Η αναφορά, εκτός από τις Θερµοπύλες, και στους αγώνες του 1821, του 1912 και του 1940 δείχνει ότι η Αντίσταση εναντίον της γερµανικής Κατοχής πήγαζε από µία άλλη παράδοση εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων. Αυτή την ιδέα της συνέχειας των αγώνων, ιδέα που ενθουσίαζε τις µάζες των Ελλήνων και τις έκανε να προσχωρούν µε µεγαλύτερη προθυµία στον Λαϊκό Στρατό, την πρόβαλλε και το ίδιο το ΕΑΜ, που χαρακτήριζε το αντάρτικο σαν το «νέο Εικοσιένα».
Να κι ένα σχετικό απόσπασµα από οµιλία του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ, Αρη Βελουχιώτη: «Τα παραδείγµατα του Λεωνίδα µε τις Θερµοπύλες, του ∆ιάκου µε την Αλαµάνα, είναι παραδείγµατα δικά µας, απ’ τη δική µας ιστορία».
Μέσα σ’ αυτή την ατµόσφαιρα, τα αντιστασιακά τραγούδια του Μπαγιαντέρα δανείζονται εικόνες και φράσεις από την ποίηση που ύµνησε το 1821. Σε ένα του
τραγούδι ενσωµάτωσε το σολωµικό «χαίρε, ω χαίρε, λευτεριά», ενώ στην τελευταία στροφή ενός άλλου παρέφρασε τη σολωµική «∆όξα των Ψαρών»:
«Στη σκλαβωµένη Ελλάδα
µας τα βράδια
βλέπεις στους δρόµους τους
νεκρούς κοπάδια
κανείς δε βρίσκεται κερί ν’
ανάψει,
η µαύρη η σκλαβιά µάς έχει
κάψει.
Και µόνο απ’ τα βουνά ένα καντήλι
ανάβει κάθε µέρα µε το δείλι.
Τ’ ανάβει ο ΕΛΑΣ και δε θα
σβήσει,
της λευτεριάς το δρόµο να
φωτίσει.
Κι η δόξα που µονάχη αργοδιαβαίνει
τα λίγα παλικάρια περιµένει,
προσµένει εκεί για να τα στεφανώσει,
της νίκης το στεφάνι να τους
δώσει»
Οι «Φρατέλοι», όπως κοροϊδευτικά ονόµαζαν οι Ελληνες τις ένοπλες ορδές του Μουσολίνι, µετά την εξευτελιστική ήττα τους στον πόλεµο του 1940 µπήκαν στην Ελλάδα ακολουθώντας τους Γερµανούς εισβολείς. Οι πρώτες µεγάλες νίκες του ΕΛΑΣ ήταν εναντίον των Ιταλών: στη Ρεκά Γκιώνας, στο Κρίκελλο, στον Γοργοπόταµο, στη Χρύσω, στο Μικρό Χωριό.
Οι ΕΛΑΣίτες αντάρτες κατάφερναν να οπλιστούν σαν αστακοί µε τα όπλα των σκοτωµένων «Φρατέλων». Και η φήµη απ’ αυτές τις απανωτές νίκες δηµιουργούσε τη
δόξα του αντάρτικου και έκανε τις γραµµές του ΕΛΑΣ να πυκνώνουν από τη µαζική κατάταξη νέων αγωνιστών της ελευθερίας.
Ο Μπαγιαντέρας διασκεύασε ένα τραγούδι το οποίο είχε γράψει για τον Ελληνοϊταλικό Πόλεµο και το προσάρµοσε στις νέες συνθήκες, για να υµνήσει τις τωρινές νίκες του αντάρτικου. Ο τίτλος του τραγουδιού, που ήταν «Τους Κενταύρους δε φοβάµαι», µετατράπηκε και έγινε «Αρχηγό µου έχω τον Αρη»:
«Για ντουφέκι δε µε νοιάζει,
ούτε βάζω πια µαράζι,
αρχηγό µου έχω τον Αρη,
το λεβεντοπαλικάρι.
