Δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν χθες, 29 Ιουνίου, από τη μαύρη επέτειο των capital controls και τη «διασωλήνωση» των ελληνικών τραπεζών στην «Εντατική» από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2015.
H σημερινή πραγματικότητα για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα απέχει έτη φωτός, με την πρόοδο που έχουν καταγράψει οι τράπεζες από το 2019 να προσελκύει ισχυρούς ξένους επενδυτές (πρόσφατο παράδειγμα η επαύξηση του ποσοστού της UniCredit στην Alpha Bank) και την κερδοφορία τους να κινείται σε σταθερή ανοδική τροχιά, ανταμείβοντας τους μετόχους τους με διανομές κερδών που από φέτος και για την επόμενη τριετία θα αυξηθούν στο 50%-70%. Το πλέον ουσιαστικό είναι ότι οι τράπεζες είναι σε θέση να χρηματοδοτούν την οικονομία υποστηρίζοντας την ανάκαμψή της, αλλά και να αναλαμβάνουν δράσεις για την κοινωνία, αποδίδοντας «κοινωνικό μέρισμα» που -μέχρι στιγμής- ξεπερνά τα 600 εκατ. ευρώ.
Το ιστορικό
Τα capital controls διήρκεσαν 50 ολόκληρους μήνες, από τις 28 Ιουνίου του 2015, όταν επιβλήθηκαν, μέχρι τη νομοθετική απόφαση της 26ης Αυγούστου 2019 για την άρση τους. Τον πρώτο καιρό από την επιβολή των capital controls, το όριο για τις ημερήσιες αναλήψεις μετρητών είχε τεθεί στα 60 ευρώ και πρακτικά στα 50, αφού αυτό το ποσό έδινε η πλειοψηφία των ΑΤΜ, καθώς υπήρχε και έλλειψη χαρτονομισμάτων των 20 €. Παράλληλα, δεν επιτρεπόταν καμίας μορφής μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό, ενώ οι περισσότερες εμπορικές συναλλαγές έπρεπε να λάβουν την έγκριση της Επιτροπής Έγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών της ΤτΕ.
Ερχόμενη στην εξουσία τον Ιούλιο του 2019, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη έθεσε σε άμεση προτεραιότητα την εξυγίανση και την ανάκαμψη των ελληνικών τραπεζών, προκειμένου αυτές να μπορέσουν να διαδραματίσουν ξανά τον ρόλο τους στη χρηματοδότηση της οικονομίας. Καταλύτης για την επίτευξη του στόχου αυτού ήταν η δημιουργία και υλοποίηση του σχεδίου «Ηρακλής», το οποίο διαπραγματεύθηκε με τις Βρυξέλλες ο τότε αρμόδιος υφυπουργός για τον χρηματοπιστωτικό τομέα Γιώργος Ζαββός.
Η δραστική μείωση των «κόκκινων» δανείων ήταν καταλυτική για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τις ελληνικές τράπεζες, την άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς αγορές, την αποεπένδυση του ΤΧΣ και την επιστροφή τους σε ιδιωτικά χέρια, την επίτευξη κερδοφορίας που επέτρεψε την επάνοδο στις διανομές μερισμάτων, έπειτα από σχεδόν 16 χρόνια, την απελευθέρωση κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση της οικονομίας και την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς και για την ανάπτυξη εξωστρέφειας με την υλοποίηση σημαντικών κινήσεων τον τελευταίο χρόνο.
Πέρα από την επαύξηση της συμμετοχής της UniCredit στην Alpha Bank, σημειώνονται η κίνηση της Eurobank να αποκτήσει την Ελληνική Τράπεζα στην Κύπρο, οι εξαγορές της AstroBank στην Κύπρο, καθώς και των εξειδικευμένων χρηματοοικονομικών εταιριών FlexFin και Axia Ventures από την Alpha Bank και η σύναψη σύμβασης αγοράς του 90,01% της Εθνικής Ασφαλιστικής από την Τράπεζα Πειραιώς.
Τα σημεία-κλειδιά
Την αλλαγή σελίδας για τις ελληνικές τράπεζες κωδικοποίησε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, μιλώντας στη γενική συνέλευση της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών στις 23 Ιουνίου. Ο υπουργός επισήμανε:
1.
Το ποσοστό των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) στο σύνολο των δανείων σε επίπεδο τραπεζικού τομέα, το οποίο στο τέλος του α΄ τριμήνου 2025 είχε υποχωρήσει στο 3,8%. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο από την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ και σηματοδοτεί σύγκλιση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (2,3%).
2.
Τη μέση απόδοση επί των ιδίων κεφαλαίων (Return on Equity – RoE) των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, η οποία ανήλθε σε περίπου 13% το α΄ τρίμηνο 2025, με τα καθαρά κέρδη τριμήνου να ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ.
3.
Τα ισχυρά κεφαλαιακά περιθώρια, με τον μέσο Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας να ανέρχεται σε περίπου 20%, συγκλίνοντας ουσιαστικά με τον αντίστοιχο της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με τα στοιχεία α΄ τριμήνου 2025 που ανακοίνωσαν οι τράπεζες, η ενίσχυση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας συνεχίζεται και ταυτόχρονα οι τράπεζες διατηρούν ισχυρά επίπεδα ρευστότητας με δείκτες αρκετά άνω των εποπτικών ορίων.
4.
Την ισχυρή πιστωτική επέκταση, με τον ετήσιο ρυθμό μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα τον Απρίλιο του 2025 να «τρέχει» με ρυθμό αύξησης 10,9%.
5.
Τη χρηματοδότηση των τραπεζών από την ΕΚΤ, η οποία παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα από τον Δεκέμβριο του 2024. Στα τέλη Μαΐου ανερχόταν σε 2,6 δισ. ευρώ (από 14,3 δισ. τον Δεκέμβριο 2023), όταν ακριβώς πριν από 10 χρόνια η χρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος από τον Μηχανισμό Έκτακτης Παροχής Ρευστότητας (ELA) της ΕΚΤ ανερχόταν σε 89 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι πλέον η πρόοδος των ελληνικών τραπεζών δεν περιορίζεται μόνο στις τέσσερις μεγάλες, καθώς με την εξυγίανση της Attica Bank και τη συγχώνευσή της με την Παγκρήτια Τράπεζα έχει δημιουργηθεί ένας δυναμικός πέμπτος τραπεζικός πόλος, στον οποίο περιλαμβάνονται και άλλες μικρές τράπεζες, με προεξάρχουσα την Optima bank.
Εφημερίδα Απογευματινή