Παγίδες για εργαζόμενους και εργοδότες κρύβουν οι νέες μορφές απασχόλησης, που καθιστούν δυσδιάκριτα τα όρια της εργασιακής σχέσης μεταξύ σύμβασης έργου, ανεξάρτητων υπηρεσιών και σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Παρά τον τίτλο που επιλέγουν κάθε φορά τα συμβαλλόμενα μέρη, το πραγματικό περιεχόμενο και οι συνθήκες παροχής εργασίας είναι εκείνα που καθορίζουν τον χαρακτήρα της σχέσης και τις συνακόλουθες υποχρεώσεις έναντι ΕΦΚΑ και φορολογικών Αρχών.
Σύμφωνα με τον οικονομολόγο-φοροτεχνικό Γιώργο Δαλιάνη, η έννοια της εξαρτημένης εργασίας καθορίζεται από τα άρθρα 648 έως 652 του Αστικού Κώδικα. Κατά το άρθρο 648, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ο εργαζόμενος υποχρεούται να παρέχει την εργασία του προσωπικά και υπό τις οδηγίες και τον έλεγχο του εργοδότη έναντι συμφωνημένης αμοιβής. Τα άρθρα 649-652 ΑΚ εξειδικεύουν περαιτέρω στοιχεία της σχέσης αυτής όπως η υποχρέωση παροχής εργασίας, η υποταγή στις οδηγίες του εργοδότη και η τακτική αμοιβή. Σε ασφαλιστικό επίπεδο το άρθρο 38 του νόμου 4387/2016 προβλέπει την υποχρεωτική υπαγωγή στην ασφάλιση των προσώπων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, ανεξάρτητα από τη μορφή ή την ονομασία της σύμβασης.
Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει επανειλημμένα επισημάνει ότι η ονομασία της σύμβασης δεν δεσμεύει τις διοικητικές και δικαστικές Αρχές. Αυτό που εξετάζεται είναι η ουσία της σχέσης: αν η εργασία παρέχεται προσωπικά, διαρκώς, υπό οδηγίες και με ένταξη στον οργανισμό της επιχείρησης, τότε πρόκειται για εξαρτημένη εργασία, ακόμη και αν έχει χαρακτηριστεί ως έργου ή ανεξάρτητων υπηρεσιών.
Τα βασικά κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη είναι:
- Η εργασία παρέχεται προσωπικά και κατ’ επάγγελμα από το ίδιο πρόσωπο.
- Υπάρχει δέσμευση χρόνου ή τόπου εκτέλεσης της εργασίας.
- Ο εργαζόμενος είναι ενταγμένος στην οργανωτική δομή της επιχείρησης ή του φορέα.
- Η αμοιβή καταβάλλεται περιοδικά και όχι βάσει αποτελέσματος.
- Ο εργοδότης ασκεί εποπτεία και έλεγχο επί της παρεχόμενης εργασίας.
Αν αυτά τα στοιχεία συντρέχουν, η σχέση θεωρείται εξαρτημένη και συνεπάγεται υποχρέωση υπαγωγής στον ΕΦΚΑ, ακόμη και αν ο τίτλος της σύμβασης είναι διαφορετικός.
– Για παράδειγμα, προγραμματιστής υπογράφει σύμβαση έργου για την ανάπτυξη συγκεκριμένης εφαρμογής. Στην πράξη εργάζεται καθημερινά στα γραφεία της εταιρείας, με συγκεκριμένο ωράριο και υπό συνεχή καθοδήγηση. Η σχέση είναι κατ’ ουσίαν εξαρτημένη εργασία και πρέπει να δηλωθεί ως τέτοια.
– Σε άλλο παράδειγμα, που αφορά σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών με ενδιάμεσο φορέα ΕΣΠΑ, ένας οικονομολόγος συνεργάζεται με φορέα διαχείρισης ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Εργάζεται καθημερινά, σε οργανωμένο ωράριο και υπό έλεγχο, χωρίς επιχειρηματικό ρίσκο. Παρά τον τίτλο της σύμβασης, πρόκειται για εξαρτημένη εργασία με ασφαλιστικές υποχρεώσεις.
– Λογιστής αναλαμβάνει, με αμοιβή ανά έργο, την κατάρτιση φακέλου ΕΣΠΑ, επιλέγοντας ο ίδιος τόπο, χρόνο και τρόπο εργασίας. Η σχέση παραμένει ανεξάρτητη και δεν υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση.
ΣΤΑΘΕΡΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ
Η ανάπτυξη της τηλεργασίας δεν αλλάζει τα παραπάνω κριτήρια. Η φυσική παρουσία στους χώρους της επιχείρησης δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας σχέσης ως εξαρτημένης. Ο έλεγχος και η υποταγή μπορούν να ασκηθούν εξίσου αποτελεσματικά με ψηφιακά μέσα και οι δεσμοί εξάρτησης μπορούν να υπάρχουν ακόμη και όταν η εργασία παρέχεται από το σπίτι ή άλλη τοποθεσία. Κριτήρια που εξετάζονται και στην τηλεργασία είναι η υποχρέωση σύνδεσης σε συγκεκριμένο ωράριο ή πλατφόρμα, η συμμετοχή σε εσωτερικές διαδικασίες της επιχείρησης (meetings, reporting), η οργανωτική ένταξη στην ομάδα της εταιρείας καθώς και η τακτική αμοιβή και όχι αμοιβή βάσει αποτελέσματος.
– Για παράδειγμα, ένας γραφίστας υπογράφει σύμβαση έργου και εργάζεται από το σπίτι. Υποχρεούται να συνδέεται καθημερινά 9.00-17.00, συμμετέχει σε καθημερινά meetings και εγκρίνεται κάθε στάδιο της εργασίας του. Παρά την απουσία φυσικής παρουσίας, πρόκειται για εξαρτημένη εργασία με πλήρεις ασφαλιστικές υποχρεώσεις.
Εφημερίδα Απογευματινή











