Από «λαγγεµένη σκλάβα», θύµα ολοκαυτώµατος

Η λαϊκή φαντασία αποτύπωσε στην τέχνη όλους τους σταθμούς της διαδρομής στην αλλαγή της ελληνικής νοοτροπίας γύρω από τη Σμύρνη, παρακολουθώντας τα συναισθήματα και την κλιμάκωση των γεγονότων μέχρι την καταστροφή
22:47 - 16 Σεπτεμβρίου 2025
Από «λαγγεµένη σκλάβα
Η ΑΠΟΒΙΒΑΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ ΤΟ 1919

Αυτή η µοιρολάτρισσα, λαγγεµένη Ανατολίτισσα, η σκλάβα µε το καυτό φιλί, έχει πολλά κοινά σηµεία µε τη γλυκιά, αφροπλασµένη χανούµισσα του τραγουδιού, που είχε κρυµµένη την οµορφιά της πίσω από τον φερετζέ και τα καφάσια του χαρεµιού, µε τον πασά να απολαµβάνει τη δροσιά του κορµιού της. Μέχρι που την ελευθέρωσε το παλικάρι, ο Ελληνικός Στρατός! Το θέµα αυτό το είχε πολύ δουλέψει η λαϊκή φαντασία από το 1821 και µετά: οι λιθογραφίες, τα χαλιά του τοίχου, το λαϊκό µυθιστόρηµα…

Η Ανατολίτισσα Τουρκοπούλα είλκυε ερωτικά τον Ελληνα λεβέντη µε την οµορφιά και τον εξωτισµό της. Οµως για µια τελική συνένωσή τους έπρεπε να µεσολαβήσει µια µεταµόρφωση της Τουρκοπούλας, µια µετατροπή της σε Ελληνίδα και χριστιανή. Αυτό γινόταν µε τη βάφτιση, τη µετονοµασία και την αλλαγή της αµφίεσής της. Μόνο τότε έφευγε από πάνω της η µόλυνση από την τουρκική εθνικότητα και τη µουσουλµανική πίστη. Ετσι, ο Ελληνας µπορούσε και να την παντρευτεί ακόµα, χωρίς να προδώσει την πίστη και το έθνος.

Αυτή η λαϊκή µυθολογία της εποχής βρίσκεται στη βάση του τραγουδιού που παραθέσαµε. Εκφράστηκε όµως µε µια χυµώδη γλώσσα, µε παραστατικές εικόνες και δροσερή αφέλεια.Τον Ιούλιο του 1920 η Συνθήκη των Σεβρών, µε τη συγκατάθεση του σουλτάνου, έδωσε στην Ελλάδα ορισµένα δικαιώµατα, που όµως αποδείχθηκαν χωρίς αντίκρισµα.

Στο µεταξύ, ο Νεότουρκος αξιωµατικός Μουσταφά Κεµάλ σχηµάτισε στην Αγκυρα επαναστατική κυβέρνηση, ανέλαβε την ηγεσία του στρατού και άρχισε να πολεµά τους Ελληνες. Ετσι, η Ελλάδα, που είχε αναλάβει την κατοχή της Σµύρνης ως εντολοδόχος των Συµµάχων, έφτασε λίγο λίγο να µάχεται σε εχθρικά υπερπόντια εδάφη εναντίον των δυνάµεων του Κεµάλ, στα ενδότερα της Μικράς Ασίας.

Ανακατατάξεις

Οι Μεγάλες ∆υνάµεις δεν της έδιναν καµιά πρακτική βοήθεια. Ξαφνικά, στη µέση του πολέµου, ο Βενιζέλος προκηρύσσει εκλογές. Τις κερδίζουν οι αντίπαλοί του οι βασιλικοί και αυτός αποσύρεται στο Παρίσι, αφήνοντας άλλους να συνεχίσουν τον Μικρασιατικό Πόλεµο, που ο ίδιος άρχισε. Οι βασιλικοί, που όταν ήταν στην αντιπολίτευση είχαν ταχθεί εναντίον της εκστρατείας, τώρα ανέλαβαν τη συνέχιση του πολέµου µε περισσότερο ζήλο από τον Βενιζέλο.

Ο Κωνσταντίνος ήταν γερµανόφιλος και έτσι οι Μεγάλες ∆υνάµεις (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ) βρήκαν το πρόσχηµα που γύρευαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα στην τύχη της. Κατήγγειλαν τη Συνθήκη των Σεβρών, άρχισαν να υπογράφουν συµφωνίες µε την Τουρκία του Κεµάλ και να την εφοδιάζουν µε όπλα.

