Ραντεβού στην Αθήνα, για να πιούµε ρετσίνα ξανθιά» και το µόνο βέβαιο είναι πως η ψυχή της πόλης ξυπνά τη νύχτα. Από τα πλακιώτικα ανηφορικά στενά της Συνοικίας των Θεών
µέχρι τα φώτα της ράµπας και της παραλιακής, η νυχτερινή ζωή της πρωτεύουσας ανέκαθεν καθρέφτιζε την κοινωνία µας και την πολυποικιλότητά της. Ηταν και παραµένει ζωντανό, ζωηρό, διαρκώς µεταβαλλόµενο πεδίο, όπου η µουσική, το πάθος, η πολιτική και το χρήµα διασταυρώνονταν.
«Η Αθήνα τη νύχτα µε µάγισσα µοιάζει τραγουδούσε η αείµνηστη Ρένα Βλαχοπούλου και η εµπειρία όταν πέσει ο ήλιος µοιάζει µε τελετουργία που κουβαλά ιστορία, αντιθέσεις. Μαζί και τα
όνειρα των ανθρώπων της. Είναι ο τόπος όπου κοινοί θνητοί και αριστοκρατία, σταρ του πολιτισµού, όπως η Μελίνα Μερκούρη, εκπρόσωποι της ιντελιγκέντσιας, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, εφοπλιστές, όπως ο Σταύρος Νιάρχος, και «γαλαζοαίµατοι» (πρώην, νυν, επόµενοι), όπως η «θλιµµένη πριγκίπισσα» µε τα σµαραγδένια µάτια Σοράγια, συναντιούνται κάτω από τα ίδια φώτα. Η ιστορία του µετασχηµατισµού του δόγµατος-σλόγκαν-κλισέ Athens by night δεν µεταφράζεται απλώς σε αναδροµή στη διασκέδαση· είναι η ίδια η ιστορία του lifestyle, του τρόπου που οι Αθηναίοι έµαθαν να ζουν, να εκφράζονται, να ονειρεύονται στο µισοσκόταδο. Βρίσκοντας ο κάθε ένας, τελικά, το δικό του φως. Ας την ακτινογραφήσουµε -τώρα που τα µεγάλα σχήµατα ξεκινάνε δυναµικά να µας κλείνουν το µάτι από κοινού µε τα κλαµπ- από τη δεκαετία του ’60 µέχρι τώρα. Είστε έτοιµοι;
Η γέννηση της νύχτας
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, περίπου 15 χρόνια µετά τη λήξη του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου, η Αθήνα ακόµη αναζητούσε τα πατήµατα, την ταυτότητά της. Οι δρόµοι της Πλάκας, µε τα στενά καλντερίµια, τις µυρωδιές από γιασεµί και τις φωνές των µικροπωλητών, γέµιζαν τα βράδια µε νέους που αναζητούσαν κάτι διαφορετικό. Η πόλη έβραζε από δηµιουργικότητα, αλλά και από την ανάγκη των ανθρώπων να ξεχάσουν τη φτώχεια και τις πληγές του πολέµου. Η διασκέδαση τότε γεννιόταν σε µικρούς, αυτοσχέδιους χώρους: τα «καταγώγια», τα κουτούκια, τις πρώτες µπουάτ.
Κάτω από το φως µιας λάµπας πετρελαίου γεννήθηκε το Νέο Κύµα. Ο Γιώργο Μπουκουβάλας, µε τον «Τιπούκειτο» στη Νικοδήµου, έβαλε τα θεµέλια αυτής της µικρής επανάστασης. Από εκεί πέρασαν Κώστας Χατζής, Καίτη Χωµατά, Αρλέττα, Νίκος Χουλιαράς -όλες φωνές που σηµάδεψαν µια εποχή εσωτερικότητας και ποίησης. Οι θαµώνες των κέντρων κάθονταν στο πάτωµα, έπιναν κρασί από χάλκινα ποτήρια και άκουγαν τραγούδια που µιλούσαν απ’ ευθείας στην καρδιά. Ηταν καιροί που η µουσική δεν ήθελε σκηνικά, εφέ, βαρύγδουπους
εντυπωσιασµούς, παρά µονάχα αυθεντικότητα, φωνές µε πάθος. Και µια κιθάρα.
