Το λαϊκό τραγούδι στο µαύρο 1940-41

Ο Ελληνοιταλικός πόλεμος προσεγγίστηκε από τη μουσική και την στιχουργηκή της εποχής με μια ποικιλία διαθέσεων
14:48 - 13 Νοεμβρίου 2025

Το λαϊκό τραγούδι στρατεύεται στο πλευρό του επίσηµου κράτους. Ο Στέλιος Κεροµύτης, µε µια µπάσα λαϊκή φωνή, που µιµούνταν εκείνη του Μάρκου Βαµβακάρη, τόσο ώστε να µην ξεχωρίζεις τη µία απ’ την άλλη, τραγούδησε ένα δικό του τραγούδι: «Καιρός πια το µπουζούκι µου στο πλάι να τ’ αφήσω, να πάρω το ντουφέκι µου, να πά’ να πολεµήσω.
∆εν το βαστάω, σπλάχνο µου, να κάθοµαι δω πέρα, και τα παιδιά να πολεµούν κει πάνω νύχτα µέρα. Είµαι παιδί φιλότιµο και πάω να νικήσω, τους φίλους να µην ντρέποµαι σαν θα ξανάρθω πίσω. Θ’ αφήσω πια την πένα µου, θα πιάσω τη σκανδάλη, να δείξω την αντρεία µου, καθώς και τόσοι άλλοι».

Ωστόσο, ο Μάρκος Βαµβακάρης κατάφερε και πάλι να πρωτοτυπήσει απέναντι στον Κεροµύτη. Ο κύριος εκφραστής της ρεµπέτικης και µάγκικης ζωής, που είναι πάντα µια στάση αναρχική απέναντι στο κράτος, έρχεται να σαρκάσει την επιστράτευση, τον πόλεµο, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του. Σαν άλλος «Μιχαλιός», που δεν µπορούσε να µάθει καν το «επ’ ώµου» και που παρακαλούσε τον κυρ δεκανέα να τον στείλει πίσω στο χωριό του, ο Μάρκος δυσκολευόταν να µάθει το «παρά πόδα» και το «αλτ», ταλαιπωρώντας έτσι τον κυρ λοχία. Η στρατιωτική ορολογία γίνεται αντικείµενο κοροϊδίας και ο στρατώνας του πεζικού είναι µια πραγµατική φυλακή για τον Βαµβακάρη.
«Οσο κι αν το έλεγαν πολλοί, εγώ δε φανταζόµουν, πως τώρα στα γεράµατα φαντάρος θα ντυνόµουν.

Κι όµως µε βάλαν στη γραµµή, σε ‘‘φάλαγγα κατ’ άνδρα’’ και µε διπλοκλειδώσανε στου πεζικού τη µάντρα. Ο κυρ λοχίας ο φτωχός, ωσότου να µε µάθει το ‘‘παρά πόδα’’ και το ‘‘αλτ’’, ο
δόλιος είχε πάθει». Ετσι, δίπλα στην ηρωική και λίγο-πολύ ρητορική στάση των άλλων λαϊκών τραγουδιών του ’40 έχουµε και την αντιηρωική και αντιρητορική σκοπιά του Βαµβακάρη, που µπορεί να µην τονίζει το πατριωτικό και εθνικό στοιχείο, αλλά προβάλλει κάτι σηµαντικότερο, ίσως την άµεση, φυσική και ειλικρινή αντίδραση του ανθρώπου που δεν προσαρµόζεται εύκολα στις καταστάσεις που του επιβάλλει η εξουσία, όποιες κι αν είναι αυτές. Οµως, ας δούµε τώρα ποια ήταν η στάση του Κοµµουνιστικού Κόµµατος κατά την έναρξη του πολέµου – στάση που, όπως θα δούµε, επέδρασε πάνω στα σχετικά λαϊκά τραγούδια.

