Οι πιο σκληρά εργαζόμενοι στην Ευρώπη αποδεικνύονται οι Έλληνες, με βάση και τα νέα στοιχεία που δημοσίευσε χθες η Eurostat.
Στη χώρα μας καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό εργαζόμενων ηλικίας από 20 έως 64 ετών που δουλεύουν με «παρατεταμένο» ωράριο, δηλαδή αφιερώνουν περισσότερες από 49 ώρες την εβδομάδα στη βασική τους εργασία και συγκεκριμένα αφορά το 12,4% των απασχολούμενων έναντι 6,6% στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το γεγονός ότι στην Ελλάδα το ποσοστό των εργαζόμενων με «παρατεταμένο» ωράριο είναι διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, εξηγείται από τη δομή της απασχόλησης και είναι κυρίως αποτέλεσμα του μεγάλου αριθμού των αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών. Το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων που εργάζονταν πολλές ώρες αντιστοιχεί, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στο 27,5% του συνόλου και είναι σημαντικά υψηλότερο σε σύγκριση με τους μισθωτούς (3,4% του συνόλου των μισθωτών). Η διαφορά αυτή αναδεικνύει τις πιέσεις που δέχονται οι μικρομεσαίοι επαγγελματίες, για να διατηρήσουν τις δραστηριότητές τους. Σε πολλές περιπτώσεις, η υπερεργασία δεν αποτελεί επιλογή, αλλά αναγκαστική συνθήκη επιβίωσης.
Συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ποσοστό των εργαζόμενων με 49 ώρες εργασίας εβδομαδιαίως ή και περισσότερες καταγράφει μείωση τα τελευταία χρόνια και από 9,8% το 2014, υποχώρησε στο 8,4% το 2019 και στο 6,6% το 2024. Πρωταθλητισμό στις ώρες εργασίας, πίσω από την Ελλάδα, κάνουν η Κύπρος (10%) και η Γαλλία (9,9%). Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται στη Βουλγαρία (0,4%), τη Λετονία (1,0%) και τη Λιθουανία (1,4%).
Ανάμεσα σε όλους τους επαγγελματικούς κλάδους, όπως ορίζονται από τη διεθνή ταξινόμηση επαγγελμάτων (ISCO), η παράταση ωρών εργασίας ήταν πιο συχνή στους ειδικευμένους εργαζόμενους στη γεωργία, τη δασοκομία και την αλιεία (26,2% του συνόλου των εργαζομένων σε αυτόν τον κλάδο) και στους διευθυντές/μάνατζερ (21,1%).
Παραγωγικότητα
Παράλληλα, σύμφωνα με τη Eurostat, το 2024 εργαστήκαμε επισήμως κατά μέσο όρο 39,8 ώρες την εβδομάδα. Η επίδοση αυτή απέχει πολύ συγκριτικά με τις χώρες του «σκληρού» ευρωπαϊκού πυρήνα, καθώς στη χώρα μας εργαζόμαστε κατά περίπου 4 ώρες περισσότερο από τους εργαζόμενους σε επίπεδο ΕΕ, όπου κατά μέσο όρο εργάζονται 36 ώρες την εβδομάδα. Οι διαφορές ανάμεσα στις χώρες-μέλη της ΕΕ είναι αξιοσημείωτες. Πίσω από την Ελλάδα, στην οποία οι εργαζόμενοι δουλεύουν περισσότερες ώρες από κάθε άλλο ευρωπαϊκό κράτος, ακολουθούν δύο βαλκανικές χώρες και μία βόρεια χώρα και συγκεκριμένα, η Βουλγαρία με 39 ώρες, η Πολωνία με 38,9 ώρες και η Ρουμανία με 38,8 ώρες.
Στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης η εικόνα είναι διαμετρικά αντίθετη. Η Ολλανδία έχει τη μικρότερη εβδομάδα εργασίας (32,1 ώρες), ακολουθούμενη από τη Δανία, τη Γερμανία και την Αυστρία, με 33,9 ώρες η καθεμία. Το 2024, οι πραγματικές εβδομαδιαίες ώρες εργασίας τόσο για τους εργαζόμενους 20-64 ετών στην ΕΕ στην κύρια εργασία τους -πλήρους και μερικής απασχόλησης- ήταν κατά μέσο όρο 36 ώρες, μειωμένες από 37 ώρες το 2014.
Το συμπέρασμα από την νέα έκθεση της Eurostat είναι σαφές: οι Έλληνες όχι μόνο εργάζονται περισσότερο, αλλά και πολύ πάνω από το θεσμοθετημένο 40ωρο. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν αυτό το «πρωτάθλημα» αποδίδει αντίστοιχα αποτελέσματα σε επίπεδο παραγωγικότητας, απολαβών, και ποιότητας ζωής. Για την ώρα, τα δεδομένα δείχνουν ότι η Ελλάδα συνεχίζει να πληρώνει βαρύ τίμημα στην ισορροπία εργασίας-μισθών και ελεύθερου χρόνου, διατηρώντας τα σκήπτρα της πιο «κουρασμένης» χώρας της Ευρώπης με ελάχιστους καλά αμειβόμενους εργαζόμενους για τη δουλειά που κάνουν.
Εφημερίδα Απογευματινή