα Υόρκη. Εκεί αντάµωσα µε όλους τους Ελληνες µουσικούς και τραγουδιστές. Γνωρίστηκα µε τον Γιάννη Σταυρακούλη, που ήταν υπεύθυνος της µουσικής εταιρείας “Αλέκτωρ”, η οποία συστεγαζόταν µε ένα µαγαζί ειδών γάµου, δικής του ιδιοκτησίας, στην 36η Οδό της Νέας Υόρκης. Μπήκα στο στούντιο και έκανα ηχογραφήσεις ελληνικών λαϊκών τραγουδιών. O δίσκος λεγόταν “Greek Town” και συµµετείχαν σε αυτόν η Μπέτυ (∆ασκαλάκη), η Σεβάς Χανούµ, ο Σεβαστάκης, ο Τάσος Χαλκιάς και το “Τρίο Μπελκάντο”.
Τότε, o δίσκος στους Ελληνες της Αµερικής σηµείωσε µεγάλη επιτυχία, ενώ εµείς αρχίσαµε να νιώθουµε θαυµάσια γι’ αυτό που δηµιουργήσαµε». Μετά τον δίσκο «Greek Town» έγιναν προτάσεις στον Ιορδάνη Τσοµίδη για µια σειρά εµφανίσεων στο Χόλιγουντ. Εκείνος όµως έµεινε και εργάστηκε στη Νέα Υόρκη. Από την εποχή εκείνη θυµόταν: «∆ούλεψα µε ελληνικό συγκρότηµα στο “Greek Village”. Κιθάρα έπαιζε ο Νίκος Καλλέργης. Οµως το µαγαζί δεν πήγαινε καλά. Εκλεισε και ξανάνοιξε όταν το πήρε µια Κωνσταντινουπολίτισσα. Ηταν πολύ καλή γυναίκα και της άρεσε ιδιαίτερα η ελληνική λαϊκή µουσική. Εκεί στο κέντρο αυτό έπαιζα µε τον πιο διάσηµο σολίστα στο ούτι, τον Ουτ Οχράν. Ηταν τυφλός αλλά σπουδαίος οργανοπαίκτης και καλός άνθρωπος. Γνώριζε άριστα βυζαντινή µουσική Κοντά του πήρα πολλές µουσικές γνώσεις. Εκείνη την εποχή γνώρισα και παντρεύτηκα την γυναίκα µου, την Ελένη».

Γλεντζέδες
H περιπλάνηση του Ιορδάνη Τσοµίδη στην Αµερική συνεχίστηκε. Από πόλη σε πόλη και από κέντρο σε κέντρο. Με το µπουζούκι του έπαιζε και τραγουδούσε σε ελληνικά συγκροτήµατα ψυχαγωγώντας τους Ελληνες, τους Αµερικανούς και χιλιάδες γλεντζέδες από όλο τον κόσµο που διασκέδαζαν στα νυχτερινά µαγαζιά της Αµερικής. «Μετά τη Νέα Υόρκη, έφυγα για το Σικάγο. ∆ούλεψα και εκεί. Συνάντησα πρώτα τον Μανώλη Χιώτη, σε ένα ελληνικό καφέ-µπαρ όπου εµφανιζόταν µε τη Μαίρη Λίντα. Συµµετείχε και ένας σολίστας της κιθάρας, ο Κόλλιας, που είχε µακρά θητεία στα δηµοτικά συγκροτήµατα. Με τον Χιώτη είχαµε γνωριστεί στην “Πίνδο” του Αλεξανδριανού, στη Νέα Φιλαδέλφεια, πριν φύγω για την Αµερική. Ανταλλάξαµε δυο κουβέντες, µε κέρασε και πριν προλάβω να πιω το ποτό µου, εκείνος βγήκε στο πάλκο. Ανοιξε το πρόγραµµα µε το τραγούδι “Στα Τρίκαλα στα δυο στενά”. Με τον Μανώλη Χιώτη συνεργαστήκαµε στην Αµερική. Βγήκαµε και παίξαµε µαζί στο “Βρετάνια” του Μπάκα, στην 38η Οδό. Παίξαµε και σε µια ελληνική βραδιά στη Φιλαδέλφεια. Εκεί έγινε και ένα επεισόδιο.
Οταν ανεβήκαµε στο πάλκο, όλοι οι µουσικοί ακούγονταν κι εγώ τίποτα, δεν έβγαινε ο ήχος του µπουζουκιού µου. Απόρησα, αλλά δεν αντέδρασα. Συνέχισα αµίλητος, µέχρι που ο Χιώτης φτιάχνει το βύσµα, διορθώνει το λάθος και το µπουζούκι µου ακουγόταν “καµπάνα”. Σκέφθηκα προς στιγµήν µήπως ο Χιώτης έκανε πλάκα. Αλλά δεν ήταν έτσι. Το ίδιο βράδυ, λίγο πριν από το κλείσιµο του προγράµµατος, έπαιξα ένα σόλο ανατολίτικο και ο Χιώτης ενθουσιάστηκε: “Ρε, τι πράγµα αλλιώτικο ήταν αυτό που έπαιξες; Αυτό ήταν βυζαντινό”, είπε και µε χτύπησε στον ώµο». Στην Αµερική ο Τσοµίδης συνεργάστηκε µε τον Αρµένιο βιολιστή Γιακουµπιάν και µε τον συνθέτη Ντιµίτρι Γιάµπκιν, που έγραψε µουσική για τον κινηµατογράφο.
O τελευταίος τον άκουσε κάποτε, τυχαία, να παίζει, ενθουσιάστηκε και του ζήτησε αµέσως συνεργασία. Ηθελε να τον χρησιµοποιήσει ως µπουζουξή σε κάποιες σκηνές της ταινίας «Τα κανόνια του Ναβαρόνε», ήταν όµως πια αργά όταν τον γνώρισε, καθώς τα γυρίσµατα της ταινίας τελείωναν. O Ιορδάνης Τσοµίδης, µπουζουξής και ταξιδευτής, δεν έµεινε µόνιµα στην Αµερική. Οργωσε και την Ευρώπη: Γερµανία, Αγγλία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία. Στο Ρότερνταµ έπιασε… σκάλα: έµεινε 2 χρόνια παίζοντας και τραγουδώντας. Είχε και από εκεί τις καλύτερες αναµνήσεις. Οσο κι αν πέρναγαν τα χρόνια δεν άλλαξε συνήθειες, χαρακτήρα ή αισθήµατα. Ηταν πάνω απ’ όλα αληθινός, µάγκας, ρεµπέτης, µποέµ.
Κυριακάτικη Απογευματινή