Συντροφιά µ’ αυτόν νικάµε,
τους Κενταύρους δε φοβάµαι,
θαύµατα µαζί του κάνω
στις βουνοκορφές απάνω.
Οι φασίστες σαν µε δούνε,
ψάχνουν δρόµο για να βρούνε,
και τους στρώνω στο κυνήγι
κι αυτοί όπου φύγει φύγει»
Τα αντιστασιακά τραγούδια του Μπαγιαντέρα ήταν δηλωτικά µιας κίνησης από την πόλη προς το βουνό. Στην πόλη ήταν πιο έντονα τα δεινά της Κατοχής. Στην πόλη ο άνθρωπος δεν µπορούσε να ξεφύγει εύκολα από την παρακολούθηση και τη σύλληψη. Η πόλη δεν παρήγε τρόφιµα, ήταν ο τόπος της µεγάλης πείνας. Η πόλη
ήταν η έδρα της κατοχικής διοίκησης, της εχθρικής εξουσίας. Από εκεί εκπορεύονταν οι διαταγές, που σήµαιναν συλλήψεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια, εκτελέσεις.
Αντίθετα, τα βουνά ήταν νησίδες ελευθερίας, που επεκτείνονταν συνεχώς και όπου εγκαθιδρυόταν η λαϊκή εξουσία. Ετσι, η πόλη κατά τον Μπαγιαντέρα είναι ο χώρος της κατοχικής νύχτας, όπου δεν ανάβει κανένα κερί, κανένα φως που να λιγοστεύει τα σκοτάδια. Απ’ τα βουνά εκπεµπόταν µια ελπίδα για τους σκλάβους, ένα καντήλι παρηγοριάς και αισιοδοξίας.
Αυτό το φως έλκυε τους Ελληνες πατριώτες. Το βλέµµα τους, απ’ τη χαµηλή οπτική γωνία της πόλης και της σκλαβιάς, υψωνόταν προς τα πάνω, προς το βουνό και την ελευθερία. Μετά την πορεία του βλέµµατος ερχόταν η πορεία του ίδιου του σώµατος, που ζωνόταν τ’ άρµατα κι ανέβαινε προς το βουνό. Εκεί, η τάξη των αξιών, που είχε ανατραπεί απ’ την Κατοχή, επανορθωνόταν. Στο βουνό υπήρχε αξιοπρέπεια, παλικαριά, συντροφικότητα. «Στις βουνοκορφές απάνω» επιτελούνταν τα «θαύµατα» της απελευθέρωσης. Την ίδια σωµατική κίνηση των Ελλήνων προς το βουνό θα τη βρούµε και στα τραγούδια άλλων λαϊκών συνθετών, όπως ένα του τότε νεαρού Σπύρου Καλφόπουλου, που είχε τον τίτλο «Τ’ αντάρτικο εφούντωσε»:
«Αφότου µας επλάκωσε
της Κατοχής η µπόρα,
τ’ αντάρτικο εφούντωσε,
σε όλη µας τη χώρα.
Αντρες, γυναίκες και παιδιά
το ρίξαν στον αγώνα,
γιατί δε θέλανε σκλαβιά
στον εικοστό αιώνα.
Επήρανε τα άρµατα
και στο βουνό τραβήξανε και την ελληνική ψυχή
σ’ όλο τον κόσµο δείξανε»
Το ελληνικό βουνό είναι ένας χώρος ο οποίος έχει µια µεγάλη αγωνιστική παράδοση. Ηδη από τον καιρό της Τουρκοκρατίας, οι κορφές, οι πλαγιές καθώς και τα φαράγγια είναι διάσπαρτα µε τα κόκαλα όσων σκοτώθηκαν στους αγώνες. Ο Απόστολος Καλδάρας σ’ ένα τραγούδι του (που έχει το χαρακτήρα πρωτόλειου) ανέπτυξε τη ροµαντική ιδέα ότι οι αγωνιστές του 1821 αναστήθηκαν και ενσαρκώθηκαν στους νέους προµάχους της ελευθερίας:
«Πάνω στης Πίνδου τα όρη
και σ’ όλα τα ελληνικά βουνά οι ήρωες του Εικοσιένα έχουν ξυπνήσει ξανά.
