Με… γκολ από τα αποδυτήρια ξεκινά η σύνταξη του νέου Προϋπολογισµού στα έσοδα, καθώς για το 2026 προβλέπονται αυξηµένες εισπράξεις κατά περίπου 3 δισ. ευρώ σε σχέση µε το τρέχον έτος, παρά τη νέα δέσµη φοροελαφρύνσεων.
Η εικόνα αυτή δείχνει πως το οικονοµικό επιτελείο επιδιώκει να ισορροπήσει ανάµεσα στη διατήρηση της δηµοσιονοµικής σταθερότητας και στην τόνωση της αγοραστικής δύναµης των πολιτών. ∆εν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που ένα πακέτο µέτρων µείωσης φόρων συνδυάζεται µε υψηλότερα έσοδα για τον κρατικό κορβανά. Το µυστικό βρίσκεται στην αύξηση της οικονοµικής δραστηριότητας, στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στη συνεχιζόµενη προσπάθεια περιορισµού της φοροδιαφυγής µέσω της ενίσχυσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών.
Οι αυξήσεις στις αποδοχές των εργαζοµένων, τόσο στον δηµόσιο όσο και στον ιδιωτικό τοµέα, αποτελούν κοµβικό σηµείο στην εξίσωση. Ο νέος κατώτατος µισθός, που τον Απρίλιο του 2026 αναµένεται να «κλειδώσει» στα 920 ευρώ, θα λειτουργήσει ως µοχλός πίεσης για την άνοδο και των υπόλοιπων µισθολογικών κλιµακίων. Η βελτίωση των εισοδηµάτων, σε συνδυασµό µε την ετήσια αναπροσαρµογή των συντάξεων τουλάχιστον κατά 2,6%, καθώς θα εξαρτηθεί από την πορεία του πληθωρισµού αλλά και από τον ρυθµό ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας, θα µετακινήσει σηµαντικό αριθµό πολιτών σε υψηλότερα φορολογικά κλιµάκια. Αυτό πρακτικά σηµαίνει περισσότερα έσοδα για το κράτος µέσω της άµεσης φορολογίας. Οι αυξήσεις στις τσέπες δεν θα είναι ίδιες για όλους, ωστόσο ο συνολικός αντίκτυπος θα είναι αρκετά αισθητός, ιδίως σε µια περίοδο που η οικονοµία επιδιώκει να σταθεροποιήσει την αναπτυξιακή δυναµική της.
Μηχανισµός
Παράλληλα, ο επίµονος πληθωρισµός, ο οποίος παραµένει σε σχετικά υψηλά επίπεδα (3,1% ο εθνικός δείκτης τον Ιούλιο), αυξάνει την αξία των συναλλαγών και κατά συνέπεια τις εισπράξεις από τον ΦΠΑ. Αν και ο υψηλός πληθωρισµός διαβρώνει το διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών και φρενάρει την κατανάλωση, έχει και µια «θετική» για τα δηµόσια οικονοµικά επίδραση: δηµιουργεί πρόσθετα φορολογικά έσοδα. Πρόκειται για έναν µηχανισµό που λειτουργεί σχεδόν αυτόµατα, χωρίς να χρειάζεται η λήψη νέων µέτρων. Ωστόσο, η κυβέρνηση καλείται να βρει τη χρυσή τοµή, καθώς η υπερβολική εξάρτηση από τα πληθωριστικά έσοδα δεν αποτελεί σταθερή βάση χρηµατοδότησης των δηµόσιων δαπανών.
Ακόµη ένας κρίσιµος παράγοντας είναι ο περιορισµός της φοροδιαφυγής µέσω της περαιτέρω διείσδυσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Η ευρεία χρήση POS, η υποχρεωτική διασύνδεση ταµειακών µηχανών µε την ΑΑ∆Ε, τα myDATA, οι ηλεκτρονικές τιµολογήσεις, τα ψηφιακά δελτία αποστολής και πελατολόγια έχουν ήδη ενισχύσει τα έσοδα τα τελευταία χρόνια. Το υπουργείο Οικονοµικών υπολογίζει ότι µε τη συνεχή επέκταση αυτών των µέτρων αλλά και µε νέα φοροκίνητρα µπορεί να περιορίσει αισθητά το «γκρίζο» κοµµάτι της οικονοµίας και να αυξήσει τις εισπράξεις, χωρίς να χρειάζεται να επιβαρύνει περαιτέρω τους συνεπείς φορολογούµενους. Ειδικά στους κλάδους της εστίασης, των υπηρεσιών και του λιανεµπορίου, όπου παραδοσιακά καταγράφονται υψηλά ποσοστά φοροδιαφυγής, οι ηλεκτρονικές συναλλαγές λειτουργούν αποτρεπτικά και δηµιουργούν πρόσθετο δηµοσιονοµικό χώρο. Η συνδυαστική επίδραση αυτών των παραγόντων διαµορφώνει ένα τοπίο στο οποίο η κυβέρνηση φιλοδοξεί να πετύχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσµατα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις εαρινές προβλέψεις τοποθετεί το πρωτογενές πλεόνασµα του 2025 στο 3,8% του ΑΕΠ, αισθητά υψηλότερο από τις επικαιροποιηµένες εκτιµήσεις της κυβέρνησης για 3,2% και των αρχικών στόχων για 2,4%, ενώ κάτι ανάλογο επιδιώκεται και για το 2026.
