Πένθος στο Χόλιγουντ για την Ντάιαν Κίτον. Η σούπερ σταρ με το υποκριτικό βάθος, το αξεπέραστο στιλ και το φωτεινό πρόσωπο, που χάραξε μια μυθική πορεία στον κινηματογράφο, δεν είναι πια εδώ: ο θάνατός της, στα 79, βύθισε τη «Μέκκα του σινεμά» και όχι μόνο σε θλίψη. Στο σκοτάδι, καθώς πλέον κανείς δεν θα απολαμβάνει το φως με το οποίο έλουζε τα πάντα γύρω της. Βραβευμένη με τον «θείο Όσκαρ» για την ερμηνεία της στο «Annie Hall» («Ο νευρικός εραστής») του πραγματικού, επί μακρόν εραστή της Γούντι Άλεν, υπήρξε κοσμαγάπητη και ως περσόνα και ως καλλιτέχνιδα. Επίσης, πνεύμα ελεύθερο, πολέμια του γάμου, ένα «παιδί των λουλουδιών» που έζησε με πάθος, χιούμορ και ευγένεια. Οι ερμηνείες της; Χαρισματικές. Εμποτισμένες με το σπάνιο χάρισμα που διέθετε να ισορροπεί ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό.

Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Λεονάρντο Ντι Κάπριο ήταν από τους πρώτους που εξέφρασαν τη βαθιά θλίψη τους για την απώλειά της. Η Τζέιν Φόντα δήλωσε κατασυγκινημένη: «Ήταν μια σπίθα ζωής, γεμάτη φως, με ατελείωτο γέλιο -για τον εαυτό της-, αστείρευτα δημιουργική, μοναδική. Παρότι δεν θα το παραδεχόταν ποτέ, υπήρξε εξαιρετική ηθοποιός». Για σταρ τέτοιου μεγέθους, ήταν ασυνήθιστα ταπεινή, ενώ τη χαρακτήριζε μια γνήσια αυτοσαρκαστική διάθεση.
Ένα αστέρι γεννιέται
Γεννημένη το 1946 στο Λος Άντζελες ως Ντάιαν Χολ, μεγάλωσε σε μια απλή αστική οικογένεια, με πατέρα πολιτικό μηχανικό και μια «απίστευτα δημιουργική», όπως έλεγε, μητέρα. Γρήγορα έδειξε τη ροπή της στην ηθοποιία. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 πρωταγωνίστησε στο μιούζικαλ «Hair», έχοντας αλλάξει το όνομά της σε Κίτον, το επίθετο της μητέρας της, και έγινε αστέρι πρώτου μεγέθους. Μαζί και το πρόσωπο μιας γενιάς, μιας ολόκληρης εποχής που ζητούσε την ελευθερία. Από κοινού με τη γνήσια, ανιδιοτελή αγάπη.

Η μεγάλη ευκαιρία για καριέρα, την οποία άδραξε επιτόπου, ήρθε το 1972 με τον ρόλο της στον εμβληματικό «Νονό» του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Απέναντι στον Αλ Πατσίνο, με τον οποίο έζησε έναν επίσης μεγάλο έρωτα, για τον οποίο χύθηκαν τόνοι μελάνης, έδωσε μια ερμηνεία γεμάτη εσωτερικότητα, ευθραυστότητα, γράφοντας για πάντα το όνομά της στην ιστορία του κινηματογράφου. Την ίδια δεκαετία, οι συνεργασίες της με τον Γούντι Άλεν («Play It Again, Sam», «Sleeper», «Love and Death») θα κορυφωθούν με το αριστούργημα «Annie Hall» (1977) – και με θέμα τη σχέση τους. Εν προκειμένω, η τέχνη θα αντιγράψει τη ζωή και η ηθοποιός με το χαρακτηριστικό ανδρόγυνο στιλ -με καπέλα, γιλέκα και μονίμως με παπούτσια flat, δίχως τακούνι- θα γίνει και fashion icon.

Πίσω από τη λάμψη, ωστόσο, κρυβόταν η βαθιά της ευαισθησία. Μιλούσε ανοιχτά, εξάλλου, για τη μάχη με τη βουλιμία και τις διαρκείς ανασφάλειές της. Ίσως αυτή η ευαισθησία και η ανεπανάληπτη αφοσίωση στην τέχνη της εξηγούν γιατί κάθε ρόλος της -από το «Οι κόκκινοι» του Γουόρεν Μπίτι έως το απολαυστικό «Κάλλιο αργά παρά αργότερα» με συμπρωταγωνιστή τον Τζακ Νίκολσον- είχε κάτι το αδιαπραγμάτευτα αληθινό. Ήταν σαν να έβγαζε κάθε φορά κάτι από την ψυχή της.
Κατά του γάμου
Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν πίστευε σε συμβάσεις, αλλά έζησε τον έρωτα ως το κόκαλο: εκτός των δύο προηγούμενων, επιβάλλεται να προσθέσουμε τον αποκαλούμενο μεγαλύτερο γυναικοκατακτητή όλων των εποχών του Χόλιγουντ και επίσης συνάδελφό της, τον Γουόρεν Μπίτι. «Το ταλέντο είναι απίστευτα ελκυστικό» έλεγε, «διασκεδάζοντας» την τέλεια, ομολογουμένως, εικόνα του. Στα 50 αποφάσισε να γίνει μητέρα, υιοθετώντας την Ντέξτερ και τον Ντιουκ. Με περισσότερες από πέντε δεκαετίες καριέρας, ήταν «larger than life» – πανέμορφη καθ’ όλους τους τρόπους, που δεν φοβόταν να γεράσει, να τσαλακωθεί και να γελάει δυνατά – όσο κι αν την αποδυνάμωνε, και τελικά τη νίκησε, ο καρκίνος. Και η περιουσία της; 94,1 εκατομμύρια ευρώ. Προήλθε και από το ότι υπήρξε επί μακρόν δεινή flipper ακινήτων, ήταν εξαιρετική δηλαδή στο να ανακαινίζει με μοναδική αισθητική και να μεταπωλεί πολυτελείς κατοικίες στο Λος Άντζελες. Αυτό που λένε «one of a kind».
Εφημερίδα Απογευματινή