Αλλάζει πίστα η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ (Great Sea Interconnector), στον απόηχο της συνόδου της P-TEC, που σηματοδότησε το δυναμικό comeback των Αμερικανών στα ενεργειακά πράγματα της ευρύτερης περιοχής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου, και της παράλληλης ενεργοποίησης εκ νέου του σχήματος 3+1 Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ και ΗΠΑ. Το restart του έργου – ώστε να ξεπεραστούν οι ρυθμιστικές και οικονομικές εκκρεμότητες που ταλάνιζαν εδώ και καιρό το σκέλος Ελλάδα – Κύπρος, αλλά και να κερδηθεί πολύτιμος χρόνος για να αντιμετωπιστεί «ο ελέφαντας στο δωμάτιο» του έργου, δηλαδή η Τουρκία, σηματοδότησαν με τον πλέον επίσημο τρόπο λίγες ημέρες πριν ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο πρόεδρος της Κυπριακής ∆ημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης, δηλώνοντας ότι οι δύο χώρες συμφώνησαν στην αναγκαιότητα της επανεξέτασης των οικονομοτεχνικών παραμέτρων του έργου, προκειμένου να εισέλθουν σε αυτό ισχυροί ξένοι επενδυτές. Και το επενδυτικό αυτό ενδιαφέρον δεν είναι θεωρητικό, καθώς, όπως αποκάλυψε σε τηλεοπτικές του δηλώσεις ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου, έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον επενδυτών από τις ΗΠΑ που, όπως είπε, «βρίσκονται σε φάση διερεύνησης, ζητώντας συγκεκριμένα οικονομικά στοιχεία».
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με δημοσίευμα της ιστοσελίδας Euractiv, η Αθήνα φέρεται να έχει ενημερώσει τις Βρυξέλλες ότι θετικά φαίνεται να αντιμετωπίζουν το εγχείρημα – υπό το πρίσμα των δεδομένων που έχουν δημιουργηθεί – το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με τις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Ενέργειας του Ισραήλ Ελι Κοέν, συμπεριλαμβανομένης και της προτροπής να δοθεί προτεραιότητα στο σκέλος Κύπρου – Ισραήλ, να κατατείνουν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Σημαντική συνιστώσα
Στην παρούσα φάση όλα δείχνουν ότι πιο ώριμο είναι το ενδιαφέρον της αμερικανικής πλευράς, που σύμφωνα με πηγές προέρχεται από την κρατική αναπτυξιακή τράπεζα των ΗΠΑ Development Finance Corporation (DFC). Πρόκειται μάλιστα για έναν φορέα που όχι μόνο είναι παλιός γνώριμος του έργου (καθώς είχε εκδηλώσει αρχικό ενδιαφέρον είτε για είσοδο στο μετοχικό σχήμα του GSI είτε για δανειακή στήριξη μέσω Letter of Intent την άνοιξη του 2024), αλλά και θεωρείται σημαντική συνιστώσα του σχεδιασμού των ΗΠΑ για χρηματοδοτική στήριξη των μεγάλων projects που θεωρούνται κρίσιμες για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή, από τους αγωγούς και τα τερματικά, που θα στηρίξουν την «πλημμυρίδα» αμερικανικού LNG, έως λιμάνια και εμπορευματικά κέντρα.
