Βαρύς ζεϊµπέκικος, το φάρµακο για πάσα αδικία στη ζωή

Πως η απελπισμένη από τα βάσανα εργατιά έφερε πιο πικρές μελωδίες και πιο αργές και μακρόσυρτες, ώστε να χωράνε τον αναστεναγμό
17:30 - 17 Δεκεμβρίου 2025

Κυρίαρχος χορευτικός ρυθµός της εργατικής τάξης και των βασάνων της ο βαρύς ζεϊµπέκικος και ιδού πώς ο στιχουργός Μπάµπης Μπακάλης ελίσσεται διστακτικός ανάµεσα στον θάνατο και τη ζωή:

«∆ώσ’ µου, Χάρε, το σπαθί σου την καρδιά µου να τρυπήσω…
Τι να την κάνω στον κόσµο τέτοια ζήση;
Χίλιες φορές καλύτερα το σπίτι µου να κλείσει.

Σαν τρυπήσω την καρδιά µου, τι θα γίνουν τα παιδιά µου;
Τυραννιέµαι νύχτα-µέρα
κι όµως δεν τα βγάζω πέρα.
Η µαύρη αρρώστια, η φτώχεια
µ’ έχουν κάψει
και το φτωχό κορµάκι µου το
έχουνε ρηµάξει.
Τα παιδιά µου αντικρίζω,
µετανιώνω και δακρύζω
και δεν αντέχω να σκίσω την
καρδιά µου, γιατί θα µείνουν
έρηµα τα δόλια τα παιδιά µου»

Η µαύρη και απελπισµένη διάθεση έτεινε σε µελωδίες πιο πικρές και όσον αφορά τον ρυθµό πιο αργές και µακρόσυρτες, έτσι που να χωράνε τον αναστεναγµό. Το τραγούδι αυτής της εποχής οδηγήθηκε στους ανατολίτικους δρόµους -τα µακάµια, που ήξεραν τόσο καλά να τα χρησιµοποιούν συνθέτες όπως ο Καλδάρας, ο ∆ερβενιώτης, ο Μπακάλης και αρκετοί άλλοι. Χορευτικός ρυθµός που επικράτησε συντριπτικά πάνω στους άλλους ήταν τώρα ο ζεϊµπέκικος, ένας αργός και βαρύς
ζεϊµπέκικος που αντιστοιχούσε στη διάλυση του ψυχικού κόσµου. Ο χορός των λεβέντηδων, ανυπότακτων ζεϊµπέκηδων του Αϊδινίου και της Προύσας µετά
τη Μικρασιατική Καταστροφή είχε γίνει η βάση του λαϊκού τραγουδιού, σηµαίνοντας έτσι την υποχώρηση του εθνικισµού, αλλά και την καθοριστική
παρουσία των προσφύγων της Ανατολής στην εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας.

Χορός της µαγκιάς του Μεσοπολέµου, δηλωτικός της λεβεντιάς των λαϊκών ανθρώπων της εµποροβιοµηχανικής πόλης, ο ζεϊµπέκικος γινόταν τώρα, στη δεκαετία του ’50, ένας χορός εκφραστικός της κοινωνικής και οικονοµικής υποδούλωσης, χορός της µοναξιάς και της ατοµικής απελπισίας. Οι στιγµιαίες απογειώσεις του χορευτή δείχνουν µια τάση προς τα πάνω, αλλά οι πτώσεις, τα γονατίσµατα, το σκυφτό κορµί, τα σερνάµενα βήµατα που ακολουθούν µια κυκλική φορά δείχνουν την καθήλωση, τη συντριβή και την πίκρα. Στη λεβεντιά του Μεσοπολέµου και στην περηφάνια της Αντίστασης είχε προστεθεί το ασήκωτο βάρος της ήττας
και της κοινωνικής οπισθοδρόµησης.

Ο συνδυασµός αυτού του ζεϊµπέκικου, των ανατολίτικων µακαµιών και της µαύρης διάθεσης στον στίχο αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά του µαύρου τραγουδιού της δεκαετίας του ’50 και των αρχών της δεκαετίας του ’60. Ενός τραγουδιού γεµάτου υπαινιγµούς και καταγγελίες για την παλιοκοινωνία, τον παλιοντουνιά και την αδικία. Η διάθεση αυτή δεν περιορίζεται µόνο στα εργατικά ή γενικότερα στα κοινωνικά τραγούδια, αλλά χρωµατίζει ολόκληρο το είδος, ακόµα κι όταν το θέµα είναι ερωτικό.

