«Οι παλιοί μας φίλοι φύγαν για πάντα»…

Ο Διονύσης Σαββόπουλος «έφυγε» σε ηλικία 81 ετών νικημένος από τον καρκίνο - Ο σημαντικότερος Έλληνας τραγουδοποιός και σπουδαίος στιχουργός και ερμηνευτής καθόρισε το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι και ενέπνευσε δεκάδες καλλιτέχνες
13:40 - 22 Οκτωβρίου 2025

Ο σημαντικότερος Έλληνας τραγουδοποιός δεν είναι πια εδώ, η θλίψη είναι μεγάλη για όλους μας. Ο Διονύσης Σαββόπουλος έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών – έδινε μάχη με τον καρκίνο από το 2021, ενώ το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν σε ιδιωτικό νοσοκομείο της Αθήνας έπειτα από επιβάρυνση που παρουσίασε η υγεία του.

Λίγο μετά την είδηση της απώλειας του σπουδαίου τραγουδοποιού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον αποχαιρέτησε με ανάρτηση στα social media, κάνοντας λόγο για έναν «υπέροχο τραγουδοποιό, ευαίσθητο Έλληνα και υπεύθυνο πολίτη», που όπως σημειώνει «με τίμησε με τη φιλία του».

«Τον αποχαιρετώ με οδύνη με τη σκέψη μου στην αγαπημένη του Άσπα και στους δύο τους γιους, Κορνήλιο και Ρωμανό. Τη φυσική του συνέχεια αναλαμβάνουν τα εγγόνια του, Διονύσης και Αντρέας. Και όλοι εμείς, τη διατήρηση της φωτεινής μνήμης του» έγραψε ο πρωθυπουργός.

Ό,τι και να πει κανείς γι’ αυτόν τον μεγάλο καλλιτέχνη, μοιάζει ελάχιστο σε σχέση με την προσφορά του. Είναι βέβαιο ότι το κενό που αφήνει με την απώλειά του θα μείνει δυσαναπλήρωτο.

Εμπνευσμένος τροβαδούρος όχι μόνο των ομήλικών του της δεκαετίας του ’60, αλλά -πάνω απ’ όλα- ένας ιδιοφυής στιχουργός και μελωδός που μιλούσε στην καρδιά «της καθεμιάς γενιάς», γεννημένος παραμυθάς, συναρπαστικός αφηγητής, πρωτοπόρος ενός ιδιότυπου θεάτρου τραγουδιών με τραγούδια-ποιήματα, ήταν ο Σαλονικιός που κατέβηκε 19 χρόνων στην Αθήνα, με την κιθάρα του κρεμασμένη στον ώμο, για να αλλάξει για πάντα το ελληνικό τραγούδι. Και αυτό το πέτυχε σχεδόν νομοτελειακά, με τους γεμάτους ευαισθησία στίχους του και την αξεπέραστη μουσική του. Η τραγουδοποιία του, ειδικά εκείνη της δεκαετίας του ΄70, αν και με σαφείς αναφορές στο ροκ, ήταν πολλά περισσότερα. Και παρόλο που πάντρεψε τη μουσική του με την παράδοση και το λαϊκό τραγούδι, δεν ήταν ούτε λαϊκός ούτε παραδοσιακός. Ήταν αυτόνομος και ανεξάρτητος, με μια αμιγώς δική του φωνή αντάξια τροβαδούρων παγκόσμιας κλάσης, όπως ο αγαπημένος του Μπομπ Ντίλαν, ο Λέοναρντ Κοέν και ο Τομ Γουέιτς.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος, με τον Γιώργο Νταλάρα

Ο Διονύσης Σαββόπουλος, γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1944 στη Θεσσαλονίκη, ενώ οι προγονοί του ήταν από την Κωνσταντινούπολη και τη Φιλιππούπολη. Και ήταν παντρεμένος με την Ασπασία Αραπίδoυ (γνωστή με το χαϊδευτικό της, Άσπα, από τα τραγούδια και τις παραστάσεις του) με την οποία απέκτησαν δύο γιους, τoν Κoρνήλιo (γενν. 1968) και τoν Ρωμανό (γενν. 1972), αλλά και δύο εγγονούς, τον Διονύση και τον Ανδρέα.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος, με τη σύζυγό του, Άσπα

