Η Μικρασιατική Εκστρατεία δεν ήταν παρά µια τυχοδιωκτική περιπέτεια, ένα τυχερό παιχνίδι, όπου η Ελλάδα έχασε το ένα της ποδάρι, αυτό που πάτησε στην ασιατική ήπειρο. Ανάπηρη τότε και ακρωτηριασµένη, κατέστη περίγελος εχθρών και συµµάχων. Παρ’ όλ’ αυτά, οι επίδοξοι δικτάτορες ήθελαν να την εξουσιάζουν και να τη νέµονται, έστω κι αν την κατέστρεφαν ολοκληρωτικά. Για να περάσει το µήνυµά του από ενδεχόµενες απαγορεύσεις και λογοκρισίες, ο δηµιουργός του τραγουδιού παρουσίαζε όλο το περιεχόµενό του σαν φαντασίωση που την προκαλούσε η κατανάλωση ηρωίνης.
Η επιλογή αυτού του ναρκωτικού ήταν εύστοχη, αφού η ηρωίνη προκαλεί ψευδαισθήσεις ηρωισµού και µεγαλείου και πολύ σωστά χαρακτηρίστηκε «ναρκωτικό των ηρώων». Οι «αλλοφρονούντες ήρωες» της πολιτικής «µαστουρώνουν» και διεγείρονται µε τη δύναµη της εξουσίας, στην οποία εθίζονται και ζητούν ολοένα µεγαλύτερες δόσεις, ενώ οι αδύναµοι άνθρωποι του οικονοµικού και κοινωνικού περιθωρίου γίνονται «ήρωες» και «ισχυροί άνδρες» µε τα ναρκωτικά και ιδιαίτερα την «άσπρη σκόνη». Μετά τη φαντασίωση της Μεγάλης Ιδέας και παράλληλα µε εκείνες των «τεχνητών παραδείσων», ακµάζουν οι φαντασιώσεις εθνοσωτήρων: Από το βράδυ ώς το πρωί µε πρέζα στέκω στη ζωή κι όλο τον κόσµο καταχτώ την άσπρη σκόνη σαν ρουφώ. Ολος o κόσµος είναι χτήµα µου σαν έχω πρέζα και ρουφάω κι οι πολιτσµάνοι όταν θα µε δουν, µελάνι αµολάω.
Σαν µαστουρωθείς, γίνεσαι ευθύς βασιλιάς, δικτάτορας, θεός και κοσµοκράτορας. Πρέζα όταν πιεις, ρε, θα ευφρανθείς κι όλα πια στον κόσµο ρόδινα θε να τα δεις. ∆ική µου είναι η Ελλάς µε την κατάντια της γελάς της λείπει το ’να της ποδάρι, ρε, και το παίξανε στο ζάρι. Εγώ θα είµαι, ρε, δικτάτορας κι ο κόσµος στάχτη αν θα γίνει, o ένας θα µ’ ανάβει τον λουλά κι o άλλος θα τον σβήνει.
Η έκδοση του δίσκου µε τη Ρόζα Εσκενάζυ πρέπει να τοποθετηθεί ανάµεσα στα τέλη του 1929, τότε που η τραγουδίστρια αυτή εµφανίστηκε στη δισκογραφία, και στην 4η Αυγούστου 1936, αφού ένα τόσο τολµηρό τραγούδι δεν θα µπορούσε να φωνογραφηθεί στη διάρκεια της σκληρής τροµοκρατικής δικτατορίας του Μεταξά. O δηµιουργός του τραγουδιού (ή οι δηµιουργοί του, σε περίπτωση που στιχουργός και συνθέτης δεν ταυτίζονται) κρύβεται πίσω από το ψευδώνυµο Σ. Ψυριώτης ή N. ∆έλτας. Τα λόγια στοιχεία (καθαρεύουσας και δηµοτικής), όπως: ευθύς, ευφρανθείς, θε να τα δεις, Ελλάς, οι κάπως περίπλοκες οµοιοκαταληξίες και άλλα ακόµα σηµεία δείχνουν ότι οι στίχοι είναι έργο λογίου που µιµείται το λαϊκό ύφος.
