Το υψηλό κόστος φρενάρει το «λίφτινγκ» των ακινήτων

Το 56% των ιδιοκτητών δηλώνουν ότι δεν έχουν προβεί σε καµία ανακαίνιση την τελευταία πενταετία, ενώ µόλις το 44% έχουν προχωρήσει σε τουλάχιστον µία εργασία βελτίωσης – Επιφυλακτικοί οι πολίτες, λόγω οικονοµικών περιορισµών
08:45 - 6 Μαΐου 2025

Παρά το γεγονός ότι σήµερα το 68% των Ελλήνων είναι ιδιοκτήτες τουλάχιστον ενός ακινήτου, η πλειονότητά τους κατοικεί σε σπίτια ηλικίας άνω των 35 ετών. Αυτό συµβαίνει καθώς η δραστηριότητα στον τοµέα των ανακαινίσεων κατοικιών στην Ελλάδα παραµένει εντυπωσιακά περιορισµένη. Παράλληλα, η χαµηλή οικοδοµική δραστηριότητα της τελευταίας δεκαετίας έχει δηµιουργήσει ένα τοπίο µε περιορισµένη προσφορά νεόδµητων ακινήτων, αυξάνοντας ακόµα περισσότερο τις τιµές των διαθέσιµων σπιτιών.

Οπως αναφέρει η πρόσφατη έρευνα που πραγµατοποιήθηκε για λογαριασµό του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών-Αττικής, η απογραφή κτιρίων 2021 της ΕΛ.ΣΤΑΤ. έδειξε ότι το 64% των κτιρίων στη χώρα και το 69% στην Αττική κατασκευάστηκαν µεταξύ του 1945 και του 1990, δηλαδή πρόκειται για ακίνητα µε µέση ηλικία πάνω από τρεις δεκαετίες.

Το παλιό απόθεµα κυριαρχεί εξάλλου λόγω του ότι η οικοδοµική δραστηριότητα επιβραδύνθηκε δραστικά κατά τη διάρκεια της οικονοµικής κρίσης, ενώ από το 2010 έως το 2019 ανεγέρθηκε µόλις το 6% των κατοικιών και από το 2020 έως το 2025 εκτιµάται πως το ποσοστό πέφτει ακόµα περισσότερο, στο 2%.

Ανανέωση

Αυτά τα δεδοµένα επιβεβαιώνουν ότι το κτιριακό απόθεµα της χώρας γερνάει, µε την ανάγκη ανανέωσης να είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Ωστόσο, οι ανακαινίσεις παραµένουν επιλογή µειοψηφίας, καθώς σήµερα το 56% των ιδιοκτητών δηλώνουν ότι δεν έχουν προβεί σε καµία ανακαίνιση την τελευταία πενταετία, ενώ µόλις το 44% έχουν προχωρήσει σε τουλάχιστον µία εργασία βελτίωσης.

Παρά τις κρατικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της ενεργειακής και λειτουργικής αναβάθµισης των κατοικιών, οι πολίτες φαίνεται να διατηρούν επιφυλάξεις, κυρίως λόγω οικονοµικών περιορισµών.
Αν και το 20% των ιδιοκτητών σκοπεύει να ανακαινίσει την κύρια κατοικία του εντός του επόµενου έτους, σχεδόν τρεις στους δέκα εξ αυτών (28,7%) δηλώνουν ότι θα χρειαστεί να καταφύγουν σε τραπεζικό δανεισµό για τη χρηµατοδότηση των εργασιών. Η ανακαίνιση ακινήτων αποτελεί σήµερα µια εξαιρετικά αποδοτική επένδυση, καθώς µπορεί να αυξήσει την αξία τους κατά µέσον όρο έως και 58% σε σύγκριση µε ένα παλιό και συµβατικό σπίτι.