Ακριβώς σε αυτή τη μεγάλη εικόνα που αναδεικνύει και την υψηλή γεωπολιτική αξία του έργου εντάσσεται πλέον και ο GSI. Το στίγμα της νέας κατεύθυνσης του έργου έδωσε ο κ. Παπασταύρου, τοποθετώντας το έργο στο «κάδρο» του διαδρόμου ενέργειας και υποδομών Ινδίας – Μέσης Ανατολής – Ευρώπης (IMEC), που, όπως είπε ο κ. Παπασταύρου, «διέρχεται από τις χώρες του Κόλπου, το Ισραήλ, την Κύπρο, την Ελλάδα, για να φτάσει στην Ευρώπη. Εκεί, λοιπόν, δημιουργήθηκαν συνθήκες ενός ενδιαφέροντος ευρύτερου και για τη διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου, Κύπρου – Ισραήλ. Και έτσι αναδείχθηκε η ανάγκη να επικαιροποιηθούν τα οικονομικά και τεχνικά στοιχεία (σ.σ. κάτι που μεταφράζεται σε εκπόνηση εκ νέου των βασικών μελετών, όπως η μελέτη βιωσιμότητας, η μελέτη κόστους οφέλους κ.ά., αλλά και επανεξέταση των παραδοχών για το κόστος και την απόδοση της επένδυσης) και να λήξουν όλες οι εκκρεμότητες». Στο ίδιο μήκος κύματος άλλωστε κινήθηκε και ο κ. Κοέν, που δήλωσε ότι ο GSI αποτελεί μέρος του οράματος Τραμπ για τον IMEC που μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική, τόσο στους δρόμους της ενέργειας που περνούν από τη Ρωσία και το Ιράν όσο και σε αυτούς που διέρχονται από τις «συμπληγάδες» των Χούτις στην Υεμένη.
Νέο τοπίο
Σε κάθε περίπτωση, πηγές σημειώνουν ότι έχει δημιουργηθεί ένα καινούργιο τοπίο που δημιουργεί προϋποθέσεις επανεκκίνησης του έργου. Και το επόμενο βήμα προς τη νέα αυτή κατεύθυνση θα είναι, όπως δήλωσε ο υπουργός Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας της Κύπρου Γιώργος Παπαναστασίου – μετά τη συνάντηση του ιδίου και του κ. Παπασταύρου με τον επίτροπο Ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν στις Βρυξέλλες – η ανάθεση το ταχύτερο δυνατό της μελέτης σε οίκο εγνωσμένου κύρους που θα είναι αποδεκτός από τις διεθνείς αγορές, ώστε να αρθούν και οι αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του έργου που είχαν εκδηλωθεί από κύκλους στη Λευκωσία. Και ασφαλώς έχει τη σημασία του ότι μετά τη συνάντηση ο κ. Γιόργκενσεν επιβεβαίωσε με εμφατικό τρόπο την ισχυρή στήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο έργο (που ανήκει στα Έργα Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος και έχει επιδοτηθεί για το σκέλος Κρήτης – Κύπρου με 650 εκατ. ευρώ), τονίζοντας διά της εκπροσώπου του ότι «θα συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας και τη δικαιοδοσία μας για να βοηθήσουμε στην πρόοδο αυτού του έργου GSI, και για να το πετύχουμε αυτό ο επίτροπος προσβλέπει στη συνέχιση της συνεργασίας με την Ελλάδα και την Κύπρο».
Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι υπάρχει και μια πιο «συγκρατημένη» ερμηνεία των τελευταίων εξελίξεων, σύμφωνα με την οποία Αθήνα και Λευκωσία, προβάλλοντας ένα θετικό σε πρώτη ανάγνωση αφήγημα, αυτό της ενίσχυσης των οικονομοτεχνικών «θεμελίων» του GSI για να υποδεχθεί τους δυνητικούς νέους επενδυτές, παραπέμπουν την υλοποίηση του έργου σε δεύτερο χρόνο, ανατρέποντας τα υφιστάμενα χρονοδιαγράμματα. Με τον ελιγμό αυτό αίρεται η πίεση προς τη Λευκωσία να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες και κυρίως αυτήν που προέβλεπε την καταβολή «ζεστού χρήματος» (25 εκατ. ευρώ) έως το τέλος του έτους. Αίρεται επίσης η πίεση προς την Αθήνα για την έκδοση της ΝΑVTEX.
ΤΗΣ ΛΑΛΕΛΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ
Κυριακάτικη Απογευματινή