Ή πιάνο.
Την ίδια περίοδο, στα πιο «βαριά» σηµεία της πόλης γεννιόταν το άλλο πρόσωπο της αθηναϊκής διασκέδασης: το λαϊκό. Η «Τριάνα του Χειλά» στη Συγγρού, το «Χάραµα» στην Καισαριανή, το «Φαληρικόν» στις Τζιτζιφιές, η «Πίνδος» στη Νέα Φιλαδέλφεια… Ολα έγιναν σηµεία αναφοράς µιας ολόκληρης εποχής. Εκεί πρυτάνευσαν οι Στέλιος Καζαντζίδης, Βασίλης Τσιτσάνης, Σωτηρία Μπέλλου, Γιάννης Παπαϊωάννου. Η Μαίρη Λίντα µε τον Μανώλη Χιώτη και τα Κατσαµπάκια έδιναν πιο λαϊκή, ταυτόχρονα και ροµαντική χροιά στα βράδια, συνδυάζοντας το συναίσθηµα µε τη δεξιοτεχνία. Ο κόσµος ζούσε τη νύχτα µε ένταση, έσπαγε πιάτα, χόρευε ζεϊµπέκικα µέχρι το πρωί, ξεχνούσε τα προβλήµατα της µέρας. Το περίφηµο σπάσιµο των πιάτων, που απαγορεύτηκε µε διάταγµα το 1969, δεν ήταν συνήθεια, αλλά µια µορφή συναισθηµατικής κάθαρσης, συλλογική έκρηξη χαράς, δηµιουργική για πολλούς εκτόνωση. Τα θραύσµατα δεν ήταν συνώνυµα βίας, αλλά λύτρωσης. Made in Greece.
Η διασκέδαση συναντούσε και την κοινωνική ελίτ. Πολιτικοί, καλλιτέχνες, διεθνείς προσωπικότητες περνούσαν από τη «Φαντασία» του Αγίου Κοσµά ή το «Φαληρικόν». Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, η Μαρία Κάλλας, ο στρατάρχης Τίτο, ο Κωνσταντίνος Καραµανλής, ο Τέλης Σαβάλας ήταν µερικοί, ακόµη, από όσους έζησαν την εµπειρία της ελληνικής νύχτας. Οι προβολείς φώτιζαν τα τραπέζια τους, ενώ ο κόσµος χόρευε και τραγουδούσε χωρίς διαχωρισµούς. Η διασκέδαση έγινε συνώνυµη της ανάδειξης, άτυπη σκηνή κοινωνικής ισότητας. Εστω και για λίγες ώρες.
Τα «εκκωφαντικά» ’80s
Στα ’70s, οι µπουάτ και τα µπιστρό της Πλάκας έγιναν τόποι καλλιτεχνικής αντίστασης, αντικοµφορµισµού. Και πνευµατικής αναγέννησης. Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Λοΐζος, Θάνος Μικρούτσικος, Μαρία Φαραντούρη και Νίκος Ξυλούρης έδωσαν νέα πνοή σε µια γενιά που ζητούσε ελευθερία και λόγο. Εκεί γεννήθηκε η πολιτική διάσταση του ελληνικού τραγουδιού, οι µικρές σκηνές έγιναν χώροι συνάντησης φοιτητών, διανοουµένων, δηµιουργών. Η µουσική σταµάτησε να είναι απλή ψυχαγωγία, έγινε µήνυµα, αντίσταση, ελπίδα, όραµα. Αρχισαν να ανθίζουν και τα µπαρ, που πλέον έβρισκες σε ολοένα και περισσότερες γωνιές της πόλης. Παίζοντας τζαζ, λάτιν. Και «Crazy girl» – µε Ζωή Λάσκαρη. Και Νάνα Μούσχουρη – υπό τις οδηγίες του χαρισµατικού αείµνηστου Γεράσιµου Λαβράνου. Και µε το µαγικό σαξόφωνο του Γιώργου
Κατσαρού.