Ο διχασµός και η διαίρεση των Ελλήνων σε βενιζελικούς και βασιλικούς πήρε καινούργιες διαστάσεις και επεκτάθηκε µέσα στο ίδιο το στράτευµα. Οι βασιλικοί τραγουδούσαν εµβατήρια υπέρ του Κωνσταντίνου. Οι βενιζελικοί απαντούσαν µε ύµνους προς τον «Μεγάλο Αρχηγό». Οι στρατιώτες ήταν καταπονηµένοι από τους πολέµους που συνεχίζονταν ασταµάτητα για δέκα χρόνια τώρα.

Η διχόνοια µεγάλωνε την κούραση και την απογοήτευση. οι πορείες κάτω από τον καυτό ήλιο, η παγωνιά της νύχτας, οι κακουχίες, η έλλειψη επαρκούς ανεφοδιασµού αύξαναν τη δυσαρέσκεια. ∆εν είχαν αρκετά πυροµαχικά, ρούχα, νερό, τροφή. Πολλές µέρες πορεύονταν ή πολεµούσαν νηστικοί και διψασµένοι.

Είχαν βαρεθεί τον πόλεµο. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ήταν φυσική η εµφάνιση τραγουδιών µ’ ένα πνεύµα κριτικής και αµφισβήτησης. Αντίθετα µε εξουσιαστικά, προπαγανδιστικά και πολεµόχαρα εµβατήρια, αυτά τα λαϊκά τραγούδια είχαν µια διάθεση φανερά αντιεξουσιαστική, διάθεση ανυπακοής και ανταρσίας. Και αντίθετα µε το ρυθµικό, µεγαλόπρεπο και αισιόδοξο µατζόρε των εµβατηρίων, η µελωδία τους (που τη δανείζονταν από παλιότερα λαϊκά τραγούδια) ήταν µελαγχολική, µε ρυθµό εντελώς ακατάλληλο για τον βηµατισµό της πορείας προς τη µάχη.

Η ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΦΩΤΙΑ

Παραλλαγές

Αυτά φαίνονται καθαρά σ’ ένα υβριστικό, για τους αξιωµατικούς, ζεϊµπέκικο από την εποχή των Βαλκανικών Πολέµων, που το θυµήθηκαν ξανά οι φαντάροι του Μικρασιατικού Πολέµου, προσθέτοντάς του και νέους στίχους. Η µικρασιατική παραλλαγή επικαλείται την παρουσία του πατέρα και της µάνας για να δουν το επιστρατευµένο παιδί τους πόσο υποφέρει:

Παπάκη µου, παπάκη µου,
πονεί το κεφαλάκι µου.

Αν είσαι µάνα και πονείς
έλα στη Σµύρνη να µε δεις.

Ελα στα παραπήγµατα,
εκεί στα µαύρα µνήµατα.

Τι σου ’κανα, κυρ λοχαγέ,
κι εσένα, κυρ λοχία,
και µ’ έριξες στη φυλακή
χωρίς καµιά αιτία;

Κυρ λοχαγέ, κυρ λοχαγέ,
µας έσπασες τον αργιλέ.

Το καλοκαίρι του 1922 η επισιτιστική κατάσταση στο Μικρασιατικό µέτωπο ήταν φριχτή. Οι προµηθευτές διέκοπταν τις προµήθειες τροφίµων, γιατί έµεναν απλήρωτοι από τις διοικήσεις. Τα νοσοκοµεία δεν είχαν κρέας για τους άρρωστους και τους τραυµατίες. Το φαγητό ήταν λίγο, κακής ποιότητας, σάπιο.

Η δυσαρέσκεια των στρατιωτών έφτανε τα όρια της στάσης. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι πολλές φορές οι στρατιώτες τοποθετούσαν σάπιες ρέγκες στο µέρος απ’ όπου θα περνούσαν οι αξιωµατικοί σε ένδειξη διαµαρτυρίας, αλλά και αγανάκτησης.

Ενα σχετικό τραγούδι (που δεν έχει άλλη αξία εκτός από εκείνη της µαρτυρίας) φαίνεται αρκετά µετριοπαθές µέσα στη συγκρατηµένη οργή του.

Κυρ λοχαγέ µου, το και το
δεν είν’ συσσίτιο αυτό,
όλο σούπα µε πατάτες
και νερόβραστες ντοµάτες.

Κυρ λοχαγέ µου, δε µου λες
πού βρίσκεις τον χαλβά κι ελιές
και µας σερβίρεις πι και φι
τα βράδια για «ξηρά τροφή»;

Κυρ λοχαγέ, στο µαγειρειό
πες να µου βράσουν βοδινό
κι όχι όλο πειθαρχείο
να «φονεύω» το θηρίο.

