Αντίθετος ήταν ο Γιώργος Γεραπετρίτης απαντώντας στο κεντρικό ερώτημα της συζήτησης περί της ανάγκης αναθεώρησης του Συντάγματος.
“Η συναίνεση φέρει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα και μας το απέδειξε και η αναθεώρηση του 2001. Όσο λοιπόν δεν καλλιεργούμε αυτά τα βασικά, το Σύνταγμα δεν μπορεί να είναι πανάκεια” τόνισε ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης σε συζήτηση στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών “Πενήντα χρόνια από το Σύνταγμα του 1975”, με τίτλο “Υπάρχει ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος 1975/1986/2001/2008/2019;” που πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Ζάππειο.
Ο κ.Γεραπετρίτης απαντώντας στο κεντρικό ερώτημα της συζήτησης περί της ανάγκης αναθεώρησης του Συντάγματος, ήταν αντίθετος:
“Και για αυτό το λόγο, στο ερώτημα, το οποίο τίθεται επί της αρχής, εάν είναι αναγκαία η αναθεώρηση, η απάντηση νομίζω είναι σαφής. Δεν απαιτείται αναθεώρηση. Βεβαίως, μπορεί να είναι ωφέλιμη εν τέλει η αναθεώρηση” είπε και προσέθεσε:
“Δεν είναι αναγκαία η αναθεώρηση για να αντιμετωπίσουμε την πολιτική εχθροπάθεια. Δεν είναι αναγκαία η αναθεώρηση για να αντιμετωπίσουμε εκείνο, το οποίο είναι πραγματική πληγή, δηλαδή η δευτερογενής νομοθεσία, η οποία, είτε δεν εισάγεται, είτε δεν συνάδει με την νομοθεσία. Δεν είναι αναγκαία η αναθεώρηση για να εισφέρουμε στον πολιτικό διάλογο ένα ψύχραιμο βλέμμα”.
Επισήμανε ότι δεν θα λυθούν μέσω του Συντάγματος τα δομικά μας προβλήματα, αλλά από την άλλη πλευρά, υπάρχουν θέματα, τα οποία μπορούν να λυθούν.
“Θεωρώ, παραδείγματος χάριν, πάρα πολύ σημαντική την παρέμβαση στην αναθεώρηση του 2019, η οποία είχε άμεσο πολιτικό αποτύπωμα, που ήταν η δυνατότητα της αντιπολίτευσης να προτείνει και να συστήνει εκ των ενόντων Εξεταστικές Επιτροπές” είπε. Ο κ.Γεραπετρίτης τόνισε ότι είναι δύσκολο να υπάρχει στην Ελλάδα μια σύμπλευση πάνω στη βάση ενός προγραμματικού σχεδίου πολιτικών κομμάτων και όχι μόνο συγκυριακών πολιτικών ωφελημάτων, ενώ εκτίμησε ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις για να υπάρξουν αυτές οι τομές.
Αναφέθηκε, μεταξύ άλλων, σε θέματα προς αναθεώρηση, όπως είναι το άρθρο 16 για την ανώτατη παιδεία, το άρθρο 24 για το περιβάλλον διατηρώντας πάντοτε το ισοζύγιο υπέρ του περιβάλλοντος, και το άρθρο 86 για την ποινική ευθύνη των Υπουργών. Για το τελευταίο είπε ότι δεν είναι σίγουρος ότι μιλάμε για ασυλία των πολιτικών προσώπων, “αλλά μιλάμε για την απόλυτη χειραγώγηση του θεσμού της ευθύνης Υπουργών. Και γι’ αυτό το λόγο η διάταξη του άρθρου 86 έχει αποτύχει”.
Επισήμανε την ανάγκη ύπαρξης εμπιστοσύνης στους θεσμούς από τους πολίτες, κάτι που σήμερα όπως είπε δεν υφίσταται, και αναρωτήθηκε:
“Αλλά τι εμπιστοσύνη να υπάρχει όταν έχουμε στην πραγματικότητα αδρανοποίηση νομοθετικών διατάξεων 20 και 30 χρόνια μετά την ενεργοποίησή τους και ενώ έχουν παραχθεί απτά δικαιώματα; ‘Αρα υπάρχουν ζητήματα, τα οποία πρέπει να διαχειριστούμε. Πρέπει όμως να τα δούμε γενναία, να τα δούμε αποκομμένα από πολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες και να τα δούμε πάνω απ’ όλα με μια νηφαλιότητα, την οποία δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις δεν κατέχουμε”.
Αναφορικά με το άρθρο 16 είπε ότι η αναθεώρηση του είναι αναγκαία και δεν συνέχεται με την απόφαση, την οποία θα εκδώσει το Συμβούλιο της Επικρατείας επειδή υπάρχουν πολλά ζητήματα, τα οποία δεν ρυθμίζονται νομοθετικά.
Σε ό,τι αφορά τους δικαστές είπε ότι πρέπει να ιδωθεί συνολικά το ζήτημα της δικαιοσύνης και οι παθολογίες και εκείνο το οποίο προέχει είναι να υπάρξει τόλμη, η οποία δεν είναι εύκολο να υπάρξει.
