Το τέλος του διχασµού µέσα από δύο τραγούδια

Ο Παναγιώτης Τούντας στο πρώτο καλωσορίζει τον βασιλιά Γεώργιο Β' και στο δεύτερο εκφράζει βαθιά θλίψη για τον θάνατο του Βενιζέλου
17:39 - 5 Αυγούστου 2025
Ο Π. Τούντας είδε με συμπάθεια την έξοδο της γυναίκας από το σπίτι και την είσοδό της στα επαγγέλματα της πόλης

Ο διχασµός του ελληνικού λαού σε βενιζελικούς και βασιλικούς, που κράτησε γύρω στις δύο δεκαετίες και επηρέασε αρνητικά τις εθνικές εξελίξεις, τερµατίστηκε το 1936 µε τον θάνατο του Βενιζέλου. Το τέλος της ιστορικής αυτής διαίρεσης σηµαδεύτηκε από δύο τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα. Στο πρώτο καλωσορίζει µε τα θερµότατα λόγια τον ερχοµό του βασιλιά Γεωργίου Β’ και την επαναφορά της βασιλείας στην Ελλάδα. Στο δεύτερο, λίγο αργότερα, εκφράζει µε αλληγορικό τρόπο τη βαθιά λύπη για τον θάνατο του Βενιζέλου. Θα κάνουµε µια προσπάθεια να εξηγήσουµε αυτή την αντίφαση µέσα από τα δεδοµένα της εποχής, αλλά και από τα ελλιπή στοιχεία που έχουµε για την προσωπικότητα του Παναγιώτη Τούντα.

Οι δύο ένδοξοι άνδρες των Βαλκανικών Πολέµων του 1912-1913, που διπλασίασαν την ελληνική επικράτεια, ήταν ο Κωνσταντίνος και ο Βενιζέλος. Ο πρώτος δοξάστηκε ως αρχιστράτηγος και ο δεύτερος ως πρωθυπουργός. Το εµβατήριο εκείνης της εποχής, που υµνούσε τον διάδοχο και αργότερα βασιλιά Κωνσταντίνο, δανειζόταν τη µεγαλόπρεπη µεταφορά του από τη φύση και την τοποθετούσε µπροστά από ένα σκηνικό πολεµικής δράσης.

Τ’ αητού ο γιος πάει κι αυτός εµπρός και στη δόξα αυτός µας οδηγεί µε γυµνό σπαθί, όπου ο αητός µας πει, ο αητός οπού πατεί και τρέµ’ η γη.

Ετσι, ο Κωνσταντίνος δεν ήταν απλά ένας άνθρωπος. Ηταν ένας άνθρωπος-πουλί των παραµυθιών, ο χρυσός αετός που µεταµορφώνεται σε βασιλόπουλο, εκφράζοντας τις προσδοκίες πολλών αιώνων. Κι ακόµα, ο συνεχιστής µιας παράδοσης που περνούσε από τον άλλο αετό, τον ∆ικέφαλο του Βυζαντίου, και τον άλλο Κωνσταντίνο, τον µαρµαρωµένο βασιλιά της Κωνσταντινούπολης. Ηταν λοιπόν ο Κωνσταντίνος ένας βασιλιάς-σύµβολο µιας νέας ελληνικής αυτοκρατορίας µε πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Στο εµβατήριο του Βενιζέλου η µεγαλοπρέπεια προερχόταν από τη σύγκριση µε γεωγραφικά µεγέθη, όπως είναι ο Ψηλορείτης, το βουνό της Κρήτης. Κι ακόµα από τον χαρακτηρισµό του δοξασµένου Κρητικού ως «πατέρα της πατρίδας» και «πατέρα της φυλής»: Βενιζέλε µας, πατέρα της πατρίδας, Βενιζέλε µας, πατέρα της φυλής (…) Βενιζέλε, τι χαρά, µόνο συ το ξέρεις το στρατί που βγάζει πέρα στην Αγιά Σοφιά.