Η τουρκική αντεπίθεση, που εκδηλώθηκε στα µέσα Αυγούστου 1922, δηµιούργησε ρήγµα στην περιοχή Αφιόν Καραχισάρ. Μέσα σε λίγες µέρες ο Ελληνικός Στρατός διαλύθηκε. Το µέτωπο κατέρρευσε. Οι στρατιώτες υποχωρούσαν ατάκτως, αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς και αιχµαλώτους. Κατέφευγαν πανικόβλητοι στα πλοία για να σωθούν στη Χίο, στη Λέσβο, στον Πειραιά.

Ο Ελληνικός Στρατός στη φυγή του εγκαταλείπει τη Μικρά Ασία και τη Σµύρνη, την «αρχόντισσα της Ιωνίας», τη σκλάβα που είχε ελευθερώσει τρία χρόνια νωρίτερα…

Οι Τσέτες, οι άγριοι Τούρκοι αντάρτες, καβαλάρηδες µε µατωµένες σπάθες, µπαίνουν στην πόλη.

Η Γκιαούρ Ιζµίρ, η άπιστη σκλάβα, που είχε απαρνηθεί το Ισλάµ, που πριν λίγο ακόµα αγκάλιαζε και φιλούσε τον Ελληνικό Στρατό, τους αντικρίζει τώρα µε θανάσιµη αγωνία. Το πλούσιο στήθος της ανεβοκατεβαίνει από τον τρόµο… Για χάρη της κόντεψε να αφανιστεί όλη η Τουρκία.

Τώρα οι Τσέτες την εκδικούνται: της λογχίσανε το κορµί, της κόψανε τις ρόγες, της ακρωτηρίασαν τα δάχτυλα για να της πάρουν τα δαχτυλίδια, και τέλος βάλανε φωτιά στα µακριά µαλλιά της.

Στις 30 Αυγούστου τη νύχτα η Σµύρνη καίγεται. Μέσα σε λίγες ώρες θα αποτεφρωθεί ολόκληρη, εκτός από την τουρκική συνοικία, τους Απάνω Μαχαλάδες.

Σαν της Σµύρνης το γιαγκίνι*
στον ντουνιά δεν έχει γίνει
κάηκε κι έγινε στάχτη
κι έβγαλ’ ο Κεµάλ το άχτι. Σµύρνη, φτωχοµάνα Σµύρνη,
πού ’ναι η οµορφιά σου εκείνη;
Κάηκες από θεµέλια,
σκεπαστά και µπεζεστένια.

Κάηκε κι ένα σχολείο
που ’ταν παρθεναγωγείο.
Κάηκε και µια δασκάλα
που ’ταν άσπρη σαν το γάλα.

Το αλαφιασµένο πλήθος στην προκυµαία, Ελληνες και Αρµένηδες, Σµυρνιοί και κάτοικοι του εσωτερικού της Μικράς Ασίας, που έφτασαν στη Σµύρνη για περισσότερη ασφάλεια, σφάζονται κατά χιλιάδες. Αλλοι πνίγονται στη θάλασσα, καθώς κολυµπούν για να φτάσουν στα καράβια. Τα πτώµατα που επιπλέουν είναι τόσα πολλά, που µπορεί κανείς να προχωρήσει αρκετή απόσταση πατώντας πάνω σ’ αυτά.

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Οργή προς συµµάχους

Τα πληρώµατα των συµµαχικών πολεµικών, µεταγωγικών και φορτηγών, που βρίσκονται στο λιµάνι, λες για να συνοψίσουν τον εµπαιγµό και την κοροϊδία των χωρών τους απέναντι στους Ελληνες, για να τονίσουν περισσότερο την τραγική ειρωνεία, για να επισπεύσουν την κορύφωση του δράµατος, παρακολουθούν αδιάφορα, φωτογραφίζουν και κινηµατογραφούν τη Σµύρνη που φλέγεται, χτυπούν µε τους υποκόπανους ή ζεµατίζουν µε καυτό νερό όσους δοκιµάζουν ν’ ανεβούν στα καράβια, τους ξαναπετούν πίσω στη θάλασσα.

Μια κανονιά να ’πεφτε σαν προειδοποίηση, οι Τούρκοι θα υποχωρούσαν στο εσωτερικό της πόλης και θα σταµατούσαν να σφάζουν τους άµαχους στην προκυµαία.

Οι Μικρασιάτες κατάλαβαν το σκληρό µάθηµα που τους έδωσαν οι χώρες της Αντάντ («Συνεννόηση»). Και όταν πάτησαν το πόδι τους στις ελληνικές ακτές, ακούστηκαν δίστιχα οργής και καταγγελίας εναντίον των συµµάχων, του Βενιζέλου και της Ελλάδας:

Η Σµύρνη και το Κορδελιό δεν
ήταν του Κεµάλη µόνο τηνε πουλήσανε Αγγλοι,
Ιταλοί και Γάλλοι.

