Σύµφωνα µε το τραγούδι «Φάτε, πλούσιοι, παράδες», του Θεόδωρου ∆ερβενιώτη, σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, στο οποίο αναφερθήκαµε στο προηγούµενο αφιέρωµα, η κοινωνική και οικονοµική θέση του πλούσιου τον κάνει ανάλγητο, µε έλλειψη αλτρουισµού, κατανόησης, µεγαλοψυχίας και
ευαισθησίας. Και οι µεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις µόνο µε τον θάνατο (στον οποίο υπόκεινται πλούσιοι και φτωχοί, αδιακρίτως) γίνονται ηπιότερες.
Είναι δύσκολο να παραβλέψει κάποιος την επαναστατική διάθεση αυτού του τραγουδιού. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 οι κεντρώες και αριστερές πολιτικές δυνάµεις αναπτύσσουν έναν αγώνα για να αποµακρυνθεί η ∆εξιά από την εξουσία. Παράλληλα, αναπτύσσεται και το εργατικό κίνηµα. Κεντρώοι και αριστεροί συνδικαλιστές δείχνουν µεγάλη δραστηριότητα. Ιδρύονται οι 115 Συνεργαζόµενες Εργατοϋπαλληλικές Οργανώσεις, οι οποίες ελέγχονται και καθοδηγούνται από τους δηµοκρατικούς συνδικαλιστές.
Με τη βραχυχρόνια άνοδο της Ενώσεως Κέντρου στην εξουσία, τον Φεβρουάριο του 1964, η διοίκηση της ΓΣΕΕ περνά στα χέρια των δηµοκρατικών µέχρι
το 1966. Στην περίοδο αυτή (1964-1966) εντείνονται οι απεργιακές κινητοποιήσεις και φτάνουν στην κορύφωσή τους το 1966, µε 520 ηµέρες απεργίας στους
1.000 εργατοϋπαλλήλους. Η εργατική τάξη, λοιπόν, οργανώνεται και διεκδικεί τα δικαιώµατά της, αποκτά περισσότερη αξιοπρέπεια, περηφάνια και αυτοσυνείδηση. ∆εν είναι παράξενο που εµφανίζονται τώρα εργατικά τραγούδια αισιόδοξα και περήφανα για την ιδιότητα του εργάτη, όπως «Τα µουντζουρωµένα χέρια» του συνθέτη Στέφανου Βαρτάνη:
«Τα µουντζουρωµένα χέρια
και η φόρµα η παλιά
κρύβουν χρήµα και αξία
και µια τίµια καρδιά.
Αν µε αγαπάς στ’ αλήθεια,
αγαπούλα µου γλυκιά,
µη διστάζεις που µε βλέπεις
µε τη φόρµα την παλιά,
αν δουλεύω στη µουντζούρα
έχω καθαρή καρδιά.
Τα µουντζουρωµένα χέρια
µε τους ρόζους τα χοντρά
είναι χέρια τιµηµένα
κι ας µην είναι καθαρά».
Η εσωτερική µετανάστευση (που είναι παράλληλη µε την εξωτερική) προµηθεύει τις πόλεις µε πάµπολλα εργατικά χέρια που έρχονται από τα χωριά. Ο οικοδοµικός οργασµός κάνει τους οικοδόµους να είναι η πιο πολυάριθµη κατηγορία εργατών. Η αγωνιστικότητά τους είναι ανάλογη. Οι οικοδόµοι βρίσκονται επικεφαλής των απεργιών, είτε έχουν οικονοµικό είτε πολιτικό χαρακτήρα. Το καλοκαίρι του 1965, όταν το Παλάτι διώχνει την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου (Ενωσις Κέντρου) για να διορίσει µια σειρά από κυβερνήσεις ανδρείκελων, οι οικοδόµοι βρίσκονται, µαζί µε τους φοιτητές, επικεφαλής των διαδηλώσεων και δίνουν µάχες εναντίον της αστυνοµίας. Το ρωµαλέο τραγούδι των Στ. Βαρτάνη και Β. Χαλκίδη «Οικοδόµοι παλικάρια» θα σηµαδέψει την έντονη παρουσία των οικοδόµων µέσα στην εργατική τάξη και µέσα στην ελληνική κοινωνία:
«Στις οικοδοµές δουλεύουν,
τραγουδώντας, τα παιδιά
µε τα µπράτσα τ’ ατσαλένια
και τα µαύρα τους κορµιά,
ανεβαίνουν σκαλωσιά.
Οικοδόµοι παλικάρια
µε περήφανη ψυχή,
απ’ τα χέρια σας παλάτια
χτίζονται σ’ αυτή τη γη
κι οµορφαίνουν τη ζωή.
Παλικάρια ζηλεµένα
κι όλοι µε καρδιά χρυσή
στην αγάπη παινεµένοι,
νοικοκύρηδες πιστοί
και τεχνίτες ξακουστοί».
Στις 21 Απριλίου του 1967 οι ξένοι προστάτες και οι ντόπιοι υπήκοοί τους φέρνουν στην Ελλάδα το πέπλο της εφτάχρονης δικτατορίας. Η συνδικαλιστική
δράση περιορίστηκε σχεδόν τελείως. Το κοινωνικό και εργατικό τραγούδι κοβόταν από τη λογοκρισία. Οµως, πού και πού κάποιο απ’ αυτά τα τραγούδια κατάφερνε να καταγραφεί σε δίσκο και δεν ήταν λίγες οι φορές που µπορούσες ν’ ακούσεις έναν οικοδόµο από την απέναντι σκαλωσιά να τραγουδά έναν σκοπό σαν αυτό του Μπάµπη Μπακάλη:
«Αν είσαι γέννηµα της αριστοκρατίας
κι έχει ο µπαµπάς σου πολλά λεφτά,
δε θα µπορέσεις να µε προσβάλειςείναι περήφανη, µωρό µου, η εργατιά!
∆εν είναι µόνο τα λεφτά
µέσα στην οικουµένη,
µ’ εµένα να ’σαι φρόνιµη,
σεµνή και µετρηµένη.
Τα χαµηλόσπιτα και πολυκατοικίες
τα φτιάξαν χέρια εργατικά…
∆ε θα µπορέσεις να µε προσβάλεις –
είναι περήφανη, µωρό µου, η εργατιά!».
Κυριακάτικη Απογευματινή









