Πώς έβαλε ο Τσιτσάνης στο ρεµπέτικο τη φτώχεια, τον πόνο και την εργατιά

Εισήγαγε μια νέα αισθητική αντίληψη στο λαικό τραγούδι, δίνοντας ορατότητα στις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες- Πήρε το άσχημο και το ενοχλητικό στη ζωή και το μετέτρεψε σε αισθητικά ωραίο, το έκανε τέχνη
14:01 - 10 Δεκεμβρίου 2025

Το ταλέντο και η ιδιοφυΐα του Τσιτσάνη τον οδήγησαν να συνδυάσει φυσιολογικά το πολιτικοκοινωνικό θέµα µε το ερωτικό, πράγµα που θα ήταν αδιανόητο για οποιοδήποτε επίσηµο κοµµατικό τραγούδι. Ετσι, όµως, παρουσίασε την εργατική τάξη πολύ πιο ανθρώπινη και το τραγούδι του πολύ πιο ζωντανό. Στη δεύτερη στροφή του τραγουδιού «Φάµπρικες» ο συνθέτης δίνει ξεχωριστή θέση στις γυναίκες, τονίζοντας τη σηµαντική και πολυάριθµη παρουσία τους µέσα στην εργατική τάξη. Με αυτόν τον τρόπο προετοιµάζει την τέταρτη στροφή του, όπου κορίτσια και αγόρια σµίγουν και σχολάνε «ζευγαρωτά», οδηγώντας έτσι σε µια συναισθηµατική κορύφωση.

Ο Τσιτσάνης (παρ’ όλο που κατηγορήθηκε από δογµατικούς αριστερούς στον καιρό του Εµφυλίου, αλλά και αργότερα, ως απαισιόδοξος) στην πραγµατικότητα ήταν κατά κανόνα αισιόδοξος, χωρίς όµως να χάνει από τα µάτια του την πραγµατικότητα. Τα απελπισµένα τραγούδια του (όπως «Παίξε, Χρήστο, το µπουζούκι», «Ακόµα και στην κόλαση»), που δεν είναι άσχετα µε την ήττα της παράταξής του στον Εµφύλιο, µετριούνται στα δάχτυλα, µέσα σ’ ένα σύνολο που αριθµεί πολλές εκατοντάδες. Η µελαγχολία του από µελωδικής άποψης δεν ξεπερνά συνήθως την ευρωπαϊκή κλίµακα µινόρε, συγκρατηµένης µελαγχολίας, που του χάρισε και το παρατσούκλι «ο µινοράκιας». Αυτή η αισιόδοξη αντιµετώπιση των δυσκολιών, που ωστόσο δεν χάνει το µέτρο και την αίσθηση της πραγµατικότητας, εκτός από τις «Φάµπρικες», θα εκφραστεί λίγα χρόνια αργότερα και µέσα από το τραγούδι «Φτωχόπαιδο µε γνώρισες», επιβεβαίωση του ενδιαφέροντος του συνθέτη για τα εργατικά θέµατα:

«Φτωχόπαιδο µε γνώρισες,
κι από µικρός στην πιάτσα
παλεύω µε τα µπράτσα
στα σίδερα, στα γράσα,
κι όπου νυχτώσω και βρεθώ.
Κι αν κάθε βράδυ ξενυχτώ
στη ρόδα, στο τιµόνι,
µη µου παραπονιέσαι
και µη στεναχωριέσαι
που µένεις πάντα µοναχή.
Σ’ αυτή τη δύσκολη ζωή
έχει πολλά στραπάτσα,
γι’ αυτό κι εγώ στην πιάτσα
παλεύω µε τα µπράτσα,
για σένα, αγάπη µου γλυκιά!»

