«Σου στέλνω χαιρετίσµατα απ’ τα βουνά, µανούλα, στο καραούλι βρίσκοµαι, στην πιο ψηλή ραχούλα. Εχω τ’ αγρίµια συντροφιά, έχω και τα ζαρκάδια, µε τους συντρόφους περπατώ µέρες, αυγές και βράδια. Τον ουρανό για σκέπασµα, τη γη έχω για στρώµα και το ΕΑΜ µες στην καρδιά, γι’ αυτό θα µπω στο χώµα!»
Ο∆ηµήτρης ΓκόγκοςΜπαγιαντέρας, ο συστηµατικότερος συνθέτης λαϊκών τραγουδιών µε θέµα την Αντίσταση, γεννήθηκε ή µάλλον ξεπετάχτηκε µέσα από τα σπλάχνα του εργατικού Πειραιά, το 1902. Στα τελευταία χρόνια του Μεσοπολέµου, ο Μπαγιαντέρας έγινε γνωστός ως υµνητής των λαϊκών και προσφυγικών συνοικισµών της µεγάλης αυτής εργατούπολης:
«Αποβραδίς ξεκίνησα µ’ έναν παλιό µου φίλο για το Χατζηκυριάκειο και για τον Αγιο Νείλο. Που ’χει ρετσίνα δροσερή και όµορφα κορίτσια, µόνο που σε παιδεύουνε µε νάζια και καπρίτσια»
Μέλος µιας πολυµελούς οικογένειας µε προοδευτική πολιτική τοποθέτηση, δουλευτής και ο ίδιος για χρόνια στο λιµάνι, παντρεµένος µε προσφυγοπούλα καπνεργάτρια, τη ∆έσποινα Αρµπατζόγλου, ο Μπαγιαντέρας ήταν µια ζωντανή µονάδα της εργατικής τάξης, µε έντονο πολιτικό ενδιαφέρον. Η νησιωτική καταγωγή του (από τον Πόρο ο πατέρας και από την Υδρα η µητέρα) θα προικίσει τον συνθέτη µε τη γνώση και την κατανόηση των ανθρώπων της θάλασσας, που θα τους αποθεώσει µεταπολεµικά στη σύνθεσή του: «Ξεκινά µια ψαροπούλα»:
«Εχει Συµιακούς, Καλύµνιους, απ’ το γιαλό, έχει Υδραίους και Ποριώτες, Αιγινήτες και Σπετσιώτες, που ’ναι όλοι παλικάρια µες στο γιαλό, µες στο γιαλό»
Το γεγονός ότι ήταν αρκετά µορφωµένος για τα δεδοµένα της εποχής (είχε σπουδάσει και ηλεκτρολογία, αλλά χωρίς να ασκήσει το επάγγελµα) τον έκανε να ενδιαφερθεί για την
ποίηση και την απαγγελία. Τον οδήγησε ακόµα να κάνει διαφωτιστικές οµιλίες σε άλλους εργάτες, πάνω σε ιδεολογικά θέµατα. Η παρακολούθηση εφηµερίδων και άλλων εντύπων δυνάµωσε το ενδιαφέρον του για τα κοινωνικά και πολιτικά πράγµατα και σταθεροποίησε τις πολιτικές του πεποιθήσεις που βρίσκονταν στην περιοχή της Αριστεράς.
Η ιδιοφυΐα του Μπαγιαντέρα συνδυαζόταν µε την άσκηση και τη δύναµη του σώµατός του, έτσι που φαινόταν να πραγµατώνει το αρχαίο ιδανικό: «Νους υγιής εν σώµατι υγιεί». Στα νιάτα του ήταν αθλητής της ελληνορωµαϊκής και της ελεύθερης πάλης. Μολονότι ήταν µικρόσωµος, ήταν πραγµατικό παλικάρι, και όσοι τον γνώριζαν έλεγαν χαρακτηριστικά ότι όσο µπόι του έλειπε, τόση καρδιά είχε. Ωστόσο, οι αντιφάσεις του Μεσοπολέµου δεν άφησαν ανεπηρέαστο τον Μπαγιαντέρα, αλλά έγιναν και αντιφάσεις της δικής του ζωής και προσωπικότητας. Κάποια παράνοµη πράξη του τού στοίχισε πέντε χρόνια και τρειςµήνες φυλακή.