Σε περιοχές, µάλιστα, όπως το Μοσχάτο, όπως αναφέρει  , η αύξηση µπορεί να αγγίξει εντυπωσιακά επίπεδα, φτάνοντας έως και το 116%. Τα ανακαινισµένα διαµερίσµατα, εξάλλου, αποτελούν πόλο έλξης για τους υποψήφιους αγοραστές, µε αποτέλεσµα να πωλούνται πολύ πιο γρήγορα από τα τυπικά σπίτια, δεδοµένου ότι το µεγαλύτερο µέρος του κτιριακού αποθέµατος στην Ελλάδα είναι παλαιό και ενεργοβόρο. Συγκεκριµένα, το 60% των κτιρίων κατατάσσονται στις χαµηλότερες ενεργειακές κατηγορίες (E-G), ενώ η πλειονότητα των διαθέσιµων κατοικιών που υπάρχουν σήµερα στο κέντρο της Αθήνας και στον Πειραιά είναι ηλικίας άνω των 50 ετών. Την ίδια ώρα, µια διαφορετική εικόνα εντοπίζεται στα νότια προάστια, όπου οι περισσότερες κατοικίες που είναι προς πώληση, κυρίως στη Γλυφάδα, έχουν κατασκευαστεί τα τελευταία δύο χρόνια.

Κατηγορία-έκπληξη

Για το 2025 µια κατηγορία-έκπληξη, που µπορεί να οδηγήσει σε µαζικές ανακαινίσεις του ενεργοβόρου κτιριακού αποθέµατος, αφορά τη µετατροπή παλιών καταστηµάτων σε κατοικίες, προκειµένου να πληρούν τις προϋποθέσεις για τη Χρυσή Βίζα. Παράλληλα, παλιά γραφεία και βιοµηχανικοί χώροι µπορούν να αποκτήσουν νέα ζωή, καθώς µέσα από την ανακαίνιση και την αλλαγή χρήσης επανεισάγονται στην αγορά µε ανανεωµένη αξία.

Η µέση δαπάνη για µια ανακαίνιση στην Ελλάδα ανέρχεται σε 10.075 ευρώ, σύµφωνα µε την έρευνα της Focus Bari. Ενας στους τρεις (31%) επενδύει µεταξύ 10.000 και 20.000 ευρώ, ενώ άλλο ένα 29% ξοδεύουν από 5.001 έως 10.000 ευρώ. Μόλις το 4% προχωρούν σε ανακαινίσεις άνω των 50.000 ευρώ, στοιχείο που υποδηλώνει πως οι πολύ µεγάλες εργασίες παραµένουν σπάνιες. Αντίθετα, το 12% περιορίζονται σε µικρές επεµβάσεις, κάτω των 2.000 ευρώ. Το εισόδηµα αποτελεί τον πιο καθοριστικό παράγοντα για την έκταση της επένδυσης. Στα νοικοκυριά µε εισόδηµα έως 9.999 ευρώ κυριαρχούν οι µεσαίες και µικρές επενδύσεις: 33% δαπανούν 5.001-10.000 ευρώ και 26% λιγότερα από 5.000 ευρώ. Στον αντίποδα, µόλις 6% φτάνουν ή ξεπερνούν τα 20.000 ευρώ.

Σε υψηλότερες εισοδηµατικές κατηγορίες, η εικόνα αλλάζει δραστικά. Στα νοικοκυριά µε εισόδηµα 20.000-29.999 ευρώ, πάνω από το 59% ξοδεύουν περισσότερα από 10.000 ευρώ, ενώ το 42% όσων διαθέτουν εισόδηµα άνω των 30.000 ευρώ επενδύουν 20.000 έως 50.000 ευρώ, µε το 12% να ξεπερνούν και το όριο των 50.000 ευρώ. Σε αυτή την οµάδα, η µέση ανακαίνιση αφορά 1,7 ακίνητο, τον υψηλότερο αριθµό σε σύγκριση µε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες.

Ωστόσο, για να αλλάξει η υφιστάµενη εικόνα, απαιτούνται στοχευµένη πολιτική στήριξης, ενίσχυση της προσβασιµότητας σε χρηµατοδότηση, αλλά και αλλαγή στη νοοτροπία των ιδιοκτητών, µε έµφαση στη µακροπρόθεσµη αξία της συντήρησης και όχι µόνο στην κατοχή.

Της Μαρίας Καλούδη

Κυριακάτικη Απογευματινή