Η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί ένα από τα κεντρικά κεφάλαια της διακυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα. Στο βιβλίο του, «Ιθάκη», ο πρώην πρωθυπουργός επιστρέφει συχνά σε αυτό το σημείο της πολιτικής του πορείας, περιγράφοντας τη στάση του ως πράξη πολιτικού θάρρους και ιστορικής ευθύνης.
Ακολουθούν επιλεγμένα αποσπάσματα και αφηγήσεις, δοσμένα μέσα από τη δική του οπτική.
Διαβάστε επίσης: Η «Α» διαβάζει «Ιθάκη»: O Αλέξης, ο Καμμένος, ο επιπόλαιος Παπάς, η εμμονική Ζωή και η «γάτα Ιμαλαΐων»
Οι μεγάλες συγκεντρώσεις και η πίεση
Ο Τσίπρας θυμάται πως στις αρχές του 2019, όταν πραγματοποιήθηκαν οι δύο ογκώδεις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αρκετοί συνεργάτες του άρχισαν να αμφιταλαντεύονται. Κάποιοι τον προέτρεψαν να εγκαταλείψει την προσπάθεια επίλυσης του ζητήματος ή ακόμη και να προσφύγει σε εκλογές, ώστε η «καυτή πατάτα» να περάσει σε επόμενο πρωθυπουργό, σε περίπτωση εκλογικής ήττας.
Χαρακτηριστικά, ένας βουλευτής του τον προσέγγισε και του είπε: «Δηλαδή, θα πέσει η Κυβέρνηση για ένα κ@λοόνομα;»
Παρότι ο Τσίπρας χαμογέλασε στιγμιαία, εξηγεί πως πολύ γρήγορα σοβάρεψε, θέλοντας να καταστήσει σαφές ότι το ζήτημα δεν προσφερόταν για μικροκομματικές λογικές, αλλά αφορούσε την ειρήνη, τη σταθερότητα και τη γεωπολιτική ισορροπία στα Βαλκάνια.
Ο διάλογος με την Άνγκελα Μέρκελ
Ένα ιδιαίτερα αποκαλυπτικό σημείο του βιβλίου είναι η αναφορά στη συνομιλία του με την τότε καγκελάριο της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ.
Ο Τσίπρας της επισήμανε ότι η επικείμενη αλλαγή κυβέρνησης στη γειτονική χώρα, με πιθανή εκλογή Ζόραν Ζάεφ, δημιουργούσε πρόσφορο έδαφος για επίλυση του Μακεδονικού. Εκείνη, όμως, εμφανίστηκε αρχικά επιφυλακτική και αποστασιοποιημένη, δηλώνοντας πως «δεν είναι προτεραιότητα».
Παρά την απόγνωσή του από τη στάση της, ο Τσίπρας τόνισε ότι η Ελλάδα όφειλε να λειτουργήσει ως πυλώνας σταθερότητας και ότι η επίλυση της μακροχρόνιας διαφοράς ήταν ζήτημα αρχής και διεθνούς αξιοπιστίας για τη χώρα.
Το διπλό στοίχημα της διακυβέρνησης
Ο πρώην πρωθυπουργός περιγράφει πως είχε θέσει ένα διπλό στόχο από την αρχή της θητείας του:
- Έξοδος από τα Μνημόνια,
- Αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας στη νοτιοανατολική Ευρώπη.
Το πρώτο είχε επιτευχθεί. Όμως, για να επιτευχθεί και το δεύτερο, ήταν απαραίτητο να κυρωθεί η Συμφωνία των Πρεσπών.
Μετά τη ρήξη με τον Πάνο Καμμένο και την παραίτησή του στις 13 Ιανουαρίου 2019, η κυβερνητική πλειοψηφία είχε ουσιαστικά καταρρεύσει. Το δίλημμα ήταν σαφές: έπρεπε να εξασφαλιστούν οι ψήφοι και η κυβέρνηση να παραμείνει όρθια.
Η ψήφος εμπιστοσύνης
Η ψηφοφορία για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης αποτέλεσε κρίσιμο σταυροδρόμι. Ο ΣΥΡΙΖΑ διέθετε 145 βουλευτές και έπρεπε να φτάσει τους 151.
Τελικά, η κυβέρνηση Τσίπρα έλαβε 151 ψήφους, χάρη στη στήριξη:
- τεσσάρων βουλευτών που προέρχονταν από τους ΑΝ.ΕΛ. (Ζουράρις, Κόκκαλης, Κουντουρά, Παπαχριστόπουλος),
- της ανεξάρτητης Κατερίνας Παπακώστα,
- και του Σπύρου Δανέλλη από το Ποτάμι.
Η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών
Στις 25 Ιανουαρίου 2019, ανήμερα των τεσσάρων ετών από την πρώτη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, το ελληνικό Κοινοβούλιο κύρωσε τη Συμφωνία των Πρεσπών, σε μια από τις πιο πολωμένες κοινοβουλευτικές διαδικασίες της Μεταπολίτευσης.
Η συμφωνία συγκέντρωσε 153 ψήφους υπέρ, δηλαδή δύο περισσότερες από την ψήφο εμπιστοσύνης. Στήριξαν:
- οι 145 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ,
- Παπαχριστόπουλος και Κουντουρά (πρώην ΑΝ.ΕΛ.),
- Θεοδωράκης, Μαυρωτάς, Λυκούδης και Δανέλλης από το Ποτάμι,
- ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος από το ΚΙΝ.ΑΛ.,
- και η ανεξάρτητη Κατερίνα Παπακώστα.
Οι πολιτικές συνέπειες
Ο Τσίπρας εκτιμά ότι η ολοκλήρωση της Συμφωνίας και η λήξη της συγκυβέρνησης με τον Πάνο Καμμένο δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη μετέπειτα διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ προς την αριστερή σοσιαλδημοκρατία και την ανανεωτική αριστερά, ενισχύοντας τον ρόλο του ως κύριου φορέα της σύγχρονης Κεντροαριστεράς.