Ο µεροκαµατιάρης οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου παλεύει χειρωνακτικά, «µε τα µπράτσα», µε τα σίδερα, µε τα γράσα, όµως κερδίζει τη συµπάθειά µας, γιατί παραµένει τίµιος δουλευτής, ανθεκτικός στα βάσανα και στις δοκιµασίες, διατηρώντας την ευαισθησία του και ικανός να αγαπά αληθινά. Οι τραχιές λέξεις πιάτσα, µπράτσα, γράσα, στραπάτσα, οµοιοκαταληκτούν µεταξύ τους µε τρόπο δυνατό και πρωτότυπο. Με την καπνιά και τη µουντζούρα των εργοστασίων, µε
τη µαυρίλα που έχουν τα σίδερα, τα γράσα και οι µηχανές, µε τον ιδρώτα που τρέχει άφθονος από το κορµί του εργάτη και της εργάτριας, ο Τσιτσάνης εισήγαγε µια νέα αισθητική αντίληψη στο λαϊκό τραγούδι.

Πήρε το άσχηµο και το ενοχλητικό στη ζωή και το µετέτρεψε σε αισθητικά ωραίο, το έκανε τέχνη. Εµπασε στο τραγούδι τις τραχιές και σκληρές συνθήκες της χειρωνακτικής εργασίας κι όµως κατάφερε να τις εξαγνίσει: ο ιδρώτας και η µουντζούρα είναι υποχρεωτικά για την επιβίωση του εργάτη, αλλά κάτω απ’ αυτά τα παραπλανητικά σηµεία κρύβεται η ψυχική καθαρότητα. Τον δρόµο που άνοιξαν οι «Φάµπρικες» θα τον ακολουθήσουν κι άλλοι λαϊκοί συνθέτες, πότε µε λιγότερη και πότε µε περισσότερη επιτυχία. Το τραγούδι του Σταύρου Τζουανάκου «Φτάνει που θα µ’ αγαπάει» δεν είναι απαλλαγµένο από κάποιαωραιοποίηση του θέµατος:

«∆εν είναι πλουσιόπαιδο
ο φίλος ο δικός µου,
µα είναι άντρας µερακλής,
ο πιο όµορφος του κόσµου.
Μεροδούλι, µεροφάι,
φτάνει που θα µ’ αγαπάει.
∆εν έχει λούσα και λεφτά,
δεν είν’ αριστοκράτης,
δουλεύει σ’ εργοστάσιο
ένας φτωχός εργάτης.
∆υο χρόνια τώρα µ’ αγαπά
και γάµο µου ’χει τάξει,
και σαν εργάτης θα φανεί
στον λόγο του εντάξει»

Η έννοια «φτώχεια» έγινε ο αχώριστος σύντροφος της έννοιας «εργάτης» στη δεκαετία του ’50. Ενα τραγούδι του Τσιτσάνη, σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, παριστάνει τη φτώχεια σαν αρπαχτικό όρνεο ή θηρίο να κουρελιάζει µε τα νύχια της τα σπλάχνα του φτωχού κι ύστερα να τον καταγράφει στα κατάστιχα των αναρίθµητων θυµάτων της. Παρηγοριά και «τροφή» του φτωχού, υποκατάστατο της υλικής τροφής που του λείπει, είναι το «πικρό τραγούδι»:

«Φτώχεια, που µε κουρέλιασες
µε νύχια µατωµένα,
µέσ’ στα πολλά σου θύµατα
γράψε ακόµα ένα.
Φτώχεια, κι αν έχεις θύµατα,
κρύβεις ψυχές µ’ αισθήµατα.
Φτωχολογιά, στον πόνο σου
ποτέ σου δε δειλιάζεις
και τα κουρέλια που φοράς
µε γέλιο τα σκεπάζεις.
Μέσα στης φτώχειας τον µπαξέ
είµαι κι εγώ λουλούδι
που τρέφοµαι µε δάκρυα
και µε πικρό τραγούδι!»

Μαζική και χρόνια ανεργία

Βασικό χαρακτηριστικό της δεκαετίας του ’50 ήταν η µαζική και χρόνια ανεργία και υποαπασχόληση. Ο αριθµός των ολοκληρωτικά άνεργων εργατών και υπαλλήλων κυµαινόταν από 180.000 µέχρι 240.000, δηλαδή αποτελούσε το 15%-20% του συνολικού δυναµικού τους. Παρόµοια ήταν και η κατάσταση των
αγροτών, µε αποτέλεσµα το 1961 οι άνεργοι της Ελλάδας να ξεπερνούν τις 860.000, δηλαδή το 23,6% του συνολικού εργατικού δυναµικού της χώρας.

