Η κόρη του βιοµήχανου που ανέβηκε στο πάλκο µε το ακορντεόν

H Λένα Παπαδοπούλου που άφησε το πιάνο και τα ωδεία για να βοηθήσει την οικογένειά της, μπήκε στο στούντιο όπου συμμετείχε σε ηχογραφήσει δίσκο, αλλά κατέληξε να τραγουδά λαικά τραγούδια κορυφαίων δημιουργών της εποχής
08:02 - 15 Ιουλίου 2025
«Οσο βαρύ είναι το ακορντεόν, όταν το ανοίγω και πατώ τα πλήκτρα, βγαίνει αυτός ο υπέροχος ήχος που µε... µεθάει», έλεγε η Λέλα Παπαδοπούλου

Ακούραστη, έξυπνη, δηµιουργική, αλλά και πολύ σεµνή, µα κριά από τη δηµοσιότητα, η Λέλα Παπαδοπούλου ξετυλίγει το κουβάρι µε τις αναµνήσεις της µέσα από εκατοντάδες χαρτάκια της µε κείµενα και σηµειώσεις. ∆εν ξέρει ακόµη αν θα τα εκδώσει σε βιβλίο, όπως υποστηρίζει: «∆εν πάει στον χαρακτήρα µου η προβολή». Εκείνο που την εν διαφέρει και της γεµίζει τη ζωή είναι ότι µπορεί και τραγουδάει: «∆εν µε κούρασε ποτέ αυτή η δουλειά, όσο σκληρή και άχαρη κι αν είναι. Οσο βαρύ είναι το ακορντεόν, όταν το ανοίγω και πατώ τα πλήκτρα, βγαίνει αυτός ο υπέροχος ήχος που µε… µεθάει. Ετσι αρχίζω και το τραγούδι. Για το ακορντεόν, το τραγούδι, την καλή λαϊκή µουσική αναπνέω και ζω».

H Λέλα Παπαδοπούλου είχε πολύ καλές βάσεις από τα µα θητικά της χρόνια και παράλληλα έκανε σπουδές πιάνου στο Ωδείο και κατ’ οίκον µε δύο δασκάλες µουσικής. Και ενώ η εξέλιξή της διαγραφόταν λαµπρή, όλα άλλαξαν µέσα σε λίγες µέρες. O πατέρας της, Παναγιώτης Παναγόπουλος, ιδιοκτήτης λεωφορείου και δύο ταξί, είχε ένα µεγάλο εργο στάσιο κονσερβοποιίας τοµατοπολτού στην Καβάλα. Επεσε έξω και οι δυσκολίες µεγάλωσαν για την οικογένεια.

H Λέλα άφησε το Ωδείο, τις δα σκάλες και το πιάνο και άρχι σε να παίζει ακορντεόν. Σανί δα σωτηρίας µια ταβέρνα που κρατούσε ο πατέρας της (πα ράλληλα µε τις άλλες επιχειρή σεις του) στην Αγία Βαρβάρα, στο Αιγάλεω, κοντά στο Λοιµω δών, το «Γλυκοχάραµα». Εκεί γίνονταν καθηµερινές συνα ντήσεις των πρωτοπόρων του ρεµπέτικου και του λαϊκού τρα γουδιού. H Λέλα θυµάται: «Μό νιµοι επισκέπτες στην ταβέρνα του πατέρα µου ήταν οι Βαµβα κάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάν νου, Χιώτης, Στράτος Παγιουµ τζής, Ζαµπέτας, Περπινιάδης, Ορφέας Κρεούζης, Στεφανά κης Σπιτάµπελος και πολλοί γνωστοί µουσικοί. Ορισµένες φορές έφερναν τα όργανά τους και έπαιζαν. Οταν ο πατέρας µου έπαθε το µεγάλο οικονοµι κό στραπάτσο, εγώ παράτησα το πιάνο κι έπιασα το ακορντε όν. Ετσι όπως ήρθαν ανάποδα τα γεγονότα για την οικογένειά µου, αναγκάστηκα να βγω στη δουλειά».

Στα τέλη του 1950 µε αρχές του 1951, η Λέλα Παπαδοπούλου µε το ακορντεόν ανέβηκε στο πάλκο, από το οποίο δεν ξα νακατέβηκε σχεδόν ποτέ µέ χρι τον Ιούνιο του 2009, όταν έφυγε από τη ζωή. Στα µεγα λύτερα λαϊκά κέντρα της Αθή νας, της Θεσσαλονίκης και της επαρχίας. Σε χιλιάδες εκδη λώσεις σε όλη την Ελλάδα. Σε εκατοντάδες πανηγύρια. Στο πλευρό των µεγάλων: Μάρ κου, Στράτου, Τσιτσάνη, Πα παϊωάννου, Μοσχονά, Καλδά ρα, Τατασόπουλου, Ζαµπέτα, Λαύκα, Καζαντζίδη, Γαβαλά, Μπιθικώτση. Μπήκε στο στού ντιο, όπου συµµετείχε ως ακορ ντεονίστρια σε ηχογραφήσεις δίσκων, αλλά τραγούδησε και συνθέσεις γνωστών δηµιουρ γών του λαϊκού τραγουδιού.