Οι συνήθειες του κοινωνικού περιθωρίου κλόνισαν την υγεία του µε δραµατικές συνέπειες αργότερα. Στο πρώτο του τραγούδι, την «Καπνουλού», κι ενώ το πρότυπό του ήταν µια πραγµατική καπνεργάτρια, η κατοπινή γυναίκα του, η µάγκικη αντίληψη της ζωής νοθεύει την πραγµατικότητα. Ετσι, η εικόνα της καπνεργάτριας παρουσιάζεται παραµορφωµένη, σε ένα κατά τα άλλα αξιόλογο και µελωδικό τραγούδι:
«Καπνουλού µου, έµορφη, σ’ αρέσει το ντουµάνι κι εµένανε µε παρατάς ρέστονε και χαρµάνη. Οταν σκολάσεις γίνεσαι µια κούκλα πρώτη φίνα και την πουλεύεις πονηρά στη Βούλα, στη Ραφήνα»
Αποτοξίνωση και ΚΚΕ
Ο Μπαγιαντέρας, για να φτάσει να γίνει ο κατοπινός συνειδητός υµνητής της Αντίστασης, έπρεπε να ξεπεράσει αυτές τις αντιφάσεις. Και πραγµατικά, το έντονο πολιτικό του ενδιαφέρον ερχόταν σε αντίθεση και σύγκρουση µε τις περιθωριακές του τάσεις και ροπές. Ετσι, προσπαθούσε να τις αποβάλει. Την αφορµή του την έδωσε ένα δραµατικό επεισόδιο, όταν η µάνα του, γονατιστή µπροστά του, κλαίγοντας, τον παρακαλούσε και τον ξόρκιζε να σταµατήσει τις βλαβερές του συνήθειες. Ο Μπαγιαντέρας το πήρε απόφαση. Ζήτησε να τον κλειδώσουν σ’ ένα δωµάτιο, σε απόλυτη αποµόνωση για µερικές µέρες, ώσπου να συνηθίσει την αποστέρηση των ναρκωτικών. Εκεί µέσα πάλεψε σκληρά µε τον εαυτό του, πάλεψε και µε το σύνδροµο της αποστέρησης και τελικά νίκησε: δεν ξανάβαλε ναρκωτικά στον οργανισµό του.
Λίγο πριν από τον πόλεµο ο Μπαγιαντέρας έγινε µέλος του ΚΚΕ. Πήρε µέρος στον πόλεµο του 1940-41 και έβγαλε τον πρώτο δίσκο µ’ αυτό το θέµα, τα Χριστούγεννα του 1940. Στην Κατοχή είδε τους κατακτητές να σεργιανίζουν µε το αγέρωχο ύφος τους στη σκλαβωµένη Ελλάδα και τους πεινασµένους συµπατριώτες του να πεθαίνουν µαζικά στους δρόµους της Αθήνας απ’ την πείνα, που βασάνιζε και τον ίδιο και την οικογένειά του. Και η ψυχή του εξεγέρθηκε… Ο Μπαγιαντέρας, που είχε πληροφορηθεί από κοµµατικές πηγές την επικείµενη έναρξη του αντάρτικου, φαίνεται πως ήταν έτοιµος να υπηρετήσει την Αντίσταση.
