Τη νέα δυναμική που διαμορφώνεται στις ελληνογερμανικές σχέσεις μετά την ομολογουμένως εντυπωσιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας σηματοδοτεί η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Φρίντριχ Μερτς στο Βερολίνο, χωρίς όμως να λείπουν και τα «αγκάθια» στις ελληνογερμανικές σχέσεις, με το Μεταναστευτικό να αποτελεί ένα από αυτά. Όπως επίσης και η θετική διάθεση που επιδεικνύει το Βερολίνο στην επιχειρούμενη τουρκική διείσδυση στην ευρωπαϊκή άμυνα καθώς και το ζήτημα της πώλησης των μαχητικών Eurofighter. Να σημειωθεί πως ο πρωθυπουργός βραβεύτηκε σε ειδική τελετή από το ισχυρό Οικονομικό Συμβούλιο των Χριστιανοδημοκρατών ως αναγνώριση των μεγάλων επιτυχιών στο οικονομικό πεδίο και των προσπαθειών για τη βελτίωση και την ψηφιοποίηση της ελληνικής οικονομίας.
Σε αυτό το κλίμα έχει ιδιαίτερο συμβολισμό το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός έκανε… ποδαρικό στην καγκελαρία, καθώς ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος ηγέτης που συνάντησε τον νεοεκλεγέντα Μερτς μετά την ανάδειξή του ως καγκελάριου από το γερμανικό Κοινοβούλιο. Και οι δύο πλευρές, παρά τις διαφορές, συνομολογούν την ανάγκη κοινού βηματισμού απέναντι στις μείζονες προκλήσεις για την ΕΕ, σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό πεδίο. Σε αυτό το πλαίσιο οι κύριοι Μητσοτάκης και Μερτς συμφώνησαν αναφορικά με την Ουκρανία στην άμεση και άνευ όρων εκεχειρία τριάντα ημερών. Το πρωταρχικό μήνυμα που εξέπεμψαν αμφότεροι οι ηγέτες είναι πως η ειρήνη και η ασφάλεια δεν είναι αυτονόητες στην Ευρώπη και μέσα σε αυτό το περιβάλλον η Ένωση οφείλει να είναι ενωμένη διπλωματικά και στρατιωτικά, αναδεικνύοντας ακόμη το Μεταναστευτικό ως μείζον ζήτημα εθνικής ασφάλειας.
Οι αιχμές πάντως του κ. Μητσοτάκη προς τον κ. Μερτς για ενδεχόμενη τουρκική… επιδρομή στο πλούσιο πακέτο του «ReArm Europe» δεν πέρασαν απαρατήρητες. «Πρέπει να ενισχύσουμε την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, αλλά έχουμε την ευθύνη να επιλέξουμε προσεκτικά τους συνομιλητές μας στο πεδίο αυτό. Θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, διαφορετικά θα τίθενται σε κίνδυνο συμφέροντα ασφάλειας των επιμέρους κρατών-μελών, όσο τελικά όμως και η αυτονομία και η ίδια η αξιοπιστία της Ευρώπης», τόνισε ο πρωθυπουργός, στέλνοντας σαφές μήνυμα πως η Ευρώπη δεν πρέπει να συναινέσει στη συμμετοχή της Άγκυρας στην ευρωπαϊκή άμυνα.
Στο ίδιο πνεύμα ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασε με ευγενικό πλην ξεκάθαρο τρόπο τη δυσφορία της ελληνικής πλευράς σχετικά με τις σκέψεις για πώληση μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter στην Τουρκία, υπογραμμίζοντας με σαφήνεια ότι τέτοιου είδους συμφωνίες οφείλουν να βασίζονται σε συγκεκριμένες προϋποθέσεις που συνδέονται με τη συνοχή της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής. «Δεν είναι δουλειά ενός φιλοξενούμενου πρωθυπουργού να υποδείξει στη Γερμανία πώς θα κάνει πωλήσεις εξοπλισμών. Πιστεύω ότι υπάρχει κατανόηση ως προς την ανάγκη τέτοιες πωλήσεις να πληρούν ορισμένες βασικές προϋποθέσεις, δηλαδή ότι τρίτες χώρες που θέλουν να συνδεθούν αμυντικά με την ΕΕ θα πρέπει να δείχνουν συμμόρφωση με τις αρχές της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής ή να υπογράψουν αμυντική συμφωνία με την ΕΕ. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι ιδιαιτερότητες των κρατών-μελών», σημείωσε ο κ. Μητσοτάκης όταν ρωτήθηκε αν έθεσε το ζήτημα των Eurofighter στον κ. Μερτς.
Όσον αφορά δε το ζήτημα της μετανάστευσης, ο Γερμανός καγκελάριος ζήτησε ουσιαστικά από την Ελλάδα να μειώσει τη δευτερογενή μετανάστευση προς τη Γερμανία, που με πιο απλά λόγια σημαίνει να κρατήσουμε τους πρόσφυγες και τους μετανάστες στη χώρα μας. Κάτι που βεβαίως αντιβαίνει σε όλους τους κανόνες, καθώς δεν είμαστε εμείς που στέλνουμε τους πρόσφυγες στη Γερμανία, αλλά είναι οι ίδιοι που εκφράζουν αυτή την επιθυμία, να μην παραμείνουν δηλαδή στην Ελλάδα αλλά να κατευθυνθούν σε τρίτες χώρες. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανέλαβε τις εθνικές θέσεις, τονίζοντας ότι δεν πρόκειται μόνο για ζήτημα ανθρωπιστικό, αλλά είναι μείζον ζήτημα εθνικής ασφάλειας, κρίνοντας απαραίτητη την ακόμα πιο στενή σύμπραξη Αθήνας – Βερολίνου. «Οφείλουμε να δώσουμε έμφαση στην εξωτερική διάσταση, στις επιστροφές και στη σωστή υλοποίηση του ευρωπαϊκού Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου. Μέσα από ένα πλαίσιο συνεργασίας των αρμόδιων υπουργείων μας, πιστεύω ότι θα καταλήξουμε σε λύσεις, οι οποίες θα είναι αμοιβαία ωφέλιμες»,
Εφημερίδα Απογευματινή