Με αισιοδοξία ατενίζει το νέο έτος η αγορά εργασίας, αφού όλες οι μελέτες δείχνουν ότι οι νέες θέσεις εργασίας θα αυξηθούν περαιτέρω, καθώς επτά στους δέκα νέους έως 35 ετών βρίσκουν εργασία αντίστοιχη με το επίπεδο των σπουδών τους, ενώ η έλλειψη εργατικού δυναμικού ανοίγει «παράθυρα» ευκαιρίας για την απόκτηση επαγγελματικής εμπειρίας.
Οι λόγοι που φέρνουν την Ελλάδα από ουραγό σε πρωταγωνίστρια της απασχόλησης το 2025 είναι οι εξής:
1. Η γενικευμένη τάση ανόδου των μισθών τα τελευταία χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι για το 2024, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση «Εργάνη» του υπουργείου Εργασίας, παρατηρείται αύξηση αποδοχών σε όλες τις κλίμακες με την πλειονότητα των εργαζομένων (53,7%) να λαμβάνει μισθό άνω των 1.000 ευρώ, έναντι 46,3% το 2023. Με μισθούς από 701 ευρώ έως 800 ευρώ, αμείβονταν 293.928 εργαζόμενοι το 2023, ενώ το 2024 στην ίδια κλίμακα μισθών ήταν 55.132 εργαζόμενοι. Οι 131.718 από τους εργαζόμενους του 2023 που είχαν μισθούς από 700 έως 800 ευρώ, ανέβηκαν στην επόμενη μισθολογική κλίμακα και η αμοιβή τους διαμορφώθηκε μεταξύ 900 και 1.000 ευρώ. Οι εργαζόμενοι με μέσο μισθό από 1.200 έως 1.500 ευρώ αυξήθηκαν το 2024 και έφτασαν τους 500.392 από 257.574 που ήταν το 2023.
2. Η είσοδος στην αγορά εργασίας περισσότερων γυναικών, και δη «παροπλισμένων», που δεν είχαν εργαστεί ποτέ ξανά στο παρελθόν, είτε επειδή δεν υπήρχε η κατάλληλη θέση (κυρίως για μερική απασχόληση) είτε επειδή δεν τους το επέτρεπαν οι υποχρεώσεις ανατροφής των παιδιών.
3. Τα κίνητρα για την «ενεργό γήρανση» που έφεραν πίσω στην (δηλωμένη) απασχόληση 250.000 συνταξιούχους, χωρίς να φοβούνται μην τους κοπεί η σύνταξή τους, καθώς η ποινή αυτή καταργήθηκε από 1/1/2024.
4. Η στενότητα στην αγορά εργασίας σε κλάδους, όπως ο τουρισμός και οι ελλείψεις εργαζομένων, που δημιουργούν εξ αντανακλάσεως υψηλή ζήτηση για εργατικό δυναμικό και οδηγούν σε αύξηση της απασχόλησης από τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας για να καλυφθούν οι ανάγκες των επιχειρήσεων.
Προσόντα
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, το 69,2% των νέων έως 35 ετών θεωρεί ότι το επίπεδο της εκπαίδευσής του καλύπτει τις απαιτήσεις της εργασίας του. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ατόμων με εργασία κατώτερη του επιπέδου σπουδών τους (32,5%) παρατηρείται στους ανέργους. Ανάλογες διαφορές εντοπίζονται μεταξύ αντρών και γυναικών. Το 24% των γυναικών εργάζεται (ή εργάστηκε) σε εργασία με απαιτήσεις κατώτερες του εκπαιδευτικού τους επιπέδου, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους άντρες είναι 20,3%.
Σημαντικό ποσοστό εργαζομένων δηλώνουν ότι το επίπεδο εκπαίδευσής τους είναι ανώτερο από τις απαιτήσεις της εργασίας τους. Το ποσοστό αυτό διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με το επάγγελμα. Το μεγαλύτερο ποσοστό (56,1%) συναντάται στα άτομα που εργάστηκαν για τελευταία φορά ως χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και εξοπλισμού. Υψηλά ποσοστά παρατηρούνται στους υπαλλήλους γραφείου, τους εργαζομένους στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές και στους ειδικευμένους γεωργούς.
Η πλειονότητα των νέων που συμμετείχαν στην έρευνα (70,9%) θεωρεί πως οι δεξιότητές τους καλύπτουν τις απαιτήσεις της τρέχουσας ή της τελευταίας εργασίας τους. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο για τους άντρες (73,0%) και τα άτομα ηλικίας 25-29 ετών (72,1%), ενώ είναι σημαντικά μικρότερο για τα άτομα 15-29 ετών (57%). Ένας στους πέντε θεωρεί ότι έχει δεξιότητες που είναι ανώτερες από τις απαιτήσεις της εργασίας του (19,5%), ενώ τα μεγαλύτερα σχετικά ποσοστά συναντώνται στις γυναίκες (21,4%) και στα άτομα ηλικίας 30-34 ετών (20%). Ιδιαίτερα μικρό, μόλις στο 3,1%, είναι το ποσοστό όσων πιστεύουν ότι έχουν δεξιότητες κατώτερες από τις εργασιακές απαιτήσεις.
Από τα άτομα με ανώτερη εκπαίδευση, το 22,7% θεωρεί ότι έχει (ή είχε) ανώτερες δεξιότητες σε σχέση με τη θέση απασχόλησης που κατέχει (ή κατείχε), ενώ στην περίπτωση των ανέργων που έχουν ανώτερη εκπαίδευση το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι οι γνώσεις τους είναι ανώτερες σε σχέση με το αντικείμενα της εργασίας τους ανέρχεται στο 41,5% . Αντίθετα, από τα άτομα κατώτερης εκπαίδευσης, μόνο το 6,5% θεωρεί ότι οι δεξιότητές του ξεπερνούν τις απαιτήσεις της εργασίας του.
Εκπαίδευση
Ως προς τον συσχετισμό του αντικειμένου σπουδών με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, τα περισσότερα άτομα (65,7%) θεωρούν ότι το αντικείμενο των σπουδών τους συμφωνεί σε πολύ μεγάλο ή σε μεγάλο βαθμό με απαιτήσεις της εργασίας του. Τα άτομα που έχουν ολοκληρώσει σπουδές με αντικείμενο Γεωργία και Κτηνιατρική δηλώνουν σε ποσοστό 52,2% ότι το αντικείμενο των σπουδών τους συμφωνεί σε πολύ μεγάλο ή σε μεγάλο βαθμό με τις απαιτήσεις της εργασίας τους, ενώ από τα άτομα με σπουδές σε Οικονομικά, Διοίκηση και Νομικά, το 74,4% δηλώνουν ότι το αντικείμενο των σπουδών τους συμφωνεί με τις απαιτήσεις της εργασίας τους.
Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό των ατόμων που θεωρούν πως το αντικείμενο των σπουδών τους καλύπτει σε κάποιον μόνο βαθμό (ή λιγότερο) τις απαιτήσεις της εργασίας τους ανέρχεται σε 21,4%. Τέλος, το ποσοστό των ατόμων που δηλώνουν ότι εγκατέλειψαν κάποιο πρόγραμμα σπουδών χωρίς να το ολοκληρώσουν είναι ιδιαίτερα μικρό (2,2%). Στους άντρες φτάνει στο 2,8%, στα άτομα ηλικίας 30-34 ετών ανέρχεται στο 3,7% και στους ανέργους 3,8%.
Εφημερίδα Απογευματινή










