Επειτα από µία µαραθώνια και δύσκολη διπλωµατική διαπραγµάτευση στο Κάιρο, η ελληνική
κυβέρνηση επιχειρεί να διαχειριστεί µια κρίση που θα µπορούσε να πλήξει καίρια τις ιστορικές ελληνοαιγυπτιακές σχέσεις. Ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης,Γιώργος Γεραπετρίτης συναντήθηκε µε τον Αιγύπτιο οµόλογό του, Μπαντρ Αµπντελάτι, σε µια προσπάθεια να δοθεί πολιτική λύση στο ιδιοκτησιακό αδιέξοδο που δηµιουργήθηκε µετά την πρόσφατη απόφαση αιγυπτιακού δικαστηρίου.
Σύµφωνα µε καλά πληροφορηµένες πηγές της υπογράφουσας, κατά τις διαβουλεύσεις η ελληνική πλευρά τόνισε τη σηµασία της διατήρησης του ελληνορθόδοξου χαρακτήρα της µονής και της προστασίας της πολιτιστικής κληρονοµιάς της. Η αιγυπτιακή πλευρά διαβεβαίωσε ότι η λειτουργία της µονής θα συνεχιστεί απρόσκοπτα και πως ο ελληνορθόδοξος χαρακτήρας της θα διαφυλαχθεί. Μέχρι εκεί. ∆ιότι το µείζον ζήτηµα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος δεν επιλύθηκε. Θα αποτελέσει αντικείµενο µελλοντικών διαβουλεύσεων.
Η συνάντηση των δύο υπουργών έληξε χωρίς δεσµευτική συµφωνία, µε τις συζητήσεις για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της µονής να παραπέµπονται σε µεταγενέστερο γύρο, κατόπιν «τεχνικών αναλύσεων», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά αρµόδιες πηγές. Μετά τα χαµόγελα και τις αγκαλιές κατά την άφιξη του κ. Γεραπετρίτη, οι πόρτες έκλεισαν και ξεκίνησε η δύσκολη συζήτηση. Πηγές από το Κάιρο αναφέρουν πως οι συνοµιλίες θύµιζαν παρτίδα διπλωµατικού πόκερ. Ο Ελληνας υπουργός ήταν σαφής: η ανάγκη σεβασµού της θρησκευτικής κληρονοµιάς και της ιστορικής συνέχειας είναι αδιαπραγµάτευτη.
Ο Αιγύπτιος οµόλογός του επικεντρώθηκε στη νοµική ανάγνωση της απόφασης, βασισµένη στην ερµηνεία της εσωτερικής τους νοµολογίας.
Ιστορικά τεκµήρια
Η πρόσφατη απόφαση του αιγυπτιακού δικαστηρίου της Ισµαηλίας, που αριθµεί 160 σελίδες, απεφάνθη ότι αρκετές εκτάσεις -µη λατρευτικές- πέριξ της µονής ανήκουν στο αιγυπτιακό ∆ηµόσιο. Ενώ η µονή διατηρεί την κατοχή επί των λατρευτικών και µοναστικών χώρων, η δικαστική απόφαση αγνοεί ιστορικά τεκµήρια και προηγούµενες δεσµεύσεις, όπως η αιγυπτιακή κατάθεση σχετικού εγγράφου στην UNESCO το 2002, που αναγνώριζε τη µονή ως νόµιµο ιδιοκτήτη της περιουσίας της.
Η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι το θέµα δεν είναι µόνο νοµικό, αλλά και βαθιά πολιτικό. Εξού και την Πέµπτη ο κ. Γεραπετρίτης ανέδειξε και την πολιτική διάσταση του προβλήµατος. Βεβαίως, µε προσοχή, καθώς η Ελλάδα δεν έχει τη βούληση ή το περιθώριο να χάσει την Αίγυπτο από σύµµαχο. Ειδικά τώρα, που οι ανησυχητικές εξελίξεις στη Λιβύη, όπου η -µέχρι πρότινος µη φιλοτουρκική- Βεγγάζη δείχνει έτοιµη να κυρώσει το τουρκολιβυκό µνηµόνιο, η κρίση στη Γάζα, η έντονη τουρκική κινητικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο και το διαρκές διπλωµατικό φλερτ της Αγκυρας µε το Κάιρο καθιστούν τη διατήρηση του ελληνοαιγυπτιακού άξονα απόλυτη προτεραιότητα. Το καλό είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει οικοδοµήσει σχέση εµπιστοσύνης µε τον Αιγύπτιο πρόεδρο Αλ Σίσι κι αυτό δεν αλλάζει εν µια νυκτί.
