Οι Χαλκιάδες µε τα κλαρίνα που στάζουν δάκρυ στην ελληνική ψυχή

Από τα πανηγύρια στα ηπειρώτικα χωριά μέχρι την Αμερική και την επιστροφή στις μπάντες του Σαββόπουλου και του Μαρκόπουλου
22:31 - 8 Ιουλίου 2025

H περιπλάνηση του µπαρµπα Τάσου σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια δεν σταµατάει εδώ: «Φτάσαµε µε τα πολλά στο Αγρίνιο, καθίσαµε 4 µέρες και από κει εγώ σκέφτηκα να συνεχίσω µονάχος µου για την Πρέβεζα, µια και ο δρόµος για τα Γιάννενα ήτανε κοµµένος από τους αντάρτες. Τις επόµενες µέρες γινόταν πανηγύρι στη Λευκάδα, στον Βλυχό, και αφού πρώτα ξαναβρεθήκαµε µε τα παιδιά, το συγκρότηµα που είχαµε φτιάξει για να παίξουµε στην Κουνουπίνα, συµφωνήσαµε µε την πρόταση που µας έκανε ο “πρύτανης” στο βιολί Τάκης Τζέµος, να πάµε δηλαδή να παίξουµε, αφού βρισκόµασταν εκεί, και να πάρουµε κάνα φράγκο. Ηταν ωραίος ο Τζέµος. Καθαρός.

Με αγαπούσε ιδιαίτερα, µου είχε αδυναµία, διότι στο παίξιµο που έκανα έµοιαζα µε τον µεγάλο τεχνίτη, τον Κώστα Καραγιάννη. Αυτός ο Τσιγγάνος από τη Λιβαδειά ήτανε κάτι ξεχωριστό στο κλαρίνο. Ηταν µέλι, όχι αέρας το φύσηµα που έδινε στο κλαρίνο. Επαιζε κλαρίνο και άκουγες ότι ήτανε φλογέρα. Μου είχε αρέσει πολύ ο άνθρωπος αυτός από την πρώτη φορά που τον άκουσα και ίσως γι’ αυτό να του έχω αρπάξει λίγο τη γλυκιά µελωδία του. O Τζέµος δεν τα πήγαινε καλά µε τον κλαρινίστα του, τον Τουρκοβασίλη, και έπαιρνε πολλές φορές µαζί του, µε το συγκρότηµά του, τον Κώστα Καραγιάννη.

Ετσι ο κόσµος τον είχε εκτιµήσει. Τον ήθελε και τον ζητούσε. Επαιζε πολύ γλυκό κλαρίνο κι εγώ του έµοιαζα. ∆εν είχαµε προλάβει να ζεστάνουµε τα όργανα και µετά το τραγούδι, πάνω στο ξεκίνηµα δηλαδή, ο Τζέµος µού ζήτησε τη σειρά µου και να παίξω ένα σόλο κλαρίνο σε
κλέφτικο. Αρχισα να παίζω µε τον τρόπο του µεγάλου δασκάλου Καραγιάννη, ο οποίος ήταν αγαπητός στη Λευκάδα, και µόλις τελείωσα τα χειροκροτήµατα µου δώσανε µεγάλη χαρά. Αλλο πράγµα. Αφού, τελειώνοντας το πανηγύρι, οι τρεις καταστηµατάρχες που είχαν φέρει τα συγκροτήµατα µας κάλεσαν να γλεντήσουνε την τελευταία µέρα µε το δικό µας! Το συγκρότηµα του Τζέµου ήταν από τα καλύτερα. Πήραµε κι άλλες δουλειές – αν και τα άλλα µαγαζιά είχανε φέρει συγκροτήµατα, δεν δούλεψαν.

Το δικό µας γκρουπ είχε πεπειραµένους µουσικούς. Εκτός από τον Τουρκοβασίλη, ο οποίος ήταν πάρα πολύ καλός κλαρινίστας, ήταν µαζί ο Τάκης Τζέµος στο βιολί, ο Κώστας Νταής, επίσης στο βιολί, εγώ, ο Νίδας µε το σαντούρι και ο Γιώργος Νταής –επίσης πολύ καλός-, κιθάρα.
Το γλέντι θα γινόταν για µένα. Ηθελαν να µε ακούσουν πιο ήσυχα, να είναι πιο λίγοι άνθρωποι. Πήγαινα για πρώτη φορά στη Λευκάδα και κατά τη διάρκεια της γιορτής, επειδή “κρατιόµουνα” στο παίξιµο, τη δουλειά όλη την έβγαλε ο Τουρκοβασίλης. Ητανε για µένα µάθηµα να
τον ακούω. Ετσι, αφού τελειώσαµε στο µαγαζί που παίζαµε, κατόπιν πήγαµε πατινάδα εκεί όπου θα γινόταν το γλέντι, περί τα 40 µέτρα. Την πατινάδα την ξεκίνησα εγώ, αφού έπιασα τον Τουρκοβασίλη και του είπα να µην παίξει, επειδή ήτανε κουρασµένος».

∆εµένοι µε τους ανθρώπους

H οικογένεια των Χαλκιάδων αποτελεί ένα ζωντανό κοµµάτι της µουσικής ιστορίας των Ελλήνων. Το στίγµα της παράδοσης δίνεται παντού και πάντα. Ξεκίνησαν από τον τόπο όπου γεννήθηκαν, τη Γρανιτσοπούλα Ιωαννίνων, για να απλωθούν σε όλη την Ελλάδα. H Ηπειρος, όµως, η πατρίδα τους, είναι δεµένη µε τη ζωή τους και τη ζωή των ανθρώπων της. Το κλάµα που βγάζει ο ήχος των κλαρίνων που παίζουν οι Χαλκιάδες είναι το ίδιο κλάµα των Ηπειρωτών για την κοινωνική αδικία, την εγκατάλειψή τους από την Πολιτεία, το παράπονο και τα βάσανα της ζωής.

