Αισιοδοξία διαπνέει τις προβλέψεις της Εθνικής Τράπεζας για την τουριστική κίνηση του 2025, με τις εκτιμήσεις να συγκλίνουν σε αύξηση αφίξεων της τάξης του 3%-5% σε σύγκριση με τη χρονιά-ρεκόρ του 2024, συμβαδίζοντας και με την παγκόσμια τάση. Ο ελληνικός τουρισμός έχει κάνει άλματα ανόδου την περίοδο 2013-2024 (αφίξεις: +63%), ενώ το 2024 τα έσοδα άγγιξαν τα 21,6 δισ. ευρώ (ΤτΕ), αυξημένα κατά 4,8% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά (ο αριθμός των τουριστών που επισκέφθηκε τη χώρα μας πέρυσι πλησίασε τα 40,7 εκατομμύρια και ήταν αυξημένος κατά 12,8% σε σύγκριση με το προηγούμενο ρεκόρ του 2023).
Το ενδιαφέρον, πλέον, έχει μετατοπιστεί από τα ρεκόρ στο αναπτυξιακό πρότυπο. Σύμφωνα με τη μελέτη της ΕΤΕ, οι «μακρινές» αγορές θα αποτελέσουν σημαντικό τμήμα της μεσοπρόθεσμης δυναμικής του κλάδου, συνεισφέροντας το 50% της ανόδου του παγκόσμιου τουρισμού την επόμενη δεκαετία, κάτι που ήδη άρχισε να αποτυπώνεται από το πρώτο τρίμηνο του 2025, ενώ ο ελληνικός τουρισμός διακρίνεται και για το βελτιωμένο «προφίλ εποχικότητας», αφού το 50% των τουριστών φθάνει στη χώρα μας εκτός της περιόδου Ιουλίου-Σεπτεμβρίου (έναντι του ενός τρίτου για τις άλλες χώρες).
Πρώτα σημάδια προς αυτή την κατεύθυνση εμφάνισαν οι επιδόσεις του χειμώνα, με την αγορά των ΗΠΑ να κερδίζει μερίδιο (σε 7% από 6% το 2024), ενώ η ελληνική τουριστική αγορά διακρίνεται για τη διπλάσια δαπάνη ανά άφιξη σε σχέση με τις άλλες αγορές, η οποία μάλιστα ενισχύθηκε επιπλέον κατά 19% τον χειμώνα του 2025 σε σχέση με τον χειμώνα του 2024, αντισταθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό την πτώση 5% στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές (Γαλλία, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο).
Άνοδο καταγράφουν και οι προγραμματισμένες αεροπορικές κρατήσεις για το διάστημα Μαΐου-Οκτωβρίου (+4%), ο δείκτης μελλοντικής δραστηριότητας των ξενοδοχείων υπερέχει του μεσογειακού ανταγωνισμού (Ιανουάριος-Απρίλιος: 45 έναντι 7 μονάδες πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο), ενώ στην απασχόληση το πρώτο τρίμηνο του έτους έκλεισε με 27.000 προσλήψεις.
Η Έρευνα Συγκυρίας της ΕΤΕ ανέδειξε, πάντως, διεύρυνση του χάσματος μεταξύ «ώριμων» και λοιπών τουριστικών προορισμών, καθώς στις πρώτες το 59% των ΜμΕ του τομέα υλοποίησαν δράσεις ψηφιακού marketing έναντι μόλις 36% στις λοιπές περιοχές. Αντίστοιχη εικόνα εμφανίζεται και σε επίπεδο συνεργασιών με τοπικές επιχειρήσεις (49% του τομέα έναντι 28% στις λοιπές), με αποτέλεσμα να έχουν διαμορφώσει καλύτερες δυνατότητες παροχής ολοκληρωμένης τουριστικής εμπειρίας εμπλουτισμένης με ιδιαίτερα τοπικά στοιχεία (φύση, γαστρονομία, πολιτισμός). Υψηλότερος είναι επίσης ο βαθμός ανταπόκρισης στις περιβαλλοντικές ανησυχίες των πελατών τους, με το 54% να έχει υλοποιήσει δράσεις ενεργειακής αναβάθμισης έναντι μόλις 25% στις λοιπές περιοχές.
Η υπεροχή των ξενοδοχειακών ΜμΕ των «ώριμων» τουριστικά περιοχών συνδέεται με τις επιλογές της στρατηγικής επενδύσεων της προηγούμενης τριετίας και την έμφαση στη μεγέθυνση των επιχειρήσεων. Αναλυτικά, οι ΜμΕ αυτές διακρίθηκαν για την πιο έντονη επενδυτική δραστηριότητα (70% έναντι 58% του τομέα), δαπανώντας μάλιστα υψηλότερο ποσοστό των πωλήσεών τους (21% έναντι 16%) και αναγνωρίζοντας σε μεγαλύτερο βαθμό την ανάγκη πρόσθετων επενδύσεων στο μέλλον.
Εφημερίδα Απογευματινή