Ο δύσκολος διάλογος και οι όροι του

Αυτά που θεωρεί ζωτικά της συμφέροντα η Τουρκία καμία κυβέρνησή της δεν πρόκειται να τα απεμπολήσει, πολύ περισσότερο αφού φροντίσαμε να τα αναγνωρίσουμε κι εμείς
13:00 - 21 Ιουνίου 2025
Ο Κώστας Σημίτης με τον Τούρκο πρόεδρο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ δίνουν τα χέρια στις 8 Ιουλίου 1997 στη Μαδρίτη

Δημοσιεύτηκε (εφημ. «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ») η πληροφορία εξ Αμερικής ότι υπάρχει αμερικανικό σχέδιο για την προώθηση του διαλόγου με την Τουρκία. Μία ρεαλιστική πολιτική που αφορά την επίλυση τυχόν διαφορών μεταξύ δύο κρατών, ασφαλώς και περιλαμβάνει τον διάλογο. Συνεχείς συνομιλίες προκειμένου τα δύο μέρη να καταλήξουν σε κάποια αμοιβαίως αποδεκτή λύση. Μάλιστα, τα χρόνια που οι δυσκολίες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν πιο μεγάλες διότι ήταν νωπή η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο και οι παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου και η αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων πιο έντονες, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν είχε απορρίψει τον διάλογο. Θεωρούσε δε, ότι αυτός πρέπει να ξεκινάει από το κατώτερο διπλωματικό και κυβερνητικό επίπεδο ώστε εξελισσόμενος να υπάρχει «Εφετείο» στην περίπτωση που σημειωνόταν εμπλοκή. Και φυσικά το «Εφετείο» δεν ήταν άλλο από τους εκάστοτε υπουργούς των Εξωτερικών των δύο χωρών ή, εάν παρίστατο ανάγκη, από τον ίδιο και τον πρόεδρο της Τουρκίας.

Αν λάβουμε τα παραπάνω υπόψιν, ασφαλώς και ο διάλογος τον οποίο επιχειρούν να προωθήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες έχει τη χρησιμότητά του. Άλλο όμως το να πείσει η Ουάσινγκτον τις δύο πλευρές να κάτσουν στο τραπέζι και να συζητήσουν και άλλο πράγμα οι σταθερές θέσεις της κάθε πλευράς, στις οποίες πάντως η Τουρκία δείχνει μία εμμονή καθώς αντιπροσωπεύουν την επεκτατική της πολιτική, στο πλαίσιο ενός νέο-οθωμανισμού. Άλλωστε, αυτή η τουρκική πολιτική που έχει συγκεκριμένες σταθερές η Άγκυρα θέλησε να την υπενθυμίσει και με τον τελευταίο χάρτη που υπέβαλε στην UNESCΟ με τον θαλάσσιο χωροταξικό της σχεδιασμό που χωρίζει το Αιγαίο στη μέση. Ας δούμε ορισμένα δεδομένα:

Κατ΄ αρχάς, έχοντας η Ελλάδα στο παρελθόν αποδεχθεί και υπογράψει τη Συμφωνία στο Ελσίνκι, έχει συγχρόνως αποδεχθεί έναν εφ’ όλης της ύλης διάλογο όπως τον έχει προσδιορίσει η Τουρκία. Με τη Συμφωνία εκείνη αποδεχθήκαμε αυτό που επεδίωκε η Tουρκία από το 1974. Δηλαδή οι δικές της διεκδικήσεις να αποτελέσουν και επισήμως διμερείς διαφορές.

Πώς συνέβη αυτό; Η Συμφωνία που υπογράφηκε τότε παροτρύνει τις υποψήφιες για ένταξη στην ΕΕ χώρες (στην προκειμένη η Tουρκία) να επιλύσουν τις εκκρεμούσες συνοριακές διαφορές τους και τα συναφή θέματα με διάλογο και, αν αποτύχουν, να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο. Επομένως, εκτός από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, στις διμερείς διαφορές υπάγονται (α) η διεκδίκηση 153 βραχονησίδων (β) τα όρια των χωρικών μας υδάτων (γ) τα όρια του εναερίου χώρου και (δ) η αποστρατιωτικοποίηση των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου.

Επιπλέον, με την υπογραφή της Συμφωνίας της Μαδρίτης που είχε προηγηθεί αναγνωρίστηκαν ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο, όταν τα συμφέροντα αυτά άπτονται θεμάτων εθνικής ασφαλείας και κυριαρχίας (!). Όμως η αναγνώριση από την τότε ελληνική κυβέρνηση του δικαιώματος αυτού της Τουρκίας έχει και άλλες «παράπλευρες απώλειες». Λ.χ. στην περίπτωση που οι ελληνοτουρκικές διαφορές θα παραπέμπονταν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπως προβλέπει η Συμφωνία του Ελσίνκι, αν δεν καρποφορήσει ο διάλογος, οι δικαστές θα ήταν δυνατόν κατά την έκδοση της απόφασής τους να συνεκτιμούσαν τα συμφέροντα αυτά της Τουρκίας!
Επιπλέον, με την ίδια Συμφωνία διευρύνθηκαν οι προς επίλυση διαφορές, καθώς εκτός από το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας αναγνωρίστηκαν και άλλα συναφή θέματα, που δεν είναι άλλα από τις συνοριακές διαφορές στο Αιγαίο!

Ακόμη και η διαδικασία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης έγινε αποδεκτή από την Ελλάδα με τους τουρκικούς όρους. Δηλαδή να επιληφθεί το Δικαστήριο των διαφορών χωρίς καμία εξαίρεση. Αυτό σημαίνει ότι δεν εξαιρούνται από την εξέταση και απόφαση του Δικαστηρίου τα ζητήματα ασφαλείας, την εξαίρεση των οποίων είχε θέσει η Ελλάδα, όταν είχε αποδεχθεί το 1993 τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Μάλιστα, αυτά τα ζητήματα ασφαλείας αφορούν ακόμη και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.
Πέραν των νομικών δεσμεύσεων, στις οποίες έχει εγκλωβιστεί η χώρα μας από τις προαναφερθείσες δύο Συμφωνίες, θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν και τα εξής που έχουν σχέση με τη διαχρονική τακτική της Άγκυρας:

Όποιος και να είναι στην εξουσία στην Τουρκία, δεν μπορεί να μεταβάλει ριζικά τη μέχρι σήμερα πολιτική της χώρας αυτής έναντι της Ελλάδος. Επιπλέον, αυτά που θεωρεί ζωτικά της συμφέροντα η Τουρκία καμία κυβέρνησή της δεν πρόκειται να τα απεμπολήσει, πολύ περισσότερο αφού φροντίσαμε να τα αναγνωρίσουμε κι εμείς.

Δυστυχώς αυτό που αποδείχθηκε εδώ και μισό αιώνα είναι ότι εξακολουθεί να είναι πιο αποτελεσματική, για τις σχέσεις των δύο χωρών, η «ισορροπία του τρόμου».

Εφημερίδα Απογευματινή