Η επίτευξη του στόχου είναι κρίσιµη, όχι µόνο για τη διατήρηση της δηµοσιονοµικής αξιοπιστίας έναντι των αγορών και των εταίρων της χώρας, αλλά και για τη δυνατότητα χρηµατοδότησης κοινωνικών παροχών και αναπτυξιακών πολιτικών. Το οικονοµικό επιτελείο γνωρίζει ότι οι διεθνείς συγκυρίες παραµένουν αβέβαιες. Οι γεωπολιτικές εντάσεις, η ενεργειακή αστάθεια και οι κίνδυνοι επιβράδυνσης της ευρωπαϊκής οικονοµίας συνιστούν παράγοντες που µπορούν να ανατρέψουν τις προβλέψεις. Ωστόσο, η Ελλάδα επιδιώκει να συνεχίσει την πορεία δηµοσιονοµικής εξυγίανσης που έχει χαράξει την τελευταία πενταετία.
Αφήγηµα
Στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο το αφήγηµα της κυβέρνησης στηρίζεται στην ισορροπία µεταξύ φοροελαφρύνσεων και δηµοσιονοµικής πειθαρχίας. Η µείωση του φορολογικού βάρους σε επιλεγµένες κατηγορίες επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων επιδιώκει να ενισχύσει την επενδυτική δραστηριότητα και να στηρίξει τα µεσαία στρώµατα, που επλήγησαν από τις διαδοχικές κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας. Η δυνατότητα υλοποίησης τέτοιων πολιτικών χωρίς να απειλείται ο δηµοσιονοµικός στόχος βασίζεται ακριβώς στη σταδιακή διεύρυνση των φορολογικών εσόδων. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση επιχειρεί να αποδείξει ότι µπορεί να συνδυάσει την ανάπτυξη µε τη σταθερότητα, αποφεύγοντας τον φαύλο κύκλο υπερφορολόγησης και ύφεσης.
∆εν λείπουν βέβαια οι επικριτικές φωνές. Ορισµένοι οικονοµολόγοι επισηµαίνουν ότι τα αυξηµένα έσοδα δεν προκύπτουν αποκλειστικά από την ενίσχυση της πραγµατικής οικονοµίας, αλλά σε µεγάλο βαθµό από τον πληθωρισµό, που τελικά αποδυναµώνει την αγοραστική δύναµη των πολιτών. Υπογραµµίζουν ότι αν οι τιµές συνεχίσουν να αυξάνονται µε ταχύτερο ρυθµό από τους µισθούς, το όφελος για τον κρατικό Προϋπολογισµό θα συνοδεύεται από κοινωνική δυσαρέσκεια και µείωση της κατανάλωσης. Επιπλέον, τονίζουν ότι η διαρκής επίκληση των ηλεκτρονικών συναλλαγών δεν µπορεί από µόνη της να εξαλείψει το φαινόµενο της φοροδιαφυγής, καθώς πάντα θα υπάρχουν «παράθυρα» που αξιοποιούνται από τους πιο ευρηµατικούς παραβάτες.
Παρά τις επιφυλάξεις, το γενικότερο κλίµα παραµένει αισιόδοξο. Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης βλέπουν θετικά τη σταθερή βελτίωση των δηµόσιων οικονοµικών, γεγονός που έχει ήδη αποτυπωθεί στην αναβάθµιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Οι αγορές δείχνουν να εµπιστεύονται την πορεία της Ελλάδας, επιτρέποντας στο ∆ηµόσιο να δανείζεται µε ιστορικά χαµηλά επιτόκια, γεγονός που µειώνει την επιβάρυνση του χρέους και διευκολύνει την επίτευξη των δηµοσιονοµικών στόχων.
Εφημερίδα «Κυριακάτικη Απογευματινή»