“Για παράδειγμα, θέσεις οι οποίες αντιλαμβάνομαι ότι θα έβρισκαν απέναντι όχι μόνον το δικαστικό σώμα, αλλά σχεδόν σύσσωμο το πολιτικό σύστημα, όπως είναι για παράδειγμα η ενιαία δικαιοδοσία. Έχουμε, κατά την ιστορική παράδοση της Ελλάδας, τρεις δικαιοδοσίες, οι οποίες αλληλεπιδρούν σε μεγάλο βαθμό και παράγουν ό,τι παράγουν, όσοι παροικούμε εν Ιερουσαλήμ το γνωρίζουμε. Η ενιαία δικαιοδοσία, η ενίσχυση του δικαστικού σώματος και με δικαστές που δεν είναι δικαστές καριέρας, σε μεταγενέστερο στάδιο της καριέρας τους, όπως συμβαίνει σε προηγμένα συστήματα, τέτοιες τομές. Απαιτείται μεγάλη και ισχυρή πολιτική βούληση. Τέτοια βούληση, παραδείγματος χάριν, υπήρξε στο ζήτημα της κατάργησης των Ειρηνοδικείων και της ενσωμάτωσής τους στα Πρωτοδικεία. Μια τεράστια μεταρρύθμιση, την οποία και εγώ ο ίδιος οφείλω να κάνω την αυτοκριτική μου, λέγοντας ότι συμμετείχα σε πάμπολλες νομοτεχνικές επιτροπές στο παρελθόν. Είχαμε παραγάγει στο τέλος νομοθετήματα, δεν ξέρω, νομίζω συμμετείχαμε και με τον Γιώργο σε κάποια. Και βεβαίως, στο τέλος δεν υπήρχε η τόλμη, διότι ήταν κάπως “ταμπού”. Ήλθε, αν θα δουλέψει θα το δούμε. Αλλά πάντως τέτοιες τομές απαιτούνται” προσέθεσε.
Σε ό,τι αφορά την επιλογή των δικαστών, είπε ότι υπάρχει ένα ζήτημα πολιτικής πραγματικότητας, το οποίο πολλές φορές υπερβαίνει και το κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος. Προσέθεσε ότι θα έρθει τώρα, μετά τη νομοθετική πρόβλεψη, η μη δεσμευτικού χαρακτήρα πρόταση εκ μέρους των δικαστηρίων.
“Ακόμη και αν δεχτούμε ότι το ορθό στο πλαίσιο των όσων σωστά ειπώθηκαν είναι η πολιτική, η νομιμοποιημένη πολιτική εξουσία τελικά να επιλέγει τους ανώτατους δικαστές, πόσο εύκολα μπορεί να αποστεί από την άποψη του δικαστηρίου; Μπορείτε να σκεφτείτε η κυβέρνηση να αφίσταται των επιλογών ενός δικαστηρίου σε ό,τι αφορά τον Πρόεδρό του; Επειδή, πράγματι, ας υποθέσουμε ότι η βούληση ήταν γνήσια αξιοκρατική” είπε ο κ.Γεραπετρίτης και αναρωτήθηκε: “Την επόμενη μέρα φαντάζεστε τα πρωτοσέλιδα; Πραξικόπημα στη Δικαιοσύνη. Αγνοήθηκε η Δικαιοσύνη. Χειραγώγηση της Δικαιοσύνης. Αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα. ‘Αρα, θα μου επιτρέψετε να πω ότι δεν θεωρώ ότι αρκεί το ότι έχει προβλεφθεί η συμμετοχή κατά τον τρόπο αυτό. Και βεβαίως εγώ είμαι εντελώς αντίθετος στη λογική μιας Ανεξάρτητης Αρχής ή οποιουδήποτε εκλεκτορικού σώματος να επιλέγει τους ανώτατους δικαστές”.
Κλείνοντας επισήμανε ότι όσο μεγαλύτερο είναι ένα Σύνταγμα, τόσο περισσότερο αποτυπώνεται η δυσπιστία των πολιτών και του πολιτικού συστήματος στο Σύνταγμα.
“Ένα λιτό Σύνταγμα είναι ένα Σύνταγμα, το οποίο εμπιστεύεται περισσότερο τους θεσμούς. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Και δυστυχώς. Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς δεν εδραιώνεται με οποιαδήποτε συνταγματική παρέμβαση, γιατί είναι βαθύτατα ένα θέμα παιδείας στο συλλογικό υποσυνείδητο και αυτό είναι θέμα μιας άλλης συνεδρίας, κυρία Πρόεδρε και κύριε Πρόεδρε. Να το συζητήσουμε, γιατί έχουμε φτάσει στο φαινόμενο να θεωρούμε στην πραγματικότητα ότι είναι πετυχημένοι μόνο οι θεσμοί εκείνοι που είναι απολιτίκ. Αυτή είναι η πραγματικότητα” κατέληξε