Οι Χαλκιάδες ήταν και είναι πάντα κοντά τους. Στους γάµους, στα βαφτίσια, στα µεγάλα και στα µικρά πανηγύρια. Και δεν είναι µόνο κοντά στους Ηπειρώτες. Είναι κοντά σε όλους τους Ελληνες και στον Ελληνισµό. Από την Ηπειρο στην Αιτωλοακαρνανία, στην Πελοπόννησο,
στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία και περισσότερο στη Στερεά Ελλάδα. O Λάκης Χαλκιάς θυµάται: «∆εν µετριούνται τα µερόνυχτα που παίξαµε και τραγουδήσαµε σε πανηγύρια. Τον πατέρα µου, τους θείους µου, τα ξαδέλφια µου, τον αδελφό µου δεν τους ενδιέφεραν τα χρήµατα. Είχαν στήσει πάλκο σε εκατοντάδες χωριά αρκετές φορές. Γνώριζαν καλά τον κόσµο, τους χωριανούς κάθε περιοχής. Ηξεραν καλά και τους ευκατάστατους, αλλά και εκείνους που έβγαζαν το µεροκάµατο ίσα-ίσα για να ζουν, να τα φέρουν βόλτα.

Οταν, λοιπόν, κάποιοι µεροκαµατιάρηδες στα πανηγύρια των χωριών πετούσαν στο συγκρότηµα των Χαλκιάδων πολλή χαρτούρα, ο επικεφαλής της κοµπανίας (άλλοτε ο µπαρµπα-Μήτσος, άλλοτε ο µπαρµπα-Φώτης και πολλές φορές ο πατέρας µου), αφού τελείωνε το γλέντι, πήγαινε στα σπίτια των ανθρώπων που ήταν γνωστό πως είχαν λίγα χρήµατα και τους επέστρεφε τα ποσά µε τα οποία είχαν “σηκώσει” την ορχήστρα. Αυτό γινόταν από τους Χαλκιάδες, γιατί ήταν πολύ διακριτικοί στη συµπεριφορά τους και δεν ήθελαν να προσβάλουν εκείνους τους σπουδαίους γλεντζέδες που δεν είχαν καλή οικονοµική κατάσταση».

Στις ΗΠΑ µε τα µοιρολόγια

Οι Χαλκιάδες, όµως, δεν διακρίθηκαν µόνο στην Ελλάδα. Είχαν µεγάλες επιτυχίες και στην Αµερική, είτε µεµονωµένα είτε ως συγκρότηµα. O Τάσος Χαλκιάς από το 1958 έως το 1963 πήγε στις Ηνωµένες Πολιτείες, εργάστηκε µε µικρά λαϊκοδηµοτικά συγκροτήµατα και κάθισε στο ίδιο πάλκο µε τους Γιάννη Παπαϊωάννου, Σταύρο Τζουανάκο και άλλους γνωστούς λαϊκούς καλλιτέχνες.

Εκεί εµπνεύστηκε, έπαιξε και έγραψε το «Ηπειρώτικο µοιρολόι».Το 1964, όταν γύρισε στην Ελλάδα, µε τα αδέλφια του, τα παιδιά του και τα ανίψια του έκανε πάλι συγκρότηµα και εµφανίστηκε σε γνωστά µεγάλα κέντρα της Αθήνας: «Μαυροµµάτης», «Ζούγκλα» κ.ά.

Εφυγε, όµως, πάλι για την Αµερική, έµεινε άλλα τρία χρόνια εκεί και στο διάστηµα αυτό ηχογράφησε γύρω στα 180 δηµοτικά τραγούδια: «Το παράπονο του τσοπάνου», «Ερωτα, πανάθεµά σε», «Αρχοντοπούλα», «Βασιλικέ µου τρίκλωνε» κ.λπ.

Το 1970 εµφανίστηκε µε τον ∆ιονύση Σαββόπουλο και τον Γιάννη Μαρκόπουλο στην Αθήνα, το 1972 έγραψε µουσική για την τραγωδία του Σοφοκλή «Αίαντας», που ανέβασε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, ενώ το 1982 ήταν ο «αρχηγός» στις τρεις µεγάλες συναυλίες του Λυκαβηττού για τα 125 χρόνια των Χαλκιάδων, όπου συµµετείχε όλη η µεγάλη και συµπαγής κοµπανία των συγγενών του. Εφυγε από τη ζωή το 1992. O Μήτσος Χαλκιάς άφησε δύο γιους, τον Πολυχρόνη και τον Λάµπρο. O Πολυχρόνης ήταν ο πατέρας των Χαλκιάδων που έκανε το γνωστό συγκρότηµα. O νεότερος γιος του, o Τάσος, υπήρξε ένα από τα καλύτερα κλαρίνα του αιώνα µας. Τα παιδιά και τα εγγόνια του Τάσου και των άλλων Χαλκιάδων συνεχίζουν την παράδοση. Οι Χαλκιάδες κρατάνε γερά. Εχουν βαθιές ρίζες, συνεχίζουν, κι ας έχουν περάσει πάνω από 160 χρόνια.

Κυριακάτικη Απογευματινή