Σύµφωνα µε τις τότε στατιστικές, το 30% του ελληνικού πληθυσµού ήταν άποροι α’ κατηγορίας, µε ηµερήσιο εισόδηµα κάτω των τεσσάρων δραχµών, και το 7% άποροι β’ κατηγορίας, µε ηµερήσιο εισόδηµα κάτω των οκτώ δραχµών. Η κατά κεφαλήν ετήσια κατανάλωση ήταν η κατώτερη στην Ευρώπη και η µειωµένη ποσότητα θερµίδων που κατανάλωναν οι φτωχοί αποτελούνταν κατά το 70% από ψωµί. Μέσα στα φτωχόσπιτα των εργατικών συνοικιών, που τα περισσότερα είχαν µόνο ένα δωµάτιο, στοιβάζονταν σαν ζώα άνδρες, γυναίκες, παιδιά και γέροι. Η φτώχεια, που έβαλε τη σφραγίδα της στη µοίρα του εργάτη, σφράγισε και το ίδιο το σκηνικό της εργατικής συνοικίας, αλλά και τη γλώσσα των τραγουδιών. Μέσα στους λαϊκούς στίχους είναι πολλές οι σύνθετες λέξεις που έχουν πρώτο συνθετικό τους τη «φτώχεια», όπως συµβαίνει στο τραγούδι του Μπάµπη Μπακάλη «Στα
φτωχοταβερνάκια»:

«Μέσ’ στους φτωχοµαχαλάδες,
εκεί που ζει η εργατιά,
πήγα να τα πιω ένα βράδυ
µε τα πιο καλά παιδιά.
Εσούρωσα και χόρεψα
στα φτωχοταβερνάκια,
εκεί που πίνουν οι καρδιές
οκάδες τα φαρµάκια.
Τη χορέψαµε µε κέφι
τη βαριά µας ζεϊµπεκιά
κι αν µας λείπουν οι παράδες
έχουµε χρυσή καρδιά.
Τα φτωχόσπιτα κοιτάζω
και δακρύζω και πονώ,
γιατί έχω µεγαλώσει
σε φτωχόσπιτο κι εγώ»

Φτωχόσπιτα, φτωχοταβερνάκια, φτωχοµαχαλάδες: τα σκηνικά της εργατιάς. Κι από την άλλη, µέγαρα και καταστήµατα µε πολυτελείς βιτρίνες, γεµάτες επιθυµητά, αλλά ακριβά εµπορεύµατα. ∆ύο σκηνικά που συµβολίζουν δύο διαφορετικούς κόσµους. Ενας εργάτης µε ρούχα παλιά σταµατάει µπροστά σε µια βιτρίνα και κοιτάζει µε τις ώρες ένα κοστούµι. Ο πρώτος που εισήγαγε στο είδος το κοστούµι, σαν σύµβολο των κοινωνικών αντιθέσεων, ήταν ο Τσιτσάνης µε το «Πάλιωσε το σακάκι µου». Το τραγούδι του Μπάµπη Μπακάλη «∆εν έχει πάει ποτέ σε ράφτη», σε στίχους Κώστα Μάνεση, αναπτύσσει κι επεξεργάζεταιπερισσότερο το θέµα αυτό:
«Ενας εργάτης σε µια βιτρίνα
ξεροσταλιάζει απ’ το πρωί
και τα κουστούµια κρυφοκοιτάζει
κι αναστενάζει κάθε στιγµή.
∆εν έχει πάει ποτέ σε ράφτη,
τα ίδια ρούχα πάντα φορεί,
όλη τη µέρα σκληρά δουλεύει
και τραγουδάει µέσ’ στο γιαπί.
Εβράδιασε κι ενύχτωσε,
ερήµωσ’ η Αθήνα
και ο εργάτης στέκεται
ακόµα στη βιτρίνα» .

Κυριακάτικη Απογευματινή