Με τη µεταπολίτευση και τη δεκαετία του ’80 η Αθήνα αλλάζει οριστικά. Η κοινωνία ευηµερεί, το χρήµα ρέει και η διασκέδαση αποκτά νέα διάσταση: τη χλιδή. Οι παλιές µπουάτ υποχωρούν -αν και το «Κουτί» στην Πλάκα µέχρι και σχεδόν τις αρχές του 21ου αιώνα θα κρατήσει ψηλά το προφίλ ως στέκι ακαδηµαϊκών, µε χαρακτηριστική περίπτωση αυτήν του Γιώργου Βέλτσου- και στη θέση τους εµφανίζονται οι µεγάλες πίστες, τα «εκκωφαντικά παλάτια» του κεφιού. Το Athens by night γίνεται θέαµα. Οι καλλιτέχνες ανεβαίνουν σε σκηνές µε φώτα, καπνούς, φαντεζί κοστούµια, χορευτικά.
Το σπάσιµο των πιάτων αντικαθίσταται από πανέρια µε γαρίφαλα, που εκτοξεύονται σαν χιονοθύελλα προς τον τραγουδιστή – µια συνήθεια που έµελλε να συνεχιστεί για δεκαετίες, µέχρι το 2010. Η υπερβολή γίνεται µόδα και η µόδα κανόνας. Το κέντρο της Αθήνας, η παραλιακή, η Κηφισιά γεµίζουν από κοσµικά µαγαζιά, όπου η διασκέδαση ταυτίζεται µε το φαίνεσθαι.
Η δεκαετία του ’90 µε την έξαρση των περιοδικών -επηρεασµένων και από το αµερικανικό κυρίως modus vivendi- και οι αρχές του 2000 εδραίωσαν αυτή τη µεταµόρφωση. Οι τραγουδιστές έγιναν σταρ, οι πιο καλοπληρωµένοι µάλιστα µαζί µε τους ποδοσφαιριστές, οι δισκογραφικές αυτοκρατορίες, και τα µέσα ενηµέρωσης δηµιουργούσαν «κόντρες» µεταξύ των εκπροσώπων της showbiz. Για να αυτοσυντηρηθούν κυρίως. Σε δεύτερο χρόνο, για να συντηρήσουν την κόντρα για τη µαρκίζα – που επικρατούσε από τη δεκαετία του ’60: Αντώνης Ρέµος εναντίον Γιάννη Πλούταρχου, Αννα Βίσση VS ∆έσποινα Βανδή. Ηταν, ωστόσο, αντιπαλότητες περισσότερο επικοινωνιακές παρά ουσιαστικές. Τα φώτα, τα ρούχα επώνυµων ξένων Οίκων -µιας και η ξενοµανία, όπως θα επιβεβαίωνε και τώρα ο «Greek designer», ο διεθνής σχεδιαστής µόδας, αξέχαστος Γιάννης Τσεκλένης, έβριθε-, οι χορογραφίες και οι χορηγοί απέκτησαν την ίδια βαρύτητα µε το τραγούδι. Οι µεγαλοεπιχειρηµατίες της νύχτας έβλεπαν τα µαγαζιά τους σαν προϊόντα ουσιαστικά, όχι σαν χώρους τέχνης.
