Η δημοσιονομική παράλυση στις Ηνωμένες Πολιτείες οδηγεί στη διακοπή λειτουργίας όλων των μη απαραίτητων ομοσπονδιακών υπηρεσιών και στην αναστολή σημαντικών δραστηριοτήτων του κράτους. Επηρεάζονται κυρίως οι δημόσιες υπηρεσίες και οι μεταφορές, ενώ αναμένεται να υπάρξουν καθυστερήσεις σε ελέγχους και δυσλειτουργίες στην καθημερινότητα των πολιτών.
Οι υπάλληλοι που απασχολούνται σε κρίσιμους τομείς, όπως οι ένοπλες δυνάμεις, οι δυνάμεις ασφαλείας, οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας και οι εργαζόμενοι σε νοσοκομεία ή στη συντήρηση του δικτύου ηλεκτροδότησης, παραμένουν στις θέσεις τους, αλλά χωρίς αμοιβή. Αντίθετα, όσοι εργάζονται σε «μη βασικούς» τομείς τίθενται σε αναγκαστική αργία έως ότου εγκριθεί ο νέος προϋπολογισμός.
Οι επιπτώσεις στην καθημερινότητα
Το «πάγωμα» της λειτουργίας των υπηρεσιών σημαίνει ότι πολλά εθνικά πάρκα και μουσεία θα παραμείνουν κλειστά, οι έλεγχοι στα αεροδρόμια θα καθυστερούν, ενώ θα μειωθεί η εποπτεία στην ασφάλεια τροφίμων και στο περιβάλλον. Επιπλέον, προγράμματα κοινωνικής στήριξης, όπως το WIC για γυναίκες και παιδιά χαμηλού εισοδήματος, κινδυνεύουν με διακοπή. Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO), περίπου 750.000 ομοσπονδιακοί υπάλληλοι θα τεθούν σε αναγκαστική αργία.
Οικονομικές συνέπειες
Η αμερικανική οικονομία αναμένεται να δεχθεί σοβαρό πλήγμα. Η καθυστέρηση στην ανακοίνωση κρίσιμων οικονομικών στοιχείων θα αυξήσει την αβεβαιότητα των αγορών, ενώ εκτιμάται ότι κάθε εβδομάδα παράλυσης μειώνει την ανάπτυξη κατά 0,2 ποσοστιαία μονάδα.
Στο πολιτικό πεδίο, οι αλληλοκατηγορίες μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών οξύνονται. Ο Ντόναλντ Τραμπ αφήνει αιχμές ότι από το «shutdown» μπορούν να προκύψουν «καλά αποτελέσματα», ενώ οι Δημοκρατικοί τον κατηγορούν για αδιαλλαξία. Η αντιπαράθεση αυτή λαμβάνει χώρα λίγο πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026, όπου θα κριθεί ο έλεγχος του Κογκρέσου.
Διάρκεια και προοπτικές
Η εμπειρία δείχνει ότι η διάρκεια ενός shutdown είναι απρόβλεπτη και εξαρτάται από τη διάθεση συμβιβασμού των δύο κομμάτων. Το μεγαλύτερο στην Ιστορία σημειώθηκε το 2018, διήρκεσε 35 ημέρες και επίσης συνέβη επί προεδρίας Τραμπ. Ο μέσος όρος από το 1976, οπότε εμφανίστηκε για πρώτη φορά το φαινόμενο, είναι οκτώ ημέρες.
Όσο περισσότερο παρατείνεται η παράλυση, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η αβεβαιότητα. «Οι αγορές απεχθάνονται την αβεβαιότητα ακόμη περισσότερο και από τις κακές ειδήσεις», τόνισε ο αναλυτής Στίβεν Ινες της εταιρείας SPI Asset Management.