Προβλήµατα όρασης
Ωστόσο η σκληρή πάλη του για απεξάρτηση φαίνεται ότι του κόστισε την όρασή του. Την άνοιξη του 1941 τυφλώθηκε ξαφνικά και από τα δύο του µάτια. Οι τελευταίες οπτικές εικόνες, που κουβαλούσε στη µνήµη του σαν ασήκωτο φορτίο, µαζί µε την τύφλωσή του, ήταν οι εικόνες των Ελλήνων που πέθαιναν απ’ την πείνα και των Ελληνίδων που ταπεινώνονταν από τη σκλαβιά… Και ξαφνικά, µέσα σ’ αυτό το σκοτάδι, άστραψαν οι πρώτες ντουφεκιές της Αντίστασης. Οι λεβέντες, που σκοτώνονταν για τη λευτεριά, θυσίαζαν ολόκληρη τη ζωή τους, σκέφτηκε ο Μπαγιαντέρας, ενώ αυτός είχε χάσει µόνο την όρασή του. Και αποφάσισε να βοηθήσει τον αγώνα που διεξαγόταν µε το µόνο µέσο που διέθετε τότε, το τραγούδι. Ηθελε να ψάλει την ελευθερία που ήταν πολυτιµότερη και από το φως των µατιών του, όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος. Ηθελε να δώσει κουράγιο µε το τραγούδι του σ’ αυτούς που αγωνίζονταν.
Ετσι, ο αθλητής της ελληνορωµαϊκής και της ελεύθερης πάλης ξανάρχισε να παλεύει. Ο τραγουδιστής του έρωτα και των συνοικισµών του Πειραιά έγινε ο τυφλός ραψωδός
της Αντίστασης. Στο τραγούδι «Φόρεσε, αντάρτη, τ’ άρµατα» µια γενναία µάνα κατευοδώνει τον γιο της, που ξεκινά για το αντάρτικο, µε λόγια αντάξια αρχαίας Σπαρτιάτισσας:
«Φόρεσε, αντάρτη, τ’ άρµατα, ζώσε και το σπαθί σου και σύρε για τον πόλεµο κι η λευτεριά µαζί σου. Τράβα και θέλω νικητής, παιδί µου, να γυρίσεις, για τη γλυκιά τη λευτεριά το αίµα σου να χύσεις. Πολέµησε, αντάρτη µου, πως πολεµάνε όλοι, και µε τον Αρη αρχηγό, να ’ναι γλυκό το βόλι»
Η δεύτερη στροφή φαίνεται πιο αδύνατη από τις άλλες, καθώς παρουσιάζει την αντίφαση, απ’ τη µια να λέει στο παιδί της να γυρίσει πίσω νικητής και απ’ την άλλη να τον παρακινεί να χύσει το αίµα του για τη γλυκιά τη λευτεριά. Εκτός κι αν θεωρήσουµε τις δύο αυτές προτάσεις σαν τα αντίθετα µέρη µιας διάζευξης, οπότε αυτό θα σήµαινε: ή να γυρίσεις νικητής ή να σκοτωθείς για τη λευτεριά -το σπαρτιατικό «Ή ταν ή επί τας». Αυτή η τελευταία εκδοχή υποστηρίζεται και από ένα µάλλον άτεχνο ποίηµα του Μπαγιαντέρα, που αναφέρεται στο
πρότυπο των αρχαίων Θερµοπυλών, όπου σκοτώθηκαν οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες του Λεωνίδα:
«Πατρίς µου, κάθε σου γωνιά µιλάει για µία δόξα: στις Θερµοπύλες τις παλιές, µε δόρατα και τόξα. Κι άλλη γωνιά στη Λιβαδειά, κι άλλη στο Μεσολόγγι, στο Σούλι και στο Μέτσοβο,
π’ αντιλαλούν οι λόγγοι. Κι εκεί ψηλά στην Ηπειρο που ’ναι καµαρωµένη οι ήρωες του ∆ώδεκα είναι εκεί θαµµένοι. Κι άλλη µια φλόγα λαµπερή, π’ ανάβει, το Σαράντα θυµίζει λεβεντόκορµα
κι όµορφα παλικάρια. Κι εµείς στο χέρι το σπαθί, σαν τα παλιά τα χρόνια το αίµα µας θα δώσουµε, Ελλάς, να ζεις αιώνια».
Κυριακάτικη Απογευματινή