Κοινό σηµείο συνάντησης, αλλά και εκφραστικό µέσο αυτών των εξελίξεων έγινε ο µικρασιατικής καταγωγής, πρώην εργάτης στα εργοστάσια της Νέας Ιωνίας, τραγουδιστής Στέλιος Καζαντζίδης. Η ευελιξία της φωνής του απέδιδε σωστά και µε ακρίβεια τις δύσκολες µεταπτώσεις και τα γυρίσµατα της περίπλοκης µελωδίας, ενώ η καθαρότητα και η χροιά της, που έδειχνε ειλικρίνεια, αντιστάθµιζε την πίκρα του θέµατος και των συναισθηµάτων. Κοινωνικά οµοούσιος µε τους εργάτες, ο Καζαντζίδης δανείζει τη φωνή του και βάζει την υπογραφή του σε αρκετά τραγούδια µε θέµα τα εργατικά:

«Σαν τον πουληµένο σκλάβο,
µέρα – νύχτα στη δουλειά,
αγωνίζοµαι να θρέψω
τα φτωχά µου τα παιδιά.
∆ούλευε, σκλάβε, δούλευε
ώς τη στερνή πνοή σου,
αφού γεννήθηκες φτωχός,
έτσι θα πάει η ζωή σου.
Πού ’ναι η προκοπή που έχω
µέσ’ στη µαύρη µου ζωή;

Κι αν δουλεύω σαν τον σκλάβο
δε χορταίνω το ψωµί.
Οπου πω τα βάσανά µου,
τα µεγάλα και βαριά,
µε πικραίνουν και µου λένε
“ας µην έκανες παιδιά’’»

Ο φτωχός µεροκαµατιάρης δουλεύει όλες τις ώρες του εικοσιτετραώρου, χωρίς ανάπαυση, χωρίς σταµατηµό, αλλά και χωρίς επαρκή αµοιβή, αφού τα εισοδήµατά του δεν φτάνουν να θρέψουν αυτόν και τα παιδιά του. Κι αφού χωρίς συντάξεις, ταµεία πρόνοιας και κοινωνικές ασφαλίσεις το µέλλον του είναι σκοτεινό και χωρίς προοπτικές, η πρόβλεψη είναι ότι ο βασανισµένος αυτός άνθρωπος θα δουλεύει σκληρά και αδιάκοπα έως την τελευταία του πνοή. Θυσιάζεται αυτός για να επιζήσουν τουλάχιστον τα παιδιά του.

Υποθηκεύεται το παρόν µε την αµυδρή ελπίδα ότι θα δηµιουργηθούν καλύτερες προοπτικές για την επόµενη γενιά. Η παροµοίωση που εξοµοιώνει τον φτωχό µεροκαµατιάρη µε τον σκλάβο γρήγορα µετατρέπεται σε µεταφορά, και η επαναλαµβανόµενη προστακτική «δούλευε, σκλάβε, δούλευε», που απευθύνεται απ’ τον στιχουργό προς τον εργάτη ή απ’τον ίδιο τον εργάτη στον εαυτό του, θέτει ένα αδυσώπητο δίληµµα: είτε ο φτωχός θα αποδεχτεί αδιαµαρτύρητα τον χαρακτηρισµό είτε θα τον αποκρούσει αγανακτισµένος και θα αγωνιστεί για να πάψει να είναι σκλάβος. Η έννοια «σκλάβος» υπαινίσσεται και την ύπαρξη της έννοιας «αφέντης» ή την έννοια των πολλών «αφεντικών», στα οποία δουλεύει ο βασανισµένος αυτός άνθρωπος.

Η µεταφορική χρήση των λέξεων σκλάβος – αφέντης αντί των κυριολεκτικών εργάτης – κεφαλαιοκράτης έγινε διότι η λογοκρισία δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Πάντως, µια τέτοια ορολογία παραπέµπει στη φιλοσοφία της πάλης των τάξεων, όπου η αναφορά της πρώτης ταξικής κοινωνίας, της δουλοκτητικής, φέρνει στο µυαλό αναπόφευκτα τη σύγχρονη ταξική κοινωνία, την κεφαλαιοκρατική. Το αξίωµα της «ελεύθερης οικονοµίας», που λέει ότι ο φιλότιµος, ο ικανός, ο εργατικός πλουτίζει και προκόβει, διαψευδόταν στην περίπτωση του Ελληνα εργάτη της δεκαετίας του ’50, ο οποίος αναρωτιόταν γιατί να µην ισχύει και γι’ αυτόν, και η φωνή του έπαιρνε τόνους κοινωνικής διαµαρτυρίας. Στις διαµαρτυρίες του και στα παράπονά του, ότι δυσκολεύεται να ζήσει τα παιδιά του, ακούει από τους εργοδότες,
αλλά και τους ελεγχόµενους από το κράτος συνδικαλιστές την ειρωνική παρατήρηση ότι δεν έπρεπε να φέρει παιδιά στον κόσµο, µιας κι είναι φτωχός.

