Αντισυνταγματική έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας την αναστολή και την απενεργοποίηση του ΑΦΜ από την εφορία για λαθρέμπορους και φοροφυγάδες, υποχρεώνοντας το υπουργείο Οικονομικών να φέρει νέα νομοθετική ρύθμιση που να υπακούει στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Η απόφαση του ΣτΕ που έρχεται να ανατρέψει μια νομοθεσία η οποία θεσπίστηκε το 2013 και συνεχίζει να ισχύει μετά τις περιορισμένες αλλαγές που έγιναν πέρυσι στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, αφαιρεί έναν μοχλό πίεσης από την εφορία, βάζοντας φρένο στη δυνατότητα που είχε η ΑΑΔΕ να αναστέλλει τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων που τελούν βαριά φορολογικά και ποινικά αδικήματα, όπως είναι η φοροδιαφυγή, το λαθρεμπόριο και η νοθεία.
Το σκεπτικό
Σύμφωνα με το σκεπτικό του Ανώτατου Δικαστηρίου, η εν λευκώ δυνατότητα του εκάστοτε διοικητή της ΑΑΔΕ να παγώνει για τουλάχιστον τρία χρόνια (σ.σ.: ήταν πέντε χρόνια) τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου είναι αντίθετη με το Σύνταγμα, καθώς «συνιστά βαθιά επέμβαση στην οικονομική ζωή του φορολογούμενου, φυσικού ή νομικού προσώπου, η οποία κατ’ ουσίαν ισοδυναμεί με απαγόρευση άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας». Την προσφυγή στο ΣτΕ είχε κάνει εταιρεία, για έναν νόμο που -όπως λένε από το Ανώτατο Δικαστήριο- έχει εφαρμοστεί σε σχετικά λίγες περιπτώσεις.
Συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθμόν 869/2025 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρόεδρος Μ. Πικρανμένος, εισηγήτρια η σύμβουλος Ε. Σκούρα) κρίθηκε ότι οι διατάξεις του ν. 4174/2013 που προβλέπουν τη δυνατότητα αναστολής της χρήσης ή απενεργοποίησης του ΑΦΜ σε περίπτωση φοροδιαφυγής και παρέχουν νομοθετική εξουσιοδότηση προς τον διοικητή της ΑΑΔΕ για τον ορισμό περιπτώσεων αναστολής ή απενεργοποίησης του ΑΦΜ και των συνεπειών της αναστολής και της απενεργοποίησης, αντίκεινται στο Σύνταγμα.
Στο σκεπτικό αναφέρεται -μεταξύ άλλων- ότι «η ρύθμιση του νόμου δεν περιέχει την αναγκαία, λόγω της σημασίας του ρυθμιζόμενου ζητήματος, ουσιαστική ρύθμιση, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει το βασικό πλαίσιο σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής του κράτους δικαίου, με την πρόβλεψη των αναγκαίων εγγυήσεων και τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, αλλά συνιστά κατ’ ουσίαν εν λευκώ εξουσιοδότηση προς τον διοικητή της ΑΑΔΕ για τη ρύθμιση των εν λόγω θεμάτων σε περίπτωση φοροδιαφυγής, εφόσον δεν τίθενται όρια στην αρμοδιότητά του».
Νέα ρύθμιση
Στην ουσία το υπουργείο Οικονομικών καλείται να φέρει νέα νομοθετική ρύθμιση που να αποσαφηνίζει με ακρίβεια τους κανόνες, βάση των οποίων θα παρέχεται η δυνατότητα παγώματος του ΑΦΜ. Σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, αναστολή ή απενεργοποίηση επιβάλλεται σε περίπτωση παύσης της οικονομικής δραστηριότητας, πτώχευσης ή αφερεγγυότητας ή διάπραξης σοβαρών αδικημάτων, όπως η φοροδιαφυγή, η λαθρεμπορία ή η νοθεία. Στην περίπτωση της λαθρεμπορίας, η αναστολή ή απενεργοποίηση συνδέεται και με την ποινική διαδικασία, αν έχει ασκηθεί δίωξη για κακούργημα, και διαρκεί μέχρι τη δικάσιμο και, αν επιβληθεί ποινή, μέχρι την έκτιση της ποινής. Το «μπλόκο» στον ΑΦΜ διαρκεί 3 χρόνια, ενώ αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα λαθρεμπορίας, η αναστολή διαρκεί μέχρι την παραπομπή στο ακροατήριο και, αν ο φορολογούμενος καταδικασθεί, η αναστολή διαρκεί όσο και η έκτιση της ποινής του.
Ο κώδικας του 2024 προέβλεπε πως δεν μπορεί να γίνει δήλωση έναρξης ή μεταβολής εργασιών από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, των οποίων ο ΑΦΜ έχει ανασταλεί ή απενεργοποιηθεί, για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή ή η απενεργοποίηση. Η φορολογική διοίκηση απαιτεί εγγύηση από 3.000 έως 500.000 ευρώ από εταιρείες και φυσικά πρόσωπα που βαρύνονται με φοροδιαφυγή ή λαθρεμπόριο μετά τη λήξη της αναστολής χρήσης του ΑΦΜ τους. Ειδικά για όσους έχουν τελέσει λαθρεμπορία, το ύψος της χρηματικής εγγύησης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από 1.000.000 ευρώ. Η χρονική διάρκεια της εγγύησης κυμαίνεται από 2 έως 6 χρόνια.
Εφημερίδα Απογευματινή