Στόχοι και πολιτικές

Το γεγονός ότι o κάθε βενιζελικός ένιωθε τον «Μεγάλο Αρχηγό» σαν «πατέρα» δηµιουργούσε µια οικειότητα µεγαλύτερη από εκείνην που υπήρχε ανάµεσα στον βασιλιά και τους πιστούς του οπαδούς-υπηκόους. Η δόξα που ακολουθούσε αυτά τα δύο πρόσωπα, πολωµένη σε δύο αντίθετους και αντίπαλους πόλους, σπατάλησε τον δυναµισµό της Ελλάδας σε άγονες περιπέτειες και έφερε την καταστροφή. Η αντίθεση των δύο µερίδων συνοψιζόταν στο ερώτηµα: Ποια στάση θα έπρεπε να κρατήσει η Ελλάδα απέναντι στους αντιπάλους του Μεγάλου Πολέµου, που άρχισε το 1914; Ο Βενιζέλος ήθελε την έξοδο στον πόλεµο στο πλευρό των Αγγλογάλλων, µε την ελπίδα πως θα µεγάλωνε περισσότερο την έκταση της Ελλάδας. Ο γερµανόφιλος βασιλιάς Κωνσταντίνος ήθελε την ουδετερότητα, που ευνοούσε τους Γερµανούς. ∆ηλαδή πίσω από τον διχασµό κρύβονταν οι ξένοι που υποκινούσαν τις αντιθέσεις των δύο µερίδων της άρχουσας τάξης, στην προσπάθειά τους να πετύχουν τους στόχους τους στον Παγκόσµιο Πόλεµο. Οταν οι Αγγλογάλλοι έδιωξαν τον Κωνσταντίνο, το 1916, επικράτησε η πολιτική Βενιζέλου και ακολούθησε η Μικρασιατική Εκστρατεία της Ελλάδας µε την παρακίνηση των συµµάχων της. Οι εκλογές του 1920 στο αποκορύφωµα της εκστρατείας έφεραν στην κυβέρνηση τους βασιλόφρονες και τον βασιλιά πίσω στον θρόνο του. Οµως ο Κωνσταντίνος συνέχισε τον πόλεµο που άρχισε ο Βενιζέλος, δείχνοντας έτσι πόσο υποκριτική ήταν η αλλοτινή ειρηνοφιλία του. Με τις εκλογές του 1920 ο Βενιζέλος µετακίνησε τις ευθύνες για την επικείµενη Μικρασιατική Καταστροφή πάνω στους βασιλόφρονες. Η δίκη και η εκτέλεση έξι επιφανών απ’ αυτούς, και λίγο αργότερα η κατάργηση της βασιλείας, ικανοποίησε και εκτόνωσε την οργή των προσφύγων. Οι βενιζελικές κυβερνήσεις του Μεσοπολέµου, είτε του ίδιου του Βενιζέλου είτε των βενιζελικής προέλευσης αξιωµατικών, έδειξαν ένα δηµαγωγικό ενδιαφέρον για τους πρόσφυγες, σε αντίθεση µε την εχθρότητα που έδειξαν οι βασιλικοί.

