Σε πέντε βασικούς άξονες κινείται το εθνικό σχέδιο που προωθεί με κατεπείγουσες διαδικασίες η κυβέρνηση για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων στη χώρα μας, υπό τη δραματική διαπίστωση ότι η επάρκεια του πόσιμου νερού για τους πολίτες και του νερού των αρδευόμενων καλλιεργειών φθίνει με ταχείς ρυθμούς, δημιουργώντας την ανάγκη για άμεσες πρωτοβουλίες αλλαγής στο μοντέλο διαχείρισης, αυξήσεις τιμολογίων και επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ στις υποδομές, πριν φτάσουμε να πούμε το νερό… νεράκι.
Στην κρίσιμη -από πλευράς αποφάσεων και σχεδιασμού πολιτικής- σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε χθες υπό τον πρωθυπουργό, στο Μέγαρο Μαξίμου, για τη λειψυδρία, τέθηκαν οι βάσεις για τη διαχείριση μιας κλιμακούμενης κρίσης.
1. Το νερό είναι και θα παραμείνει δημόσιο αγαθό, όπως προβλέπει το Σύνταγμα και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
2. Ο σχεδιασμός προβλέπει οικονομικά βιώσιμες εταιρείες ύδρευσης, άρδευσης και αποχέτευσης.
3. Κεντρική διαχείριση όλων των αναγκαίων έργων, μικρών και μεγάλων.
4. Κατεπείγουσες πρωτοβουλίες τους επόμενους έξι μήνες σε συνδυασμό με εκστρατεία ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των πολιτών.
5. Αξιοποίηση νέων τεχνολογιών και συμπληρωματικών μεθόδων παραγωγής νερού, όπως η αφαλάτωση, η ανακύκλωση και η επαναχρησιμοποίηση.
Η κυβέρνηση οργανώνει την υλοποίηση έργων που έχουν ήδη δρομολογηθεί ή μελετώνται. Σήμερα είναι σε εξέλιξη περισσότερα από 1.200 έργα διαχείρισης και αξιοποίησης υδάτων, εκ των οποίων 1.090 αφορούν στην ύδρευση και 237 την άρδευση. Τα έργα αυτά έρχονται να προστεθούν στα 278 που έχουν ήδη ολοκληρωθεί από το 2019 έως σήμερα. Εκτιμάται ότι τα επόμενα χρόνια θα απαιτηθούν επενδύσεις 5 δισ. ευρώ για 1.327 νέα έργα υδροδότησης και συνολικά 10 δισ. ευρώ έως το 2030.
Στο επίκεντρο του σχεδιασμού για τη διαχείριση της διαθεσιμότητας των υδάτινων πόρων βρίσκεται η κατακερματισμένη διαχείρισή τους και σε αυτό το πλαίσιο η μεταρρύθμιση που δρομολογεί η κυβέρνηση προβλέπει τη συγχώνευση 739 υδρευτικών εταιρειών, οι περισσότερες από τις οποίες βρίσκονται υπό δημοτικό έλεγχο, σε τρεις μεγάλες οντότητες.
Η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ θα διευρύνουν τη γεωγραφική τους κάλυψη, ενώ μια τρίτη νέα εταιρεία θα αναλάβει την ύδρευση της υπόλοιπης χώρας.
Όλες οι νέες δομές θα παραμείνουν υπό κρατικό έλεγχο, ωστόσο η κυβέρνηση εξετάζει αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας τους, ώστε να ενισχυθεί η αποδοτικότητά τους, μεταξύ άλλων με διευκόλυνση προσλήψεων και προσέλκυση στελεχών από τον ιδιωτικό τομέα.
Παράλληλα σχεδιάζεται η δημιουργία ενός νέου ταμείου που θα χρηματοδοτεί κρίσιμες επενδύσεις για τη διασφάλιση της υδροδότησης. Σε αυτές περιλαμβάνονται φράγματα, μονάδες αφαλάτωσης και άλλα έργα υποδομής.
Η Αττική και η Κρήτη αναμένεται να χαρακτηριστούν ως περιοχές με έλλειψη νερού, γεγονός που θα επιτρέψει την ταχύτερη υλοποίηση των έργων.
Στοιχεία που προκύπτουν από έρευνα του World Resources Institute αλλά και από έκθεση της Deloitte για τη διαχείριση των υδάτων, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης, αναδεικνύουν το πρόβλημα, καθώς η Ελλάδα κατατάσσεται στη 19η θέση παγκοσμίως ως προς τον κίνδυνο εμφάνισης λειψυδρίας.
Η στάθμη των φραγμάτων είναι σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, με τα αποθέματα στην Αττική να έχουν μειωθεί πάνω από 50% σε σχέση με το 2022 και το περιθώριο χρόνου πριν «διψάσουμε» να έχει περιοριστεί σε ενάμιση χρόνο με δύο χρόνια.
Βάσει των στοιχείων της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Εθνικών Συνδέσμων Υπηρεσιών, η Ελλάδα βρίσκεται στις χώρες με το χαμηλότερο κόστος νερού, με 1,30 ευρώ/m3, όταν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες κυμαίνεται από 1,57 έως 6,24 ευρώ.
Υπό το πρίσμα αυτό οι αυξήσεις στα τιμολόγια μοιάζουν αναπόφευκτες τα επόμενα χρόνια, προκειμένου να διασφαλιστούν οι απαιτούμενοι πόροι χρηματοδότησης των έργων που προγραμματίζεται να υλοποιηθούν στη βάση της ανάκτησης του κόστους και της βιωσιμότητας των φορέων διαχείρισης. Η αύξηση του κόστους δύναται να είναι ανισοβαρής και να επιβαρύνει περισσότερο περιοχές με προβλήματα λειψυδρίας, επισημαίνεται σε σχετικές μελέτες που έχει στα χέρια της η ελληνική κυβέρνηση.
Ειδικότερα, το κόστος του ύδατος στην Ελλάδα αναμένεται να αυξηθεί λαμβάνοντας υπόψη τους κάτωθι παράγοντες:
-Αύξηση τιμολογίων ΕΥΔΑΠ/ΕΥΑΘ λόγω ανάκτησης κόστους και έργων: Εξυπηρετούν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας και η όποια αύξηση θα επηρεάσει τον μέσο όρο.
-Αύξηση τιμολογίων ΔΕΥΑ/ΤΟΕΒ λόγω μη ανάκτησης κόστους και μη βιώσιμης λειτουργίας: Πολλοί από τους οργανισμούς δεν μπορούν να καλύψουν τα λειτουργικά τους κόστη, με αποτέλεσμα να μην είναι οικονομικά βιώσιμοι.
-Ανάκτηση κόστους για ψηφιακά συστήματα παρακολούθησης.
-Ανάκτηση κόστους για φράγματα, δίκτυα κ.λπ.
Eφημερίδα Απογευματινή