Όταν το κλαρίνο γίνεται συμφωνική ορχήστρα πνευστών

Χαλκιάδες, μια μεγάλη οικογένεια μουσικών, που κρατά γερά τις ρίζες της ελληνικής παράδοσης και αυτοσχεδιάζει, παίζει και τραγουδά για πολλές δεκαετίες στα γλέντια του λαού
13:53 - 3 Ιουλίου 2025

Ενα ζωντανό κοµµάτι ιστορίας της Ελλάδας. H πιο δεµένη µουσική οικογένεια, µε εκπροσώπους στη δηµοτική, στη λαϊκή, στην έντεχνη και στη λόγια δηµιουργία και µε αµέτρητα µερόνυχτα σε πανηγύρια, όπου καµιά φορά επέστρεφαν τη χαρτούρα στους µεροκαµατιάρηδες. Τα κλαρίνα, τα βιολιά και τα νταούλια είχαν σιγήσει. Το γλέντι του γάµου στα Σκαρπέικα, στην ορεινή Αγιά της Πάργας, κράτησε µερόνυχτα. Τόσο έπαιζαν και τραγουδούσαν οι Χαλκιάδες µε το συγκρότηµά τους. Τα κλαρίνα είχαν πάρει φωτιά.

Ξηµέρωνε Κυριακή του Θωµά, 7 Μαΐου 1978. Αποσταµένος από το φύσηµα του κλαρίνου, ο µπαρµπα-Τάσος Χαλκιάς, µε τον γιο του τον Λάκη και τον αδελφό του τον Φώτη, δεν πήγαν για ύπνο. Ανέβηκαν στο πιο µεγάλο ύψωµα του γραφικού χωριού, στην αυλή του Αϊ-Θανάση µε το καµπαναριό των 10 µέτρων… Και όπως θυµόταν ο Μήτσος Λιάλιος, ένας δάσκαλος από την Αγιά, ο Τάσος Χαλκιάς ήταν γεµάτος ικανοποίηση:
«Να, µωρέ παιδιά, εδώ επάνω είναι η µεγάλη απόλαυση, πιότερο και από τον ύπνο. Τα πνευµόνια µου θα πάρουν οξυγόνο και δύναµη από τον καθαρό αγέρα».

H ώρα είχε πάει επτά παρά τέταρτο, όταν χτυπούσε η πρώτη καµπάνα της Λειτουργίας και έσκαγαν οι πρώτες ηλιαχτίδες. Οι Χαλκιάδες και δύο Αγιώτες γλεντζέδες, ο Τάσος Βερλέτης και ο Βασίλης Πάνου, µιλούσαν για τα παλιά, τα ηπειρώτικα. O άρχοντας του κλαρίνου σκεφτόταν για
την οικογένειά του, τις γενιές των µουσικών και διασκεδαστών. «Μετράµε χρόνια από τον Μήτρο Χαλκιά», είπε ο µπαρµπαΤάσος. «Από τα δεκαέξι του χρόνια έπαιζε κλαρίνο. Γεννήθηκε το 1841 και πέθανε το 1909».

Η οικογένεια Χαλκιά, γονείς, αδέλφια, ξαδέλφια, µια µεγάλη οικογένεια µουσικών, κρατά γερά τις ρίζες της ελληνικής µουσικής παράδοσης. Μερικοί σπουδαγµένοι µουσικοί, οι περισσότεροι απλοί, αυτοσχεδιάζουν, παίζουν και τραγουδούν. Τα πιο διάσηµα κλαρίνα, λαούτα, κιθάρες, σουράβλια, µπουζούκια, ακορντεόν. Οπλο τους, η µουσική της ψυχής, που τους κρατά ενωµένους πάνω από ενάµιση αιώνα στα γλέντια του λαού, στους γάµους, στις βαφτίσεις, στα πανηγύρια.

O Μάνος Κατράκης το 1982 είχε πει ότι οι Χαλκιάδες είναι τα διαµάντια της αληθινής ελληνικής µουσικής, είναι εκείνοι οι απλοί, αλλά τόσο δυνατοί µουσικοί που βγάζουν τον αγνό και καθαρό ήχο. «Είµαστε η πιο αγαπηµένη µουσική οικογένεια.

O ένας αγαπάει τον άλλον», µας έλεγε µε υπερηφάνεια ο βενιαµίν των Χαλκιάδων, Χρήστος, γιος του Τάσου και αδελφός του Λάκη, βιρτουόζος στο πιάνο και στο κανονάκι. Οκτώ Χαλκιάδες έπαιζαν διάφορα όργανα και εµφανίζονταν χωριστά ή και πολλές φορές µαζί: ο Χρόνης βιολί, ο Μανώλης κιθάρα, ο Γρηγόρης µπουζούκι. O πρώτος ήταν γιος του βιολιστή Μήτσου Χαλκιά (1900) και οι άλλοι δύο παιδιά του Νίκου. O Φώτης Χαλκιάς (1907 – σαντούρι, λαούτο) ήταν ο πατέρας του Μάνθου, που έπαιζε κλαρίνο και σαξόφωνο (µέλος της ορχήστρας των Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ) µαζί µε την κόρη του Ελλάδα και τον Λάµπρο, που παίζει λαϊκή κιθάρα.

O τέταρτος αδελφός Κυριάκος (1910), που έπαιζε βιολί, είχε έναν γιο, τον Νίκο, o οποίος έπαιζε ακορντεόν και ήταν από τους πιο διακεκριµένους σολίστ στο είδος του. Στην Ελλάδα, σε µικρή ηλικία ήταν µέλος της ορχήστρας του Στέλιου Καζαντζίδη στο λαϊκό πάλκο, αλλά και στη δισκογραφία. Επαιξε ακορντεόν σε δεκάδες τραγούδια του Καζαντζίδη, όταν συνεργαζόταν µε την «Columbia» και τη «His Master’s Voice».