Οι «βενιζελικοί» του λαϊκού

Ο Ελ. Βενιζέλος δοξάστηκε ως πρωθυπουργός

Γι’ αυτούς τους λόγους η συντριπτική πλειονότητα των ξεριζωµένων ήταν βενιζελικοί. Πολλοί µάλιστα απ’ αυτούς διατηρούσαν την ουτοπική ελπίδα ότι ο Βενιζέλος θα τους ξανάπαιρνε πίσω τις «χαµένες πατρίδες», όταν θα έβρισκε την κατάλληλη ευκαιρία. Ανάµεσα στους βενιζελικούς Μικρασιάτες ήταν και αρκετοί από τους συνθέτες του λαϊκού τραγουδιού, όπως προκύπτει από τα τραγούδια τους ή από άλλες µαρτυρίες: Γιάννης ∆ραγάτσης, Κώστας Καρίπης, Σταύρος Παντελίδης, Μανώλης Χρυσαφάκης και άλλοι. Οσον αφορά τον Παναγιώτη Τούντα, θα προσπαθήσουµε να εξιχνιάσουµε την ιδεολογία του µέσα από το ίδιο του το έργο. Με τα τραγούδια του, τα οποία υµνούν κοπέλες άλλων εθνικοτήτων, εκτός από την ελληνική, όπως είναι η «Αρµενοπούλα» και η «Τουρκοπούλα», ο Σµυρνιός συνθέτης έδειξε έλλειψη σοβινισµού και πλατιά διεθνιστική αντίληψη, συνέχεια της ιδεολογίας του σµυρναίικου τραγουδιού που αναπτύχθηκε στον πολυεθνικό χώρο της µικρασιατικής µεγαλούπολης. Επίσης, ο Τούντας είδε µε συµπάθεια, που έφτανε µέχρι τον θαυµασµό, την έξοδο της γυναίκας από το σπίτι και την είσοδό της στα επαγγέλµατα της πόλης.

Η εργαζόµενη γυναίκα στα τραγούδια του έχει τη δύναµη να δουλεύει, να επιβιώνει, να αποκρούει τους κινδύνους, να φαίνεται ισάξια µε τους άντρες ή και καλύτερή τους, χωρίς να χάνει τίποτε από την οµορφιά, τη θηλυκότητα ή την αξιοπρέπειά της. Τα τραγούδια του εκφράζουν τις χαµηλές οικονοµικές τάξεις, τάσσονται µε τη µεριά των φτωχών και δείχνουν περιφρόνηση απέναντι στον πλούτο και τους πλούσιους. Ο Τούντας έδειξε κι ένα ασυνήθιστο ενδιαφέρον για τα πολιτικά θέµατα, παρά τα εµπόδια και τον φόβο από τις συντηρητικές κυβερνήσεις της εποχής του Μεσοπολέµου.

Κι ακόµα, είναι εκείνος που εισήγαγε την έννοια της συνειδητοποιηµένης εργατικής τάξης, της «τιµηµένης εργατιάς», µέσα στο λαϊκό τραγούδι. Για την τάση του να καταπιάνεται µε τολµηρά θέµατα τιµωρήθηκε αργότερα, επί δικτατορίας του Μεταξά, µε την καταδίκη του από δικαστήριο και τον παραµερισµό του από τις εταιρείες. Στα 1928 ο Βενιζέλος θέσπισε τον νόµο περί «Ιδιωνύµου», όπως έµεινε γνωστός, που στρεφόταν ενάντια στους κοινωνικούς αγώνες και στις κοινωνικές αλλαγές. «Το νοµοσχέδιον επιδιώκει να κτυπήσει τους οπαδούς της τρίτης διεθνούς, τον µπολσεβικισµόν …», είχε πει στη Βουλή. Η λέξη «µπολσεβίκος» γίνεται κάτι περισσότερο και από µπαµπούλας για τον «νοµιµόφρονα» αστό, που «σαν ακούει τη λέξη µπολσεβίκοι σηκώνονταί του οι τρίχες απ’ τη φρίκη». Οµως και για τους εργάτες και τους δηµοκράτες αγωνιστές είναι φοβερός αυτός ο χαρακτηρισµός, αφού σηµαίνει φακέλωµα, φυλακή και εξορία.

«Μπολσεβίκα»

ο Ελ. Βενιζέλος με τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α’