Ελλάδα, των όλων µητέρα,
δες µε περήφανη θωριά
το χώµα σου πέρα ως πέρα,
κοίτα παντού λευτεριά!»
Η εµπορική και βιοµηχανική πόλη ήταν αποκλειστικός χώρος του λαϊκού τραγουδιού, που του πρόσφερε τα θέµατα και τα σκηνικά του. Το εµπορικό λιµάνι, το παζάρι, οι φάµπρικες, οι εργατικές συνοικίες, ακόµα κι όταν δεν αναφέρονται ρητά, εννοούνται σαν αυτονόητοι χώροι. Η άσφαλτος που εκτοπίζει το χωράφι και το χώµα, η καπνιά των εργοστασίων και των αυτοκινήτων, τα θολά νερά του εµπορικού λιµανιού, τα ψηλά κτίρια που καλύπτουν το οπτικό πεδίο, είναι µέρη της εικονογραφίας του λαϊκού τραγουδιού.
Το φυσικό περιβάλλον είναι µειωµένο στην κυριολεκτική παρουσία του όσο και σε επίπεδο της παροµοίωσης και της µεταφοράς. Με τη γερµανική Κατοχή οι
βασικοί χώροι της πόλης χάνουν τη σηµασία τους. Το εµπόριο είχε σταµατήσει, η αγορά ήταν ισχνή και εκτοπιζόταν από τη µαύρη αγορά. Τα εργοστάσια υπολειτουργούσαν. Για τους εργάτες ήταν δύσκολο να µεταβαίνουν στους χώρους δουλειάς, επειδή έλειπαν τα µεταφορικά µέσα.
Εξάλλου, το χρήµα µε το οποίο αµείβονταν οι εργαζόµενοι δεν είχε ανάλογη αγοραστική αξία.
Η οικονοµική ζωή της πόλης είχε παραλύσει. Ακόµα και οι γραµµοφωνήσεις τραγουδιών είχαν σταµατήσει, τα εργοστάσια δίσκων έκλεισαν. Τώρα η τύχη των
πόλεων εξαρτάτο από τη δράση των βουνών. Η πόλη και το βουνό ήταν δύο χώροι αντίπαλης εξουσίας: η πόλη των Γερµανών, το βουνό της Αντίστασης. Απ’ τη
σύγκρουσή τους θα προέλθει η απελευθέρωση που θα λυτρώσει την πόλη από την παρουσία του εχθρικού στοιχείου, θα της ξαναδώσει το νόηµά της ως τόπου
δουλειάς, οικονοµικής ζωής και στοιχειώδους ευηµερίας.
Ενα µέρος του ενδιαφέροντος του λαϊκού τραγουδιού µετατοπίστηκε προς το βουνό, την έδρα των ποθητών πολιτικών εξελίξεων. Υπήρχε, λοιπόν, και
µια κίνηση του λαϊκού τραγουδιού ως είδους προς αυτή την κατεύθυνση. Κίνηση σωµατική, γιατί αρκετοί από τους δηµιουργούς ή τους µελλοντικούς δηµιουργούς του έπαιρναν µέρος στην Αντίσταση: η Αντίσταση της πόλης ήταν κι αυτή µια προέκταση εκείνης των βουνών. Και κίνηση καλλιτεχνική, γιατί συνετίθεντο αρκετά τραγούδια µε θέµα τον αγώνα. Το φυσικό τοπίο, οι ατµοσφαιρικές καταστάσεις, η χλωρίδα και η πανίδα των βουνών, οι ανοιχτοί ορίζοντες εισορµούσαν µέσα στους
στίχους και τις εικόνες του λαϊκού τραγουδιού. Και παρέµειναν εκεί για αρκετό διάστηµα και µετά τον πόλεµο, πλαταίνοντας την προοπτική του και πλουτίζοντας τις εικόνες του.
Κυριακάτικη Απογευματινή











