Η σχέση εµπιστοσύνης µεταξύ των πολιτών και του πολιτικού συστήµατος δεν είναι δεδοµένη. Είναι ένα κοινωνικό συµβόλαιο το οποίο πρέπει διαρκώς να κερδίζεται και να ανανεώνεται. Τα χρόνια της οικονοµικής κρίσης και των µνηµονίων αυτός ο δεσµός υπέστη βαθιές ρωγµές. Οι πολίτες, απογοητευµένοι, αισθάνθηκαν πως η φωνή τους δεν ακούγεται, ότι οι αποφάσεις λαµβάνονταν ερήµην τους και πως οι θεσµοί δεν λειτουργούσαν για εκείνους. Οι οικονοµικές δυσκολίες, οι κοινωνικές αναταράξεις και η αίσθηση αποµάκρυνσης των πολιτικών από τις ανάγκες του λαού οδήγησαν στην αναξιοπιστία.
∆ηµιουργήθηκε έτσι µια βαθιά κρίση εκπροσώπησης, µε το πολιτικό σύστηµα να έχει αποκοπεί από την πραγµατικότητα και ακόµα και σήµερα να προσπαθεί να ανακάµψει. Από το 2019 η κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας, υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, πραγµατοποίησε σοβαρά βήµατα και κατέβαλε συστηµατικές προσπάθειες ως προς την αποκατάσταση αυτής της σχέσης, µε µεταρρυθµίσεις, διαφάνεια, ειλικρίνεια, λογοδοσία, αποτελεσµατικότητα, καθώς και µε την επιστολική ψήφο και την ψηφιοποίηση του κράτους. Η πολιτική πρέπει να υπηρετεί τον πολίτη και αυτή η προσπάθεια, η οποία συχνά δεν είναι ορατή υπό τον θόρυβο της πολιτικής αντιπαράθεσης και της πόλωσης, έχει ήδη αποδώσει καρπούς. Το τελευταίο διάστηµα -και µε αφορµή την ανείπωτη τραγωδία των Τεµπών- αυτοί οι δεσµοί εµπιστοσύνης άρχισαν δυστυχώς να κλονίζονται.
Αντί να ενωθούν όλες οι πολιτικές δυνάµεις για την απόδοση δικαιοσύνης και την πρόληψη παρόµοιων τραγικών γεγονότων, συγκεκριµένα κόµµατα της αντιπολίτευσης, µε ανεύθυνη στάση, επέλεξαν να εργαλειοποιήσουν τον πόνο και την αγανάκτηση για µικροκοµµατικά οφέλη. Μέσα από τη ρητορική της καταστροφολογίας και την υπονόµευση θεσµών, επιχείρησαν να πλήξουν την εικόνα της κυβέρνησης, αδιαφορώντας για τις συνέπειες στην κοινωνική συνοχή. Βεβαίως, η απαξίωση των θεσµών δεν είναι ποτέ απάντηση στο πρόβληµα, αλλά ο ολισθηρός δρόµος προς τον κυνισµό και την αδιαφορία, δηλαδή προς την αποσύνθεση της ίδιας της δηµοκρατίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, κάθε θεσµική πρωτοβουλία, που ενισχύει τη διαφάνεια και περιορίζει τον χώρο αυθαιρεσίας, αποκτά βαρύνουσα σηµασία. Ετσι, µαζί µε επτά συναδέλφους µου καταθέσαµε την Τετάρτη κοινοβουλευτική ερώτηση προς τον υπουργό Εσωτερικών, Θεόδωρο Λιβάνιο, σχετικά µε την αναγραφή του αριθµού των σταυρών προτίµησης στα ψηφοδέλτια των εθνικών και των αυτοδιοικητικών εκλογών. Ενα φαινοµενικά τεχνικό ζήτηµα, που όµως αγγίζει την ουσία της πολιτικής αξιοπιστίας, δεδοµένου ότι η πρακτική αυτή περιορίζει φαινόµενα αλλοίωσης της λαϊκής βούλησης, όπως η αυθαίρετη προσθήκη σταυρών από κοµµατικούς αντιπροσώπους. Η καινοτοµία της επιστολικής ψήφου στις ευρωεκλογές του 2024 και η προσθήκη πεδίου για την αναγραφή του αριθµού σταυρών ήταν ένα πρώτο θετικό βήµα.
Η επέκταση του µέτρου και στις υπόλοιπες κάλπες είναι το φυσικό επόµενο. Είναι µια απλή, πρακτική καινοτοµία που περιορίζει τον χώρο για αθέµιτες παρεµβάσεις και ενισχύει τη διαφάνεια. Είναι ακόµη µια πράξη εµπιστοσύνης προς τον πολίτη, που αξίζει να γνωρίζει ότι η ψήφος του µετρά στο ακέραιο. Η αποκατάσταση της εµπιστοσύνης απαιτεί συνεχή προσπάθεια, διαφάνεια και υπευθυνότητα από όλους.
Η κυβέρνηση παραµένει προσηλωµένη σε αυτόν τον στόχο, προωθώντας µεταρρυθµίσεις που φέρνουν την πολιτική πιο κοντά στον πολίτη. ∆εν υπάρχει µεγαλύτερη πρόκληση από το να πείσουµε την κοινωνία ότι είµαστε εδώ για να την υπηρετούµε. Και δεν υπάρχει καλύτερη απάντηση από την ίδια την πράξη: θεσµική θωράκιση και διαρκής βελτίωση και µια ανοιχτή, ειλικρινής σχέση µε τους πολίτες, τέτοια που η φωνή τους να ακούγεται καθαρά και αδιαµφισβήτητα παντού. Η δηµοκρατία δεν είναι αυτονόητη. Χτίζεται κάθε µέρα. Με ευθύνη, λογοδοσία και εµπιστοσύνη.
Κυριακάτικη Απογευματινή / Μακάριος Β. Λαζαρίδης