Οι εποχές νικηφόρων πολέµων προσφέρονται για θούριους και παιάνες, όπως οι εποχές της ειρήνης προσφέρονται για λυρικά, ερωτικά ή φυσιολατρικά τραγούδια. Οµως η εποχή που ακολουθεί µιαν επονείδιστη και εξευτελιστική ήττα, ιδίως όταν η ευθύνη βαραίνει το κράτος και τις Ενοπλες ∆υνάµεις, χωρίς αµφιβολία προσφέρεται για πολιτική καταγγελία και σάτιρα. Η οργισµένη καταγγελία, µε το πύρινο στόµα που εκτοξεύει µύδρους, µε τη σφιγµένη γροθιά και το µαστίγιο, εκφράζει τον βρασµό της ψυχής αυτών που αδικήθηκαν. Η πολιτική κριτική παρατηρεί µε νηφάλιο ερευνητικό βλέµµα και δείχνει τις πληγές, τις αιτίες και τις θεραπείες. Οµως το συνοφρυωµένο πρόσωπο της καταγγελίας απωθεί πολλούς µε την οργή ή τη ρητορεία του και η φωνή της κριτικής ενοχλεί τους εφησυχασµένους και τους ανυποψίαστους.
Αυτή που κερδίζει τους περισσότερους οπαδούς είναι η σάτιρα που σφάζει µε το χαµόγελο και παρασύρει τους πολλούς στις απόψεις του σατιριστή, µέσα από το γέλιο. Ακόµα και η εξουσία µε τις δίκες και τις τιµωρίες της στέκει αµήχανα µπροστά στα γελαστά δηλητηριώδη βέλη της σάτιρας, µην ξέροντας τι να κάνει. Είναι δύσκολο να τιµωρήσει ή να σταµαστήσει τους εύθυµους κοινωνικούς ή πολιτικούς κριτικούς που είναι απόγονοι του Αρχίλοχου, του Αριστοφάνη και του Λουκιανού.
Η σάτιρα έχει στόχο το ξεµασκάρεµα «σπουδαίων» προσώπων, το ξεγύµνωµά τους, την αποκάλυψη της µικρότητάς τους. Η εποχή του Μεσοπολέµου στην Ελλάδα, εποχή ανόδου ορισµένων ανάξιων ανθρώπων, αλλά και γρήγορης πτώσης τους, ευνοούσε ιδιαίτερα αυτή την προσέγγιση. Η στρατιωτική περηφάνια και η τιµή των όπλων, που είχαν προσβληθεί µε την ταπεινωτική ήττα του 1922, αποκαθίσταντο µε την ένοπλη είσοδο των γαλονάδων στην άσκηση της εξουσίας.
Οι αξιωµατικοί, που ηττήθηκαν στο πεδίο της µάχης, εξεδήλωναν την αγωνιστικότητά τους εν καιρώ ειρήνης. Αφού «έσωσαν» τους Ελληνες της Μικράς Ασίας, ήθελαν µετά να «σώσουν» κι εκείνους της Ελλάδας. Αφού απέτυχαν να νικήσουν τους Τούρκους του Κεµάλ, έδειχναν αργότερα τη µαχητικότητά τους πάνω στους πολίτες. Ετσι, η κυβέρνηση των συνταγµαταρχών Γονατά – Πλαστήρα, τον Αύγουστο του 1923, χτυπούσε τους απεργούς εργάτες στο Πασαλιµάνι, µε έντεκα νεκρούς και πολλούς τραυµατίες, και διέλυε τα εργατικά σωµατεία. Ο στρατηγός Πάγκαλος το 1925 επέβαλε τη δικτατορία του, κηρύσσοντας το κυνηγητό των γυναικών που φορούσαν κοντές φούστες και γινόταν στόχος της επιθεωρησιακής σάτιρας:
«Μ’ αρέσουνε του Πάγκαλου τα γούστα / που µας µάκρυνε τη φούστα»
O δικτάτορας, µέγας καταχραστής της εξουσίας, µε χαρακτηριστική υποκρισία, απαγχόνιζε άλλους αξιωµατικούς µε την κατηγορία της κατάχρησης δηµόσιου χρήµατος. Και o Καρυωτάκης σατίριζε την Ελλάδα της εποχής µε τους παρακάτω στίχους:
«Ωραίο, φριχτό και απέριττο τοπίον! / Ελαιογραφία µεγάλου διδασκάλου. / Αλλά του λείπει µια σειρά ερειπίων / κι η επίσηµος αγχόνη του Παγκάλου»
Η σάτιρα έχει στόχο το ξεμασκάρεμα «σπουδαίων» προσώπων, το ξεγύμνωμά τους, την αποκάλυψη της μικρότητάς τους
O άλλος δικτάτορας του Μεσοπολέµου, ο στρατηγός Κονδύλης, συνέπραττε στην ανατροπή της βασιλείας το 1924 για να την παλινορθώσει µερικά χρόνια αργότερα, το 1935. Ηταν η εποχή που αξιωµατικοί µε πολύ µικρές δυνάµεις και «αντιστάσεως µη ούσης» ανέτρεπαν κυβερνήσεις για να κάτσουν αυτοί στον θώκο ή να εγκαταστήσουν καθεστώς της αρεσκείας τους, ερήµην των λαϊκών µαζών. O στρατός, όργανο άµυνας της πατρίδας και απελευθέρωσης κατά τους Βαλκανικούς Πολέµους, γινόταν τώρα όργανο εσωτερικής καταπίεσης, δικτατόρευσης και άσκησης εσωτερικής πολιτικής. Οι στρατιωτικοί ήταν εκτός τόπου και χρόνου, συγχέοντας τον πόλεµο µε την ειρήνη και κηρύσσοντας τον στρατιωτικό νόµο για ψύλλου πήδηµα.
Αυτή η απώλεια προσανατολισµού, η φανερή παρέκκλιση από τον φυσιολογικό σκοπό, η µηχανική µεταφορά των στρατιωτικών µεθόδων και νοοτροπίας από τον στρατώνα στην πολιτική και την καθηµερινή ζωή, έδιναν την εντύπωση της αδεξιότητας, της βλακείας, µε κωµικά αποτελέσµατα.
Οι στρατηγοί µε τα αρειµάνια µουστάκια και το αγέρωχο ύφος έµοιαζαν µε κορδωτούς κόκορες που φοράγανε σπιρούνια. Στρατηγοί και συνταγµατάρχες µετρίου ή χαµηλού φυσικού και πολιτικού αναστήµατος – σωστές γελοιογραφίες. Η απότοµη είσοδος και έξοδός τους από το σκηνικό της εξουσίας έδινε την εντύπωση ηθοποιών που «όταν η παράστασις τελειώσει, αλλάζουν φορεσιά κι απέρχονται», µαριονετών κουκλοθεάτρου µε ψεύτικες στολές, γαλόνια και µουστάκια που προχωρούσαν σπασµωδικά υπό τους ήχους ξεθωριασµένων από τη χρήση στρατιωτικών εµβατηρίων.
Ο «ιδανικός αυτόχειρας» της Πρέβεζας πρόλαβε να τους σατιρίσει µε τους εξής στίχους:
«Ιππους δεν επιβαίνουσι, / αµή την εξουσίαν / και του λαού τον τράχηλον, / ιδού, µάχονται οι ήρωες / µέσα εις τα ντάνσιγκ. / Τις δάφνες του Σαγγάριου / η Ελευθερία φορέσασα, / γοργά από µίαν χείρα / σ’ άλλην περνά και σύρεται, / δούλη στρατώνος. (…) / Ούτω την χώραν νέµεται / η στρατιά της ήττης, / του λαού την απόφασιν, / άτεγκτον, φοβεράν, / περιφρονούσα. / Αλλά τι λέγω; Θρήνησε, / θρήνησε την πατρίδα, / νεκράν όπου σκυλεύουν / αλλοφρονούντα τέκνα της (…)»
Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό και καλλιτεχνικό κλίµα που περιγράψαµε (ας µην ξεχνάµε και τη σατιρική ποίηση του Βάρναλη) έκανε την εµφάνισή της η πρώτη καθαρά πολιτική σάτιρα µέσα στο λαϊκό τραγούδι. Αναφερόµαστε στον δίσκο «∆ική µου είναι η Ελλάς», που µέσα σε λίγους στίχους συνοψίζει όλη την κατάσταση του Μεσοπολέµου: η άρχουσα τάξη οραµατίστηκε την «Ελλάδα των δύο ηπείρων», που µε το ένα της πόδι θα πατούσε στην Ευρώπη και µε το άλλο στην Ασία.