Αυτή τη λέξη-ταµπού ο Τούντας τόλµησε να τη βάλει σ’ ένα τραγούδι του, προκαλώντας έτσι κάποιες υποψίες. Η «Μπολσεβίκα», που κερνάει τα «µαγκάκια» και περιφρονεί τα µεγαλεία, θυµίζει τις άλλες περήφανες γυναικείες φυσιογνωµίες του Τούντα που προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις: τη «Μόρτισσα Κική», που περιφρονεί τα πλούτη και θέλει να βρει άντρα εργάτη, γιατί όπως λέει: «Μέσα στην τίµια εργατιά βρίσκεις τα πιο καλά παιδιά». Κι ακόµα, την τετραπέρατη «Γκαρσόνα», που ξέρει να αµύνεται και να δίνει µαθήµατα σ’ αυτούς που την παρενοχλούν και τη φλερτάρουν. Φυσικά, ο Τούντας σε κάποια απ’ αυτά τα τραγούδια αναµιγνύει τα εργατικά στοιχεία µε µάγκικα, θολώνοντας κάπως τα µηνύµατα. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι καθρεφτίζει στους στίχους του τις αντιφάσεις του Μεσοπολέµου, όπου οι έννοιες των εργατικών και κοινωνικών αγώνων συγχέονταν µε κάποιες άλλες λαϊκές έννοιες της εποχής. Αλλη πιθανή εξήγηση είναι, ίσως, η προσπάθεια του συνθέτη να ξεπεράσει τις απαγορεύσεις και να µιλήσει για τολµηρές έννοιες και λέξεις, καµουφλάροντάς τες µε άλλες φράσεις παραπλανητικές. Πάντως η συµπάθειά του για την «Μπολσεβίκα» είναι φανερή και ενισχύεται από την ανάλογη συµπάθεια που έδειξε στα γυναικεία πρόσωπα των άλλων τραγουδιών του:

Ελα, βρε µπολσεβίκα µου, κέρνα µας, κέρνα µας, φωνάζουν τα µαγκάκια. Ελα να κερνάς, να καλοπερνάς, µε τ’ άσπρα σου χεράκια έλα να κερνάς, να καλοπερνάς. Εγώ είµαι η µπολσεβίκα µε τ’ αλάνια θα γλεντώ, ρετσίνα θα ρουφάω, γλυκά θα τραγουδάω, µεγαλεία δεν ψηφάω και τους µάγκες θ’ αγαπώ. Ελα, βρε µπολσεβίκα µου, κέρνα µας, κέρνα µας, τραγούδα και λιγάκι και σαν τραγουδάς θα καλοπερνάς, v’ ανάψει το µεράκι και σαν τραγουδάς θα καλοπερνάς.

Ο Βασίλης Γεώργιος Β’ υμνήθηκε ως αρχιστράτηγος

Η οικονοµική κρίση του 1929 χτύπησε και την Ελλάδα, σκορπίζοντας την ανεργία, την υποαπασχόληση και τη φτώχεια. Η ακρίβεια προκάλεσε δυσφορία στον λαό. Τα οικονοµικά προβλήµατα έριξαν το γόητρο της κυβέρνησης Βενιζέλου, που αναγκάστηκε να παραιτηθεί τον Μάιο του 1932. Ο Τούντας κατέγραψε το γεγονός της οικονοµικής κρίσης, κάνοντας ακόµα µια φορά ένα τραγούδι του µαρτυρία των πολιτικών, ιστορικών και κοινωνικών συµβάντων της εποχής του. Το ερωτικό θέµα που χρησιµεύει σαν πλαίσιο κάνει ηπιότερο το θέµα της φτώχειας και της οικονοµικής κατάρρευσης µιας ολόκληρης κοινωνίας, κι έτσι διευκολύνει την εγγραφή του σε δίσκο: Μες στη φτώχεια, µες στην κρίση έφυγες, βρε Νίνα µου, βρήκες άλλον ν’ αγαπήσεις, όµορφη τσαχπίνα µου. Μ’ άφησες φτωχό, µονάχο, Νίνα, δυο καηµούς µαζί για να ’χω, Νίνα. Τραγουδώ ο φτωχός και κλαίγω µέρα-νύχτα, Νίνα µου, µε παράπονο σου λέγω, µ’ έκαψες, τσαχπίνα µου. ∆ώσ’ µου την καρδιά µου πίσω, Νίνα κι ο φτωχός εγώ θα ζήσω, Νίνα.

Κυριακάτικη Απογευματινή