Σε υψηλές πτήσεις οι τράπεζες

Ολοι οι βασικοί δείκτες απόδοσης των εγχώριων χρηµατοπιστωτικών ιδρυµάτων ήταν καλύτεροι έναντι του ευρωπαϊκού µέσου όρου, κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριµήνου του 2025
22:47 - 30 Σεπτεμβρίου 2025
τράπεζες

Τη συνεχώς ανανεούµενη ψήφο εµπιστοσύνης των επενδυτών στις ελληνικές τράπεζες έρχονται να αιτιολογήσουν οι επιδόσεις τους σε σχέση µε τον ευρωπαϊκό ανταγωνισµό. Τα συγκριτικά στοιχεία του SSM για το β’ τρίµηνο του 2025 δείχνουν ότι -για ακόµη ένα τρίµηνο- όλοι οι βασικοί δείκτες απόδοσης των τεσσάρων σηµαντικών τραπεζών της Ελλάδας (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα, Τράπεζα Πειραιώς) ήταν καλύτεροι έναντι του ευρωπαϊκού µέσου όρου και η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών τρεις µονάδες υψηλότερη από των ευρωπαϊκών.

Συγκρίνοντας τις επιδόσεις β’ τριµήνου 2025 των 113 συστηµικών τραπεζών της Ε.Ε., που εποπτεύει -µεταξύ αυτών και των τεσσάρων µεγάλων ελληνικών τραπεζών-, ο SSM διαπιστώνει ότι η Απόδοση Ιδίων Κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών διαµορφώθηκε στο 13,23% έναντι 10,11% των ευρωπαϊκών και η Απόδοση του Ενεργητικού τους στο 1,42% έναντι 0,70% για τις τράπεζες της Ε.Ε. Περαιτέρω, οι ελληνικές τράπεζες «δούλεψαν» µε αισθητά υψηλότερο επιτοκιακό περιθώριο, το οποίο υποστηρίζει και τη µελλοντική κερδοφορία τους. Ειδικότερα, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών διαµορφώθηκε σε 2,84% το β’ τρίµηνο 2025, έναντι 1,51% για τα 113 συστηµικά πιστωτικά ιδρύµατα της Ε.Ε.

Λειτουργικό κόστος

Πρωτιά πήραν οι ελληνικές τράπεζες σε επίπεδο λειτουργικού κόστους, µε τον ∆είκτη Κόστους προς Εσοδα να είναι για δεύτερο συνεχόµενο τρίµηνο ο χαµηλότερος µεταξύ των συστηµικών τραπεζών 15 κρατών-µελών της Ευρωζώνης (στατιστικά στοιχεία για συστηµικές τράπεζες σε Βουλγαρία, Κύπρο, Μάλτα και Λουξεµβούργο δεν είναι διαθέσιµα), στο 35,68% έναντι 54,15% στην Ε.Ε.

Οριακά υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό µέσο όρο είναι ο Συνολικός ∆είκτης Κεφαλαίου των τεσσάρων µεγάλων ελληνικών τραπεζών. Ανήλθε σε 20,65% έναντι 20,24% των ευρωπαϊκών.

Εξαιρετικές είναι οι επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών σε επίπεδο ρευστότητας (σηµειώνεται ότι η έλλειψη ρευστότητας και όχι η έλλειψη κεφαλαίων είναι αυτή που κλείνει τράπεζες, όπως κόντεψαν να το πάθουν οι ελληνικές το 2015).

Ο ∆είκτης Καθαρής Σταθερής Χρηµατοδότησης των ελληνικών συστηµικών τραπεζών έναντι του ευρωπαϊκού µέσου όρου είναι σταθερά υψηλότερος, ενώ σταθερά πολύ υψηλότερος είναι ο ∆είκτης Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) των ελληνικών τραπεζών. Ειδικότερα, ο ∆είκτης Καθαρής Σταθερής Χρηµατοδότησης για τις τέσσερις µεγάλες ελληνικές τράπεζες ανήλθε σε 136,21% το β’ τρίµηνο, από 136,41% το α’ τρίµηνο 2025 και 138,16% το δ’ τρίµηνο 2024, έναντι 126,74%, 126,37% και 126,94% για τις τράπεζες της Ε.Ε. τις ίδιες περιόδους αντίστοιχα.

Οσο για τον ∆είκτη Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) των ελληνικών συστηµικών τραπεζών διαµορφώθηκε το β’ τρίµηνο του 2025 σε 209,34% από 205,54% το α’ τρίµηνο 2025 και 213,89% το δ’ τρίµηνο 2024. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τις ευρωπαϊκές τράπεζες διαµορφώθηκαν σε 157,84%, 156,25% και 158,40%.

Ποιότητα ενεργητικού

Μεγάλη πρόοδο έχουν καταγράψει οι εγχώριες τράπεζες σε επίπεδο ποιότητας ενεργητικού. Σύµφωνα µε τα στοιχεία του SSM για το β’ τρίµηνο του 2025, το ποσόν των µη εξυπηρετούµενων δανείων για τα 113 συστηµικά πιστωτικά ιδρύµατα υπό την εποπτεία της ΕΚΤ ανέρχεται σε 356,44 δισ. ευρώ και ο δείκτης µη εξυπηρετούµενων δανείων στο 2,22%.

Οι τέσσερις ελληνικές σηµαντικές τράπεζες είχαν στο τέλος του β’ τριµήνου µη εξυπηρετούµενα δάνεια 5,86 δισ. ευρώ, µε τον σχετικό δείκτη να έχει υποχωρήσει στο 3,18%.

Οι ελληνικές τράπεζες κάνουν τη διαφορά σε επίπεδο ρυθµισµένων δανείων που εξυπηρετούνται οµαλά και άρα δεν κινδυνεύουν µε νέες επισφάλειες. O δείκτης που αποτυπώνει τον κίνδυνο οι ρυθµίσεις αυτές να αποτύχουν -δηλαδή, ο κίνδυνος τα δάνεια αυτά να ξανακοκκινίσουν- είναι σταθερά υψηλότερος για τις ευρωπαϊκές τράπεζες: στο 9,93% το δ’ τρίµηνο του 2024, 9,76% το α’ τρίµηνο του 2025 και 9,59% το β’ τρίµηνο.

Για τις ελληνικές τράπεζες, ο ίδιος δείκτης υποχώρησε από 7,45% το δ’ τρίµηνο του 2024, σε 7,28% το α’ τρίµηνο του 2025 και 6,86% το β’ τρίµηνο του έτους.

Οι ελληνικές τράπεζες υπερέχουν και σε επίπεδο κάλυψης των µη εξυπηρετούµενων δανείων τους από προβλέψεις.

Τα στοιχεία του SSM διαπιστώνουν επίσης ότι το ποσοστό κάλυψης (coverage ratio) µη εξυπηρετούµενων ανοιγµάτων για τις 113 ευρωπαϊκές συστηµικές τράπεζες ανέρχεται σε 39,77%, ενώ για τις ελληνικές σε 49,14%.

Το ποσοστό κάλυψης των ελληνικών συστηµικών τραπεζών είναι 23,5% υψηλότερο έναντι του ευρωπαϊκού µέσου όρου και το τρίτο υψηλότερο µετά το ποσοστό κάλυψης επισφαλειών από προβλέψεις στις τράπεζες της Σλοβενίας (57,32%) και της Πορτογαλίας (51,88%).

Εφημερίδα «Κυριακάτικη Απογευματινή»