Λακης Χαλκιάς, Τάσος Χαλκιάς, Γιάννης Ρίτσος, Στέλιος Καζαντζίδης

Ρίτσος και Σεφέρης

Τα παιδιά του Τάσου Χαλκιά, ο Λάκης (Μιχάλης) και ο Χρήστος, είναι οι πιο ένθερµοι συνεχιστές της παράδοσης των Χαλκιάδων. O Λάκης έχει διακριθεί ως σολίστ του λαούτου και της κιθάρας, αλλά παίζει και πολύ ωραίο µπουζούκι, ενώ ως τραγουδιστής είναι ευρύτερα γνωστός όχι µόνο από τα δηµοτικά, αλλά και από τον χώρο του αυθεντικού τραγουδιού και του έντεχνου: έχει τραγουδήσει Γιάννη Μαρκόπουλο, Μάριο Τόκα και µελοποιηµένη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.

O µεγάλος µας ποιητής είχε εµπιστευθεί στον Λάκη Χαλκιά την ερµηνεία της ποιητικής συλλογής του «Αχ πικραµένη µου γενιά», σε µουσική Μάριου Τόκα. Επίσης ο Λάκης Χαλκιάς έχει ερµηνεύσει Γιώργο Σεφέρη µελοποιηµένο από τον Γιάννη Μαρκόπουλο, το έργο του νοµπελίστα
ποιητή «O Στράτης Θαλασσινός ανάµεσα στους αγάπανθους».

«Ολοι οι Χαλκιάδες που ζούµε και τραγουδάµε», µας έλεγε o Νίκος από την Αµερική, «έχουµε λατρεία στον Λάκη, τον γιο του θείου Τάσου, γιατί είναι ο άνθρωπός µας που µε την κοινωνικότητα την οποία έχει αναπτύξει προβάλλει, στηρίζει και διαδίδει το µεγάλο έργο των Χαλκιάδων, κάπου τέσσερις δεκαετίες». Και δεν είχε άδικο o Νίκος Χαλκιάς όταν εκφραζόταν µε τόσο καλά λόγια για τον Λάκη. O άνθρωπος αυτός ως καλλιτέχνης, από τα παιδικά του χρόνια έως σήµερα, είναι σεµνός, λιγοµίλητος και ιδιαίτερα αγαπητό πρόσωπο στον χώρο της µουσικής τέχνης. ∆εν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το δειλινό του Φεβρουαρίου του 1981 που βρέθηκα στο στούντιο της «Columbia» στη Ριζούπολη µε τον Στέλιο Καζαντζίδη και τον φίλο µας Τάσο Τσερόλα. Επρόκειτο να παρακολουθήσουµε την ηχογράφηση του Λάκη Χαλκιά στο έργο «Αχ πικραµένη µου γενιά». Είχε χιονίσει από την προηγούµενη µέρα, όλα ήταν κάτασπρα έξω. Ηρθαν τότε ο Γιάννης Ρίτσος και ο Τάσος Χαλκιάς. O ποιητής της «Ρωµιοσύνης» ενθουσιάστηκε από τη γνωριµία του µε τον Στέλιο Καζαντζίδη και τον Τάσο Χαλκιά. «Βρε παιδιά», έλεγε κάθε λίγο και λιγάκι, «αυτή η απλότητα που σας χαρακτηρίζει είναι µεγαλειώδης! Εγώ ειλικρινά σας θαυµάζω».

Από την πλευρά του ο Στέλιος Καζαντζίδης έπλεκε µέγα εγκώµιο στον Λάκη Χαλκιά, µε τον οποίο είχε συνεργασία στις ηχογραφήσεις δίσκων του – οι λαϊκοί καλλιτέχνες, εκείνη τη χρυσή εποχή του λαϊκού τραγουδιού, χρησιµοποιούσαν τα κλαρίνα για εισαγωγές και ταξίµια σε πολλά τραγούδια. Εκεί λοιπόν στο εργοστάσιο της «Columbia» στη Ριζούπολη, σε ένα µακρύ διάλειµµα της ηχογράφησης, ο µπαρµπα-Τάσος είχε κέφια, άρχισε να θυµάται τα παλιά και δεν σταµατούσε καθόλου. Και όλοι ακούγαµε µε προσοχή, ενώ ο καφετζής σέρβιρε τσάι για την παγωνιά.

O Γιάννης Ρίτσος, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Μάριος Τόκας, όλα τα παιδιά του συγκροτήµατος άκουγαν µε θαυµασµό τον µπαρµπα-Τάσο να λέει παλιές ιστορίες που έζησε παίζοντας κλαρίνο µε τους άλλους Χαλκιάδες, τον Φώτη, τον Μήτσο, τον Κυριάκο και τον Νίκο: «Είχε ανάψει ο ανταρτοπόλεµος στα 1943. Με είχανε καλέσει να πάω σε ένα χωριό στο Ξηρόµερο της Αιτωλοακαρνανίας, που λέγεται Κουνουπίνα, στις 30
Ιουνίου, των Αποστόλων, να παίξω. ∆εν είχαµε προλάβει να ξεκινήσουµε τη γιορτή µε ένα “µαρς”, όπως συνηθίζεται, και άρχισαν να ακούγονται καµπάνες. Κινητοποιήθηκαν όλοι για να φύγουν. Οι πυροβολισµοί έφταναν από την Αµφιλοχία και ήταν αρκετό για να ξεσηκωθεί ο κόσµος του χωριού – και ασφαλώς κι εµείς.

Αλλά πού να πηγαίναµε! Είχαµε τα όργανα και τις βαλίτσες µας».

Κυριακάτικη Απογευματινή