Ισορροπίες
Η Αθήνα, λοιπόν, βαδίζει σε τεντωµένο σχοινί. Από τη µία επιδιώκει την πλήρη κατοχύρωση των ιδιοκτησιακών δικαιωµάτων της µονής. Από την άλλη, δεν επιθυµεί να διακινδυνεύσει την ουσιαστική
γεωστρατηγική συµµαχία µε την Αίγυπτο. «Συµφωνήσαµε το αµέσως επόµενο διάστηµα να εργαστούµε προς την κατεύθυνση της κατοχύρωσης των δικαιωµάτων της µονής, καθώς επίσης και της νοµικής της µορφής και προσωπικότητας. Η πρόθεση της Αιγύπτου και της Ελλάδας είναι
να προχωρήσουµε µε βάση τη µακραίωνη παράδοση και το ήδη διαµορφωµένο status µιας εµβληµατικής µονής για τον ελληνορθόδοξο λατρευτικό χαρακτήρα της», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Γεραπετρίτης. Από την πλευρά του, το αιγυπτιακό υπουργείο Εξωτερικών, σε ανακοίνωσή του, έκανε λόγο για «ιστορικό βήµα» και επιβεβαίωσε ότι η µονή παραµένει «ιερός τόπος µε ανεµπόδιστη θρησκευτική και πνευµατική λειτουργία», µε ρητή δέσµευση από τον ίδιο τον πρόεδρο Αλ Σίσι
(Αθήνα, 7 Μαΐου).
Τα «αγκάθια» της απόφασης
Παρ’ όλ’ αυτά, τα πρακτικά προβλήµατα παραµένουν, όπως και τα «αγκάθια» της απόφασης του αιγυπτιακού δικαστηρίου. Για τα περισσότερα ακίνητα δεν αναγνωρίζεται στη µονή η ιδιοκτησία. Ενώ κάποια εξ αυτών… τα χάνει. Οπως επίσης και εκτάσεις -µη λατρευτικές- πέριξ της µονής. Στον αντίποδα, η βασική θέση του Καΐρου, έτσι όπως εκφράστηκε και στις συνοµιλίες, είναι πως βάσει της ερµηνείας του αιγυπτιακού νόµου, αρχαιολογικοί χώροι και χώροι περιβαλλοντικής προστασίας ανήκουν εξ ορισµού στο ∆ηµόσιο. Το πρόβληµα είναι ότι ο όρος της «χρησικτησίας» δεν υφίσταται στο αιγυπτιακό ∆ίκαιο. Εν αντιθέσει µε το ελληνικό ∆ίκαιο. Υπάρχουν πληροφορίες, σύµφωνα µε τις οποίες στις υπό διεκδίκηση εκτάσεις σχεδιάζονται µελλοντικά τουριστικές επενδύσεις, σενάριο που προκαλεί µεγάλη ανησυχία στους µοναχούς, οι οποίοι εκφράζουν φόβους για εµπορευµατοποίηση του ιερού τόπου και αλλαγή της φυσιογνωµίας του.
Η υπόθεση της Μονής Σινά δεν αποτελεί απλώς µια διµερή διαφορά, αλλά ζήτηµα διεθνούς πολιτιστικής και θρησκευτικής σηµασίας. Η UNESCO παρακολουθεί τις εξελίξεις, ενώ η Αθήνα µελετά το ενδεχόµενο διεθνοποίησης του θέµατος, ώστε να ασκηθεί περαιτέρω ήπια, διπλωµατική πίεση. Η ελληνική κυβέρνηση διαµηνύει ότι θα συνεχίσει να εργάζεται αθόρυβα, αλλά σταθερά για την επίλυση της κρίσης. Το επόµενο διάστηµα αναµένεται τεχνική συνάντηση εµπειρογνωµόνων, που θα επιχειρήσει να γεφυρώσει τις διαφορές ερµηνείας και να δώσει σαφή οδικό χάρτη προς
λύση. Το σίγουρο είναι ότι ανάµεσα σε νοµικές ερµηνείες, γεωπολιτικά συµφέροντα και οικονοµικές προοπτικές, η τύχη της µονής και της περιουσίας της δεν θα κριθεί µόνο στις αίθουσες των δικαστηρίων ή των υπουργείων, αλλά και στη συλλογική συνείδηση για την ανάγκη διαφύλαξης ενός µνηµείου που αποτελεί όχι µόνο για την Ελλάδα, αλλά για ολόκληρη την ανθρωπότητα σύµβολο της Ορθοδοξίας.
Κυριακάτικη Απογευματινή