Το 1963 αποφάσισε να φύγει και κατέβηκε στην Αθήνα κάνοντας ωτοστόπ σε ένα φορτηγό (που έγινε και ο τίτλος του πρώτου του δίσκου), εγκαταλείποντας τις νομικές σπουδές του χάριν της τέχνης. Άρχισε τη σταδιοδρομία του, το 1964, με εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Μάνο Λοΐζο. Κατά τη διάρκεια της Χούντας φυλακίστηκε δύο φορές, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967.

Στην αυτοβιογραφία του που κυκλοφόρησε πέρυσι με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» μαθαίνουμε για το πώς δημιουργήθηκαν μέσα από βιώματα, παιδικά χρόνια, επιρροές, συναναστροφές, φιλίες, ιστορικές συγκυρίες, ταξίδια, ερωτικές σχέσεις, βασανιστήρια, απογοητεύσεις – όλα του τα έργα: από το «Φορτηγό», «Το περιβόλι του τρελλού» και το «Βρώμικο ψωμί» μέχρι το «Μη πετάξεις τίποτα» και τον «Χρονοποιό». Όλα έργα με τραγούδια που -ήδη από την αρχή- διέθεταν μια «αντηλιά αιωνιότητας», όπως και η τηλεοπτική εκπομπή «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» που έδειξε τον δρόμο για το πώς χωράει η υψηλή αισθητική στην τηλεόραση.

Με τη Σωτηρία Μπέλλου που τραγούδησε σε τηλεοπτική εκπομπή το «Ζεϊμπέκικο»

Πάντως, εάν κάτι χαρακτηρίζει τα περισσότερα από τα τραγούδια του είναι ότι -στην ουσία- πρόκειται για ποιήματα. Και, στην αυτοβιογραφία του, μοιράζεται μαζί μας την αγάπη του για την ποίηση και τις επιρροές του, από τον Ζακ Πρεβέρ, μέχρι τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τους ποιητές εκείνους που αποτελούν τη λεγόμενη Σχολή της Θεσσαλονίκης: «Θέλω να ανήκω σε αυτή τη Σχολή, όπου το περιεχόμενο είναι πάντα βιωματικό και ο τόνος πάντα εξομολογητικός», σημειώνει.

Απ’ την άλλη, μιλώντας για τις συναυλίες και τα μουσικά προγράμματα, τις πρόβες και την ένταση πριν από μια μουσική παράσταση, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Έζησα μια ζωή με τους μουσικούς. Είναι η ευρύτερη οικογένειά μου. Μπορεί ένας μουσικός να ’ναι ψυχρός κι ανάποδος – κι όμως, μόλις αρχίζει να παίζει, να μεταμορφώνεται! Αυτό μας κάνει η τέχνη. Ανθρωπάκια είμαστε κι εμείς: κομπλεξικά, ανασφαλή, με πληγωμένο “εγώ”, ενίοτε φθονερά και μωροφιλόδοξα. Κι όμως, μόλις αρχίζουμε να παίζουμε κάτι ή να τραγουδάμε, ισορροπούμε, καλυτερεύουμε, θαρρείς και ομορφαίνουμε». Και, βέβαια, αυτό συμβαίνει και με όλους εμάς που αγαπήσαμε τα τραγούδια του. Μας έκαναν πάντοτε τη ζωή μας πιο όμορφη. Ίσως γιατί, τελικά, μέσα από το έργο του ο Διονύσης Σαββόπουλος κατάφερε να δείξει με συνέπεια, σπάνιο ταλέντο και μια ασυνήθιστη ειλικρίνεια το πώς η ζωή γίνεται τέχνη. Και αυτό, τελικά, απομένει…

Εφημερίδα Απογευματινή