Οσο για τη µουσική, παρ’ όλο που παρουσιάζει επιδράσεις από επιθεώρηση, εντάσσεται σίγουρα στο λαϊκό τραγούδι µε µορφολογικά στοιχεία, όπως o ρυθµός, που είναι τσιφτετέλι, ο µελωδικός δρόµος, που είναι χιτζάζ, η λαϊκή τραγουδίστρια Εσκενάζυ και η σµυρναίικου τύπου ορχήστρα. Η υπόθεση ότι έχουµε να κάνουµε µε λόγιο δηµιουργό των στίχων επαληθεύεται από µερικά απροσδόκητα ευρήµατα. Στους στίχους του τραγουδιού εντοπίζονται πέντε σηµεία που συγγενεύουν µε στίχους της νεοελληνικής ποίησης και ιδιαίτερα της σατιρικής: η τελείως ασυνήθιστη οµοιοκαταληξία «Ελλάς-γελάς» προέρχεται από το ποίηµα του Σουρή «Στην Ελλάδα», µε χρονολογία δηµοσίευσης το 1886. Το θέµα της µέθης από ναρκωτικές ή άλλες διεγερτικές ουσίες, συσχετισµένο µ’ εκείνο της πολιτικής, το βρίσκουµε στα «Σατιρικά γυµνάσµατα» του Παλαµά (1912).
Η λέξη «ποδάρι», που ξαφνιάζει µε την τραχύτητά της και µάλιστα συµµετέχει σε µια απροσδόκητη οµοιοκαταληξία, συναντιέται στον «Μιχαλιό» του Καρυωτάκη («Ελεγεία και Σάτιρες», 1927). Κι ακόµα, το τυχερό παιχνίδι, και συγκεκριµένα «το ζάρι», σαν µεταφορά που δηλώνει το διακύβευµα αξιών, χρησιµοποιήθηκε από τον Βάρναλη στους «Σκλάβους Πολιορκηµένους» (1927). Ενα πέµπτο σηµείο συγγενεύει µε µη σατιρικό ποίηµα: η περίφραση «άσπρη σκόνη», που αντικαθιστά µε λεπτό τρόπο τη λέξη «ηρωίνη», συναντιέται στο «Ενας νέγρος θερµαστής από το Τζιµπουτί» του Νίκου Καββαδία (1933). Η ελληνική ποίηση, και ειδικότερα η σατιρική, ως φιλολογική πηγή του τραγουδιού, επιβεβαιώνει ότι ο στιχουργός είναι λόγιος και ότι γνωρίζει πολύ καλά τη σχετική παράδοση. Τονίζει ακόµα τις σατιρικές του προθέσεις που κρύβονται λιγάκι πίσω από το πρόσχηµα της εξύµνησης των ναρκωτικών. Μια παραλλαγή του τραγουδιού, που δεν κυκλοφόρησε σε δίσκο, σατιρίζει τον Ελευθέριο Βενιζέλο του Μεσοπολέµου. Την παραθέτουµε εδώ, αν και µερικά σηµεία της είναι ασαφή, λόγω ελλιπούς καταγραφής: Τι βλέπεις, κόσµε, και γελάς; ∆ική µου όλη η Ελλάς! Την έχουν κάνει κάποιοι λύκοι που την περάσαν για τσιφλίκι.
∆ικό µου και το Εθνικό! κανείς δεν έχει µερτικό. ∆ική µου όλη η Ελλάς! εγώ ’µαι o Λευτέρης ο µπελάς.
Το τραγούδι «∆ική µου είναι η Ελλάς» µε τις παραλλαγές του καλύπτει ολόκληρη την πολιτική σκηνή του Μεσοπολέµου: Βενιζέλο, βασιλιά, βενιζελικούς και βασιλικούς, δικτάτορες και επίδοξους δικτατορίσκους. Με τις παραποµπές του σε µερικούς από τους σπουδαιότερους νεοέλληνες σατιρικούς και µε καταβολές από την επιθεώρηση, µπορεί να θεωρηθεί σαν µια καλή πρώτη εµφάνιση και εισαγωγή της πολιτικής σάτιρας µέσα στο λαϊκό τραγούδι.
Kυριακάτικη Απογευματινή