Ετσι, αµφισβητείται το δικαίωµα της φτωχολογιάς να υπάρξει στο παρόν, όσο και το να συνεχίσει την ύπαρξή της στο µέλλον, µεταβιβάζοντας τη ζωή στις επόµενες γενιές. Της επιφυλάσσεται µόνο ο ρόλος της κινητήριας ενέργειας, της καύσιµης ύλης για την ανάπτυξη τη οικονοµίας. Αυτή η αντιπαράθεση των ταξικών εννοιών θα γίνει περισσότερο φανερή και έντονη στο τραγούδι «Φάτε, πλούσιοι παράδες» του Θεόδωρου ∆ερβενιώτη, σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, το οποίο πέρασε και αποτυπώθηκε σε δίσκο, σίγουρα σε µια στιγµή κόπωσης και ολιγωρίας της λογοκρισίας:
«Βρε πλεονέκτη πλούσιε,
ποτέ σου δε χορταίνεις,
τον άνθρωπο που δυστυχεί
και σέρνεται µέσ’ στη ζωή
δεν τον καταλαβαίνεις.
Φάτε, πλούσιοι, παράδες
κι εµείς ας πεθάνουµε,
µια φορά στο ίδιο χώµα
όλους θα µας βάλουνε.
Με τον παρά σου, πλούσιε,
πάντα τα καταφέρνεις
να τρως το δίκιο τ’ αλλουνού
κι από το στόµα του φτωχού
και την µπουκιά να παίρνεις.
Οσο υπάρχουν πλούσιοι
χωρίς ψυχή στην πλάση,
απ’ τη σκληρή τους την καρδιά
η έρηµη φτωχολογιά
ψωµί δε θα χορτάσει»
Οπως και στο τραγούδι του Τσιτσάνη «Της κοινωνίας η διαφορά», έτσι κι εδώ έχουµε να κάνουµε µε «στιχουργηµένο µαρξισµό», αφού ο πλούσιος, χρησιµοποιώντας το κεφάλαιό του, καταφέρνει να κλέβει το δίκιο του εργάτη, καθώς τον πληρώνει µε ένα χαµηλό µεροκάµατο κι έτσι καρπώνεται την
υπεραξία, στερώντας από τον φτωχό βιοπαλαιστή ακόµα και τα στοιχειώδη. Αυτή η τάση του πλούσιου κεφαλαιοκράτη τού έχει γίνει µια δεύτερη φύση, ένα είδος κοινωνικής πλεονεξίας και αδηφαγίας που οδηγεί σε υπερκατανάλωση («Φάτε, πλούσιοι, παράδες»), την ίδια ώρα που ο εργάτης και η οικογένειά του στερούνται ακόµα και την απαραίτητη διατροφή.

Ηδη από το 1956 ο βουλευτής της Ε∆Α, Ηλίας Ηλιού, είχε καταγγείλει: «Ετσι, η οικονοµική ολιγαρχία έχει, χάρις στην Κολωνακιώτικη νοοτροπία των
ιθυνουσών τάξεων, υπεραφθονία ειδών πολυτελείας (…). Τα ελληνικά τυριά µένουν αζήτητα, γιατί η ολιγαρχία προτιµά τα ευρωπαϊκά. Τα ελληνικά
µήλα σαπίζουν, αλλά εισάγονται 500 τόνοι µήλα τον χρόνο από το εξωτερικό. Μέσα στο 1954, πρώτο χρόνο ελευθερίας εισαγωγών, 19 χιλιάδες δολάρια
διατέθηκαν για εισαγωγή µπισκότων προορισµένων για τα πολυτελή σκυλιά της ολιγαρχίας. Τον ίδιο καιρό τα 500.000 αδενοπαθή Ελληνόπουλα λιµάζανε για ένα µπισκότο, έστω για µια φέτα µποµπότα ή κριθαρόψωµο. Ετσι, τα µεγάλα εισοδήµατα εξωθούνται προς την πλέον εξοργιστική και προκλητική κοινωνική σπατάλη και αποτρέπεται η αποταµίευσις των µόνων δυνάµενων να αποταµιεύσουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο περιορίζεται η ιδιωτική επένδυσις κεφαλαίων στην παραγωγή, παρεµποδίζεται η οικονοµική ανάπτυξις της χώρας».

Το «Φάτε, πλούσιοι, παράδες»,κατά κάποιον τρόπο, µας πληροφορεί ότι ο λόγος που ο «πουληµένος σκλάβος» του προηγούµενου τραγουδιού «δε χορταίνει
το ψωµί», είναι επειδή ο «πλεονέκτης πλούσιος» του κλέβει τις µπουκιές µέσα από το στόµα. Κι αυτό θα εξακολουθήσει να συµβαίνει, όσο υπάρχουν πλούσιοι
στον κόσµο…

Κυριακάτικη Απογευματινή