H ταβέρνα δεν είναι απλώς μία ακόμη λέξη: αυτές οι τρεις συλλαβές συμβολίζουν νοοτροπία, φιλοσοφία, τρόπο ζωής. Από την αρχαιότητα παραλληλίζεται με τη διασκέδαση α λα ελληνικά, ενθουσιάζοντας μέχρι τις ημέρες μας κάθε λογής τουρίστα. Το… πάρτι εκεί μπορεί να ξεκινήσει -χαλαρά- νωρίς, με επίσης κάθε λογής μεζεκλίκια, και να κορυφωθεί το ξημέρωμα με ξέφρενο, non stop γλέντι.
«Από την αρχαία Ελλάδα, όπου πρυτάνευαν τα “συμπόσια”, στα μετέπειτα αποκαλούμενα “καπηλειά” έως σήμερα, που συνίστανται σε έναν αλλιώτικο τρόπο για να “αναγνώσεις” το δόγμα “διακοπές στην Ελλάδα” – περισσότερο τα καλοκαίρια», αναφέρει η ακαδημαϊκός του βρετανικού Πανεπιστημίου Leeds, Κλερ Κέλι Μπλέιζμπι, και προσθέτει: «Οι ταβέρνες συνιστούν χώρους εστίασης που τις περιβάλλει ολόκληρη κοσμοθεωρία. Τις έχουμε δει σε αριστοφανικά αριστουργήματα ως κύριο χώρο δράσης μέχρι σε σύγχρονους πίνακες, αν θέλουμε να επικεντρωθούμε στα εικαστικά».
Ακριβώς σε αυτό -στα σύγχρονα ζωγραφικά αριστουργήματα, με επίκεντρο την ταβέρνα, τα οποία υπογράφουν κορυφαίοι Έλληνες δημιουργοί- εστιάζει στο σημερινό της αφιέρωμα η «Α». Την κορδέλα κόβει ο Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας: Όπως ο Τουλούζ Λοτρέκ περνούσε μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου του στα πορνεία, έτσι και εκείνος διασκέδαζε σε ταβέρνες και καφενεία – για την ιστορία, τα καφενεία, ως χώρος κοινωνικής συνάθροισης/ψυχαγωγίας, ήρθαν στην Ελλάδα από τους Οθωμανούς σε αντίθεση με τις ταβέρνες των αρχαίων ημών προγόνων…
Δεν έφτιαξε τυχαία ολόκληρη σειρά με ταβέρνες και καφενεία: φιλοξενήθηκε μάλιστα στην περίφημη Leicester Gallery, που στην πορεία έγινε το περίφημο ομώνυμο Μουσείο, στο βρετανικό Νιου Γουόκ (New Walk). Τα βιώματά του μεταξύ 1935-1960 ήταν που κινούσαν το χέρι του. Όταν έφτανε στο απόγειο της δημιουργικότητας δεν ήταν η χαρά της αποκάλυψης που τον ενδιέφερε, αλλά «η ρίζα: Το έργο πίσω από το έργο», έλεγε. Όλα ξεκίνησαν από παραθαλάσσιο καφενείο-καπηλειό στην Αιδηψό το 1919: δεκατριών χρόνων, πόζαρε ως το μόνο αρσενικό μεταξύ των επτά θηλυκών της φαμίλιας του.
Μνήμη
Το, στερεωμένο στα χαλίκια, τραπεζάκι και το καράβι που εκείνη τη στιγμή περνούσε -και η σκιά του οποίου καθρεφτιζόταν στη θάλασσα- τον ενέπνευσαν. Θέλησε να αποδώσει αυτήν τη μνήμη στον καμβά και έτσι γεννήθηκε -το 1937- το «Οικογενειακό απόγευμα στην Αιδηψό». Και το επικό έργο του Γιώργου Μανουσάκη, από τη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης, περιλαμβάνεται στο «μενού»: εδώ οι πελάτες απουσιάζουν επιδεικτικά, αλλά ο χώρος αποπνέει «ζεστασιά». Οι διαφημίσεις, τα ζωγραφιστά βαρέλια, η Σπανιόλα στον τοίχο, τα λουλούδια στο βάζο, οι καρέκλες που είναι τοποθετημένες σα να σε περιμένουν να καθίσεις, προσδίδουν στο έργο αίσθηση θαλπωρής· -αυτήν της παρέας-, που είναι αναπόσπαστη από τη φιλοσοφία της (λαϊκής μεν, διαχρονικής δε) «Greek tavern».

Είναι και ο πίνακας του Tassos, κατά κόσμον Αναστάσιου Αλεβίζου, με «αποχρώσεις» λίγο από Τσαρούχη και λίγο από Γαΐτη: εμπνέεται από το αμούστακο, «άγουρο», ξυπόλυτο παιδί της ταβέρνας, που φιγουράρει μπροστά από τη βιτρίνα με το πλεκτό σεμέν και τα ποτηράκια. Δεν γίνεται να παραλείψουμε τον πίνακα της Νίκης Καραγάτση «Ταβέρνα στη Μύκονο» με τα χαρακτηριστικά γράμματα «Καφενείον Δ’ Κατηγορίας», που θέλουν να «επικοινωνήσουν» το «μέσα σε όλα» concept του χώρου, κλείνοντας ειρωνικά το μάτι στη… high society. Ολοκληρώνουμε με το αριστούργημα του Μάρκου Ζαβιτζιάνου, με τον τίτλο «Στην ταβέρνα»: το έφτιαξε μεταξύ 1913
– 1914 και μας ταξιδεύει σε άλλες εποχές, φέρνοντας στον νου και εικόνες από παλιές ελληνικές ταινίες, με τον Ορέστη Μακρή, τον Μίμη Φωτόπουλο, τον Βασίλη Αυλωνίτη. Και με τη λατέρνα. Άλλο «έργο» αυτό.
Εφημερίδα Απογευματινή