Τα πρώτα χρόνια της στο πάλ κο θυµάται η Λέλα Παπαδο πούλου µε συγκίνηση: «Στου “Βλάχου”, στην Ιερά Οδό στο Αιγάλεω, κάθισα για πρώ τη φορά στο πάλκο, ανάµε σα στον Ζαµπέτα, τον Στράτο και τον Βαγγέλη Περπινιάδη, τον Νίκο Μπουρλιάσκο (πιά νο) και τον Λάκη Ματθαίου, µπουζούκι (αργότερα ιδρυτής του Τρίο Μπελκάντο). Μετά το κέντρο, άρχισαν οι περιοδείες στην επαρχία. Καλαµάτα, Πά τρα και µετά Θράκη. Κάπου στην Κοµοτηνή γνώρισα τον πρώτο µου άνδρα, τον τρα γουδιστή δηµοτικών τραγου διών Γιώργο Παπαδόπουλο. Τον παντρεύτηκα όταν ήµουν δεκαπέντε χρονών. Αποκτήσα µε δύο παιδιά, δουλέψαµε µαζί 10 χρόνια και µετά χωρίσαµε. Τον βλέπω ακόµα και σήµερα. Είµαστε πάντα καλοί φίλοι. Και πολλές φορές τραγουδάµε σε µαγαζί ή σε κάποιες τουρνέ στην επαρχία».

Περιζήτητη

Στο ξεκίνηµά της η Λέλα Παπαδοπούλου ήταν περιζήτη τη, γιατί οι µεγάλοι δηµιουργοί της εποχής τη θεωρούσαν φαι νόµενο. Επαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε παράλληλα. Και η επιβλητική παρουσία της ηλέ κτριζε τον κόσµο που διασκέ δαζε: «Είχα πολύ µεγάλα σουξέ στου “Καλοκαιρινού”, στις Τζι τζιφιές, το 1953. Τέσσερις γυ ναίκες ήµασταν µαζί στη σειρά: Σωτηρία Μπέλλου, Πόλυ Πά νου, Μπέµπα Μπλανς κι εγώ. Για µένα ήταν τα πρώτα χειρο κροτήµατα, τα πρώτα “µπρά βο”, που θα µου µείνουν αλη σµόνητα».

H µεγάλη επιτυχία για τη Λέλα Παπαδοπούλου ήρθε τη δεκα πενταετία 1955-1970. Εµφανί στηκε στα πιο γνωστά λαϊκά κέ ντρα: «Περιβόλας» στη Νίκαια, µε τον Ιορδάνη Τσοµίδη, «Τρι άνα του Χειλά» στη Λεωφόρο Συγγρού, στου «Κολοκοτρώ νη» µε Καζαντζίδη-Μαρινέλλα, στου «Τζίµη του Χονδρού» µε το συγκρότηµα του Πάνου Γα βαλά. Κάποτε, µάλιστα, ο Καζα ντζίδης έδωσε µάχη µια θερινή σεζόν και πήρε τη Λέλα Παπα δοπούλου από το κέντρο «Βε ντέτα», στις Τζιτζιφιές, όπου εµφανιζόταν µε τον Πάνο Γα βαλά και τη Ρία Κούρτη. Μετα ξύ των τραγουδιών που γύρισε σε δίσκους η Λέλα Παπαδοπού λου είναι τα «Ελα κοντά µου, γλυκέ µου αφέντη» του Λαύκα και «Να ήξερα τι έφταιξα» του Ανέστη Αθανασίου.

«Στα πανηγύρια οι καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού συγκέ ντρωναν µεγάλα ποσά την επο χή εκείνη και στο τέλος τα µοι ραζόµασταν», λέει η Λέλα Παπαδοπούλου. Και δεν ξεχνά ένα πανηγύρι του Αϊ-Γιαννιού (29 Αυγούστου) στον Μαρα θώνα, στο κέντρο «Στελάκης» του Στέλιου Πλακίτση. «Ηταν τριήµερο και τραγουδούσα µε από τις εννιά το βράδυ µέ χρι τις οκτώ το πρωί. Εκείνη τη χρονιά, το 1954, ήµουν στο συ γκρότηµα των Τατασόπουλου – Ζαµπέτα – Παπαϊωάννου. Στο τέλος µοιράσαµε ένα σακούλι µε χρυσές λίρες που µας έρι χναν οι Μαραθωνίτες όταν χό ρευαν κι ένα τσουβάλι (της ρί γας – έτσι το έλεγαν) γεµάτο µε κατοστάρικα, πεντακοσάρικα και χιλιάρικα. Στα Μεσόγεια και γενικά στα αρβανιτοχώρια o κόσµος ήταν καλός και γλε ντούσε µε την ψυχή του». H Λέλα Παπαδοπούλου είχε κά νει δύο γάµους και είχε αποκτή σει τρία παιδιά και τρία εγγόνια. Πρώτος σύζυγος, ο τραγουδι στής Γιώργος Παπαδόπουλος, µε τον οποίο έχει µια κόρη, τη Ζαφείρα, κι έναν γιο, τον Πανα γιώτη. ∆εύτερος γάµος της µε τον Βασίλη ∆εληγιάννη, κτη µατοµεσίτη από τα Χάλια (∆ρο σιά) Χαλκίδας, µε τον οποίο είχαν έναν γιο, τον ∆ηµήτρη. «Ενιωθα καινούργια τη ζωή κάθε φορά που χώριζα µε τους άνδρες µου», λέει. «Ηµουν και θα µείνω για πάντα ελεύθερος άνθρωπος, να ορίζω όπως εγώ κρίνω τον εαυτό µου». Εφυγε στα 76 της χρόνια, νικηµένη από τον καρκίνο.

Κυριακάτικη Απογευματινή