Μια άλλη παραλλαγή θέλει να περιλάβει το Παλάτι και τη βασιλική κυβέρνηση µέσα στον κύκλο των ενόχων.

Η Σµύρνη και το Κορδελιό δεν
ήταν του Κεµάλη
µόνο τηνε πουλήσανε βασιλικοί
ρουφιάνοι.

Το τραγούδι «Γλυκιά µου Σµύρνη», όπως είδαµε, θριαµβολογούσε για την τόσο πρόσκαιρη «ελευθερία» µε µια απλοϊκή µυθολογία που εντασσόταν στον ευρύτερο εθνικιστικό µύθο του µεγαλοϊδεατισµού. Οµως, τώρα πια η Μεγάλη Ιδέα είχε µείνει στα πεδία των µαχών µαζί µε τους νεκρούς, είχε αποτεφρωθεί στην πυρκαγιά της Σµύρνης, είχε βουλιάξει για πάντα στα κόκκινα νερά του λιµανιού της.

Τα τελευταία τραγούδια για την άτυχη πολιτεία διαπνέονται από µια διαφορετική αντίληψη: την αναγνώριση και καταγγελία της πολιτικής των ιµπεριαλιστικών δυνάµεων απέναντι στους µικρούς λαούς και ειδικότερα τον Μικρασιατικό Ελληνισµό. Η µορφή των στίχων είναι ανάλογη: λιτή διατύπωση, γυµνή από περιττά στολίδια, γλώσσα σκληρή που µαλακώνει µόνο όταν θέλει να δείξει τα συναισθήµατα των θυµάτων. Στροφές σύντοµες, επιγραµµατικές, που δένουν τα πολιτικά γεγονότα µε την καταγγελία, το ανθρώπινο δράµα και το βίωµα.

Σαν της Σµύρνης το γιαγκίνι

πουθενά δεν έχει γίνει.

Ιταλοί και Αγγλογάλλοι
βοηθήσαν τον Κεµάλη
να µας διώξει, τα καηµένα,
µείναµ’ ορφανά και ξένα.

Κάψανε κι ένα σχολείο
που ’ταν ορφανοτροφείο,
κάψανε και µια δασκάλα
που ’ταν άσπρη σαν το γάλα.

Κάψανε τη Βαγγελίστρα
που τη χτίζαν µέρα-νύχτα,
κάψανε το σταυροδρόµι
και τον Φασουλά ακόµη.

Ενα άλλο τραγούδι, το «Σµύρνη, κι αν εκαταστράφης», αποδίδει την ευθύνη στους αρχηγούς των δύο µερίδων της άρχουσας τάξης, Βενιζέλο και Κωνσταντίνο, και τους παραδίδει στην κρίση Θεού και ανθρώπων. ∆εν λείπει, ωστόσο, κι ένας τελευταίoς λυρικός αποχαιρετισµός στην πολιτεία που τόσο αγαπήθηκε κι άλλο τόσο τραγουδήθηκε:

Σµύρνη, κι αν εκαταστράφης,
είν’ από τους αρχηγούς
και το κρίµα σου θα το ’βρουν
εκεί πά’ στους ουρανούς.

Αµάν, αµάν, Σµύρνη µας,
φεύγεις, φως µου, κι αφήνεις
µας.

Τα συγκλονιστικά γεγονότα που άλλαξαν άρδην τη µοίρα εκατοµµυρίων Μικρασιατών διεκδίκησαν θέση στο λαϊκό τραγούδι, κι εκείνο, καθώς βρισκόταν σ’ ένα επίπεδο ωριµότητας, µπόρεσε να τα εκφράσει. Ετσι δηµιουργήθηκαν τα πρώτα πολιτικά δείγµατα αυτού του είδους.

Βέβαια, µπορεί να είναι ελάχιστα στον αριθµό, όµως κατάφεραν να παρουσιάσουν την εξέλιξη της ιδεολογίας των Νεοελλήνων από τη Μεγάλη Ιδέα, στην αναγνώριση του ρόλου των ξένων «προστατών» και των συνεπειών της µιλιταριστικής τυχοδιωκτικής πολιτικής.

Κι ακόµα, παρουσίασαν τις δύο καίριες στιγµές του Μικρασιατικού Ελληνισµού, τον «θρίαµβο» µιας ψεύτικης απελευθέρωσης για την πρωτεύουσα της Ιωνίας, και την πτώση της µέσα σ’ ένα τελειωτικό ολοκαύτωµα.

*Γιαγκίνι (τουρκική λέξη)= γενικά φωτιά, πυρκαγιά

Εφημερίδα «Κυριακάτικη Απογευματινή»