Και πού το θέµα; Κανένα. Οι celebrities της εποχής, από τηλεπερσόνες µέχρι πολιτικούς, έκαναν τις πίστες σηµείο κοινωνικής προβολής. Το Athens by night είχε γίνει πια «βιοµηχανία θεάµατος», µια σύγχρονη θρησκεία του χρήµατος και της εικόνας. Παράλληλα, στα κλαµπ όλα είχαν αλλάξει. Από τα ’80s µε την «Αυτοκίνηση», περάσαµε στους ναούς του
κλάµπινγκ, µε τον Βασίλη Τσιλιχρήστο να αναδεικνύεται αδιαµφισβήτητος βασιλιάς και τεράστια ονόµατα στην κονσόλα, µε «επικεφαλής» τον Ντέιβιντ Μοράλες, να χαρίζουν ανεπανάληπτες all nigh long εµπειρίες σε στρατιά Αθηναίων.
«Aφιλτράριστη»
Ωστόσο, κάθε εποχή φέρνει και την αντίδρασή της. Από το 2010 και µετά, η οικονοµική κρίση επηρέασε ριζικά και τη διασκέδαση. Τα µεγάλα µπουζούκια άρχισαν να περιορίζονται, το κοινό στράφηκε σε µικρότερους χώρους, λιγότερο επιδεικτικούς. Παράλληλα, αναγεννήθηκε η εναλλακτική σκηνή. Τα Εξάρχεια ξαναέζησαν τη δόξα των ’80s και των αρχών των
’90s, όταν µε την pop συγκυριαρχούσαν -και εδώ- το heavy metal (µε χαρακτηριστικό το «Εxodus» στα Εξάρχεια και στα βόρεια προάστια, στο Χαλάνδρι συγκεκριµένα, το «Crazy» επί της Εθνικής Αντιστάσεως), το Μεταξουργείο, του Ψυρρή και το Γκάζι έγιναν οι νέες «Πλάκες».
Φτάνοντας στο 2025, το Athens by night δείχνει µια απροσδόκητη ωριµότητα. Οι µεγάλες πίστες υπάρχουν ακόµα, πλην όµως η διασκέδαση έχει διασπαστεί σε πολλά επίπεδα: στα live clubs του κέντρου, όπου εµφανίζονται νέοι καλλιτέχνες όπως οι Λεξ, Κωνσταντίνος Αργυρός, Μαρίνα Σάττι, στα lounge bars και τις rooftop stages µε ηλεκτρονική µουσική, ακόµη και στα βερνισάζ των µουσείων και τα openings των γκαλερί, όπου η κοινωνική ζωή συνδυάζεται µε την τέχνη.
Οι διεθνείς προσωπικότητες που επισκέπτονται την πόλη, από σκηνοθέτες και fashion icons έως digital καλλιτέχνες, συµµετέχουν στο νέο, cool, «αφιλτράριστο» τελικά πρόσωπο της αθηναϊκής νύχτας. Η πόλη έχει αποκτήσει µια παγκόσµια αύρα, χωρίς να χάνει την ψυχή της. Η νύχτα έχει απενοχοποιηθεί και εκλεπτυνθεί ταυτόχρονα. ∆εν υπάρχει πλέον η ανάγκη της επίδειξης, αλλά η ανάγκη της συνάντησης face to face, στη σαρωτική επέλαση των social και της εικονικής -επικρατούσας- πραγµατικότητας. Είναι η ανάγκη «να ανήκεις κάπου». Αυτό που κάποτε ήταν «καταγώγιο» έχει γίνει χώρος πολιτισµού και αυτό που κάποτε ήταν «πίστα» έχει µετατραπεί σε performance. Και κάπως έτσι, η Αθήνα µας συνδυάζει τα πάντα: το λαϊκό µε το µοντέρνο -και σε «κοκτέιλ»-, το υπόγειο µε το high end, το συναίσθηµα µε την αισθητική. Η Αθήνα της νύχτας δεν έπαψε ποτέ να κοιµάται. Απλώς άλλαξε τρόπο να ονειρεύεται.
Κυριακάτικη Απογευματινή