Οι αριστεροί

Πολλοί εξόριστοι και φυλακισµένοι κοµµουνιστές από την πρώτη στιγµή ζητούσαν γραπτά και επίµονα να αποφυλακιστούν για να πάνε να πολεµήσουν στην πρώτη γραµµή. Ο τότε γενικός γραµµατέας του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, σε ανοιχτή επιστολή του, που δηµοσιεύθηκε στις 2 Νοεµβρίου 1940, έλεγε µεταξύ άλλων: «Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήµερα έναν πόλεµο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στον φασισµό του Μουσολίνι. ∆ίπλα στο κύριο µέτωπο και ο κάθε βράχος, η κάθε ρεµατιά, το κάθε χωριό, καλύβα µε καλύβα, η κάθε πόλη, σπίτι µε σπίτι, πρέπει να γίνει φρούριο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα». Αυτή η στάση δεν άφησε, βέβαια, ανεπηρέαστους όσους λαϊκούς συνθέτες ανήκαν στον κόσµο της Αριστεράς και έγραψαν τραγούδια για τον πόλεµο του ’40. Χαρακτηριστικό παράδειγµα, ο ∆ηµήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), που παρά τα λούµπεν προλεταριακά στοιχεία στον χαρακτήρα του εντάσσεται σαφώς στον χώρο της Αριστεράς. Το τραγούδι του «Τους Κενταύρους δε φοβάµαι» παρουσιάζει µια διάθεση ολόψυχης συµµετοχής στον πόλεµο εναντίον των Ιταλών. Οι «Κένταυροι», για τους οποίους γίνεται ειδική µνεία, ήταν µία θωρακισµένη ιταλική µεραρχία, που γνώρισε θεαµατική ήττα στο Καλπάκι. «Για ντουφέκι δε µε νοιάζει, ούτε βάζω πια µαράζι, συντροφιά έχω τη λόγχη τη γλυκιά µου ξιφολόγχη. Αγκαλιά µ’ αυτήν κοιµάµαι, τους Κενταύρους δε φοβάµαι, θαύµατα µ’ εκείνην κάνω στις βουνοκορφές απάνω.

Οι φρατέλοι σαν µε δούνε ψάχνουν δρόµο για να βρούνε, µα τους στρώνω στο κυνήγι κι εκείνοι όπου φύγει-φύγει». Η ιταλική επίθεση αποκρούστηκε και στις 14 Νοεµβρίου άρχισε η ελληνική αντεπίθεση. Ο υπουργός Εξωτερικών και γαµπρός του Μουσολίνι, Γκαλεάτσο Τσιάνο, έγραφε στο ηµερολόγιό του τα εξής χαρακτηριστικά: «Η ατµόσφαιρα είναι βαριά. Τα
ιταλικά στρατεύµατα απωθούνται στην Αλβανία. Ο Χίτλερ είναι απαισιόδοξος και θεωρεί ότι η θέση του Αξονα έχει ζηµιωθεί απ’ όσα συµβαίνουν στα Βαλκάνια. Οι επικρίσεις του για
την πρωτοβουλία του Ντούτσε είναι απροσχηµάτιστες και τελεσίδικες».

Τα ελληνικά στρατεύµατα προωθούνται ύστερα από πολυαίµακτες και πολύνεκρες µάχες στην Πίνδο, στον ορεινό όγκο της Μόροβας και στις κορυφογραµµές της Νεµέρσκας.
«Πιάνει τον άνθρωπο ζάλη, όταν αντικρίζει από κοντά τις λεπτοµέρειες του φοβερού αυτού όγκου (…). Κανείς δε θα µπορέσει ποτέ να συλλάβει το δραµατικό µεγαλείο των σκληρών αυτών γραµµών, αν δεν αναρριχηθεί ο ίδιος στις δαιδαλώδεις πτυχώσεις της ορεινής αυτής περιοχής, αν δεν ιδεί µε τα µάτια του τον φαντάρο να παίρνει από τον εχθρό, µε ορµητική και δαπανηρή εξόρµηση, την πιο ψηλή κορυφή, όπου η άµυνα του εχθρού είναι οργανωµένη µε πολυβόλα, όλµους, πυροβόλα και συρµατοπλέγµατα…» (Σπύρος Μελάς).Το τραγούδι του Μπαγιαντέρα «Ψηλά βουνά κι απάτητα» καταγράφει λιτά τα σκληρά αυτά γεγονότα του χειµώνα
του 1940:
«Σου στέλνω χαιρετίσµατα
απ’ τα βουνά, µανούλα,
στο καραούλι βρίσκοµαι,
στην πιο ψηλή ραχούλα.
Ψηλά βουνά κι απάτητα,
µανούλα µου, περνούµε:
Νεµέρσκα, Πίνδο, Μόροβα
και πάντοτε νικούµε.
Μην κλαις, γλυκιά µανούλα
µου, που πήγα µακριά σου,
γρήγορα θα νικήσουµε
και θα βρεθώ κοντά σου.
Κι αν δε γυρίσω, µάνα µου,
µη λάχει και πονέσεις:
τη νίκη να ’χεις για χαρά
και µη µαυροφορέσεις».

Τραγική εικόνα της ανθρωποσφαγής που γινόταν σε πολλά πεδία της µάχης προσπαθεί να δώσει, παρά την καθαρευουσιάνικη διατύπωσή του, το ακόλουθο απόσπασµα στρατιωτικής έκθεσης: «Ολη σχεδόν η ορατή, κατά µήκος της µεταξύ των δύο υψωµάτων κορυφογραµµής, ζώνη, πλάτους 150 περίπου µέτρων, ήτο κεκαλυµµένη διά πτωµάτων, εγκατεσπαρµένων κατά
σωρούς, µεταξύ των οποίως διακοσµητικόν συµπλήρωµα, προέβαλλον αποκεκοµµένα µέλη κατατεµαχισθέντων µαχητών. Η µακάβριος εντύπωσιςεκορυφούτο διά της θέας θανασίµου εναγκαλισµού αντιπάλων, εξ ων ουκ ολίγοι από τους ελληνικής πλευράς».

Η νοσοκόµα

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες του ανελέητου πολέµου, τα ερωτικά τραγούδια φάνταζαν εκτός τόπου και χρόνου. Οµως ένα τραγούδι του Τούντα βρήκε τον τρόπο να συνδυάσει το δράµα του πολέµου µε το ερωτικό θέµα, σε µια πρωτότυπη, απ’ όσο ξέρουµε, για το ελληνικό τραγούδι σύνθεση:

«Αχ, νοσοκόµα µου µικρή,
ήρθα να µε γιατρέψεις.
κι όχι να γειάνεις την πληγή
και την καρδιά να κλέψεις.
Χαθήκανε τόσοι γιατροί
µε γνώµες και µε πείρα
κι ήρθα σ’ εσένα να καώ,
για την κακή µου µοίρα.
Μ’ έκαµες και σ’ αγάπησα,
µα η σκληρή σου η γνώµη
µ’ άνοιξε τέσσερις πληγές
µες στην καρδιά µου ακόµη!».

Ετσι, πρωτοκάνει την εµφάνισή του το θέµα του τραυµατία και της νοσοκόµας, που θα το ξαναθυµηθούν και θα το αναπτύξουν αργότερα, προς το τέλος του Εµφυλίου Πολέµου, ο Τσιτσάνης και ο Παπαϊωάννου. Μια άλλη σκοπιά, απ’ την οποία το λαϊκό τραγούδι προσέγγισε τον πόλεµο του ’40, ήταν η σατιρική. Η φανφαρόνικη προσωπικότητα του Μουσολίνι, που
κόρδωνε και κόµπαζε µε πολλές υπερβολικές χειρονοµίες, πόζες και γκριµάτσες, οι µεγαλοστοµίες του, η πλανεµένη του εντύπωση ότι η Ελλάδα ήταν εύκολη λεία και ότι σύντοµα θα έπινε τον καφέ του στην Αθήνα νικητής, το ξεφούσκωµα του φασιστικού µύθου µετά την ήττα του στην Ελλάδα – όλ’ αυτά προσέφεραν υλικό για σάτιρα.
Βέβαια, πρέπει να πούµε ότι το ελαφρό τραγούδι, ενισχυµένο και µε στοιχεία από τις πολεµικές επιθεωρήσεις, εκµεταλλεύτηκε περισσότερο απ’ το λαϊκό τις σατιρικές δυνατότητες του
θέµατος. Ωστόσο, παρουσιάστηκαν και στο λαϊκό τραγούδι κάποια σατιρικά δείγµατα. Σηµαντικότερο απ’ αυτά είναι το τραγούδι του Σπύρου Περιστέρη «Τ’ όνειρο του Μπενίτο», µε
στίχους γραµµένους πάνω στη µελωδία µιας προηγούµενης επιτυχίας του.

«Ο Μπενίτο κάποια

νύχτα ζαλισµένος,

είδε όνειρο ο καηµένος

πως βρισκόταν στην Αθήνα,

σε µια φίνα λιµουζίνα.

Μα σαν ξύπνησε

και ρίχνει ένα βλέµµα,

είπε: Κρίµα να ’ναι ψέµα
 ένα τέτοιο µεγαλείο,
βρε παιδιά, δεν είν’ αστείο!
Φέρτε πένα, διατάζει,
και µελάνι,
τηλεσίγραφο µας κάνει,
µα του λέµε εν τω άµα
αν βαστάς κάνε το τάµα.
∆εν περάσανε
παρά ολίγες µέρες
κι οι θαυµατουργές µας
σφαίρες,
το τσαρούχι κι η αρβύλα
κάναν στον Μπενίτο νίλα.
Βρε Μπενίτο, µη θαρρείς για
µακαρόνια
τα ελληνικά κανόνια,
τα ’χουν χέρια δοξασµένα,
παλικάρια αντρειωµένα».

Από την πρώτη µέρα του Πολέµου άρχισε η αποστολή βρετανικής βοήθειας. Ωστόσο, η βοήθεια αυτή χαρακτηρίστηκε δικαιολογηµένα σαν «περιορισµένη» και «πενιχρά». Χωρίς
να µπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά την εξέλιξη του πολέµου εναντίον των Ιταλών, απέβλεπε στο ν’ ανεβάσει το ηθικό των Ελλήνων, να δηλώσει τη συµπαράσταση της Αγγλίας, αλλά και να ενισχύσει τις πιέσεις των Αγγλων πάνω στην ελληνική κυβέρνηση, µε σκοπό να σιγουρευτεί ότι η Ελλάδα δεν θα συνοµολογούσε χωριστή ειρήνη µε την Ιταλία. Αυτό το αγγλοελληνικό ειδύλλιο γέννησε και µιαν αφελή παρωδία του Πολ Μενεστρέλ, που τιτλοφορήθηκε «…Αγγλοελληνική συµµαχία». Στο ελαφρό αυτό τραγούδι (που το τραγούδησε η Σοφία Βέµπο) η
βασιλοφροσύνη και η αγγλοφιλία συµβαδίζουν σε µεγάλο βαθµό και η ελληνική γλώσσα υποχωρεί µε ευκολία στην εισβολή των λέξεων της προστάτριας δύναµης:

Η νέα τάξις δε θα ήτο
αν δεν υπήρχε ο Μπενίτο:
αυτός µε µια του κουτουράδα
Αγγλία ένωσε κι Ελλάδα.
Ενώ αγωνίζεται µε θάρρος,
‘‘I love you’’, γράφει ο φαντάρος,
και ‘‘darling’’ απαντάει εκείνη
(κορόιδο που ’σαι, Μουσολίνι!)
Με τους Βρετανούς εµείς
έχουµε κοινά σηµεία:
το συναίσθηµα τιµής
και ψυχή στην τρικυµία.
Σκώτο αυτοί, εµείς τσολιά,
ένα σκοπό: τη λευτεριά,
Γιώργο οι δυο µας βασιλιά,
ζήτω το ουίσκι κι η ρετσίνα!».

Το λαϊκό τραγούδι αντίκρισε τον Ελληνοϊταλικό Πόλεµο µε µια ποικιλία προσεγγίσεων, διαφορετικών ή ακόµα και αντίθετων µεταξύ τους: την ηρωική, την αντιηρωική, την κριτική, την ερωτική, τη σατιρική. Το ελαφρό τραγούδι για τον πόλεµο, βασισµένο κυρίως σε παρωδίες παλιότερων τραγουδιών και στη φωνή της Σοφίας Βέµπο, δεν είχε µια τόσο µεγάλη ποικιλία απόψεων.
Ωστόσο, γνώρισε πολύ µεγαλύτερη δόξα, τότε και τώρα, χάρη στο γεγονός ότι η άρχουσα τάξη, η οποία ήταν επικεφαλής του πολεµικού αγώνα, θεώρησε πως το ελαφρό τραγούδι ήταν πιο πιστό εκφραστικό όργανο των δικών της απόψεων, της δικής της φωνής. Ετσι, µέσα από το ραδιόφωνο, που το άκουγαν ακόµα και οι φαντάροι στο µέτωπο, προέβαλλε µόνο τα ελαφρά τραγούδια του πολέµου, ενώ τα λαϊκά τραγούδια, πάνω στο ίδιο
θέµα, χάθηκαν µέσα στην ηµιαπαγόρευση ή την πλήρη απαγόρευση.

